Το έργο τέχνης της ημέρας που θα σας παρουσιάσουμε σήμερα είναι ο πίνακας “Ηφύση την αυγή”, του Μαξ Ερνστ.
Ο Ερνστ γεννήθηκε σε μια πόλη λίγο έξω από την Κολωνία, το 1891. Ο πατέρας του ήταν δάσκαλος σε ένα άσυλο κωφαλάλων, ενώ ασχολούνταν και ο ίδιος ερασιτεχνικά με την ζωγραφική. Οι πρώτες αναθέσεις για πίνακες που είχε ο Μαξ Έρνστ ήταν από τον επίσκοπο της περιφέρειας του, και αφορούσαν σε αντιγραφές έργων μεγάλων ζωγράφων. Τα πρώιμα έργα του Έρνστ είναι κυρίως ρομαντικού ύφους.
Οι πνευματικές και καλλιτεχνικές τα ανησυχίες εκδηλώνονται αρχικά με τη συμμετοχή του σε ομάδες, όπως η”Νεαρή Ρηνανία” του Α. Μάκκε και ο “Γαλάζιος Καβαλάρης”, μια ομάδα εμπνευσμένη από τον Καντινσκυ και τον Μαρκ, καθώς και στο περιοδικό “Η θύελλα”. Γνωρίζει τον Γάλλο ποιητή και διανοούμενο Απολλιναίρ και τις ιδέες του στη Βόννη, ενώ την αποφασιστική στροφή προς τη ζωγραφική θα κάνει το 1911, έχοντας έρθει σε επαφή με έργα των Βαν Γκογκ, Σεζάν και Picasso σε μία έκθεση στην Κολωνία. Λίγο αργότερα γνωρίζει και τον Χάνς Αρπ, ο οποίος του δίνει το έναυσμα να ασχοληθεί με τον μοντέρνο ποιητή Ρεμπώ.
Το ευρύ πνεύμα του ζωγράφου και ο κοσμοπολιτισμός του, σε μία ιδιαίτερα ταραγμένη ιστορική περίοδο -ο Α παγκόσμιος πόλεμος, κατά τον οποίο ο ζωγραφος στρατεύτηκε- τον έφεραν σε μια ιδιαίτερα καρποφόρα πνευματική καλλιτεχνικη και φιλοσοφική αναζήτηση. Ο Έρνστ, όπως και οι περισσότεροι καλλιτέχνες και διανοούμενων της εποχής του, είχε αγανακτήσει από την αγριότητα και τη ματαιότητα του πολέμου. Έτσι, όταν στο Μόναχο ανακαλύπτει δημοσιεύματα των Ντανταϊστών της Βιέννης και την τέχνη του ντε Κίρικο, σε ένα τεύχος του περιοδικού μου πλαστικές αξίες, Αρχίζει ενθουσιωδώς να ασχολείται με τον ντανταϊσμό. Βασική φιλοσοφία του κινήματος αυτού είναι η άρνηση όλων των καθιερωμένων κοινωνικών, ηθικών και αισθητικών αξιών, η γελοιοποίηση και η διαστρέβλωση της πραγματικότητας. Εκθέτει μερικά έργα και στη συνέχεια αρχίζει να ασχολείται με επιτυχία με το κολάζ, μέσω του οποίου βρίσκει σταδιακά το μονοπάτι του Σουρεαλισμού.
Η αμοιβαία εκτίμηση και η φιλία που αναπτύσσεται ανάμεσα στο ζωγράφο και τον ποιητή Πωλ Ελυάρ, Γίνεται η αφορμή να εγκατασταθεί ο Έρνστ στο Παρίσι. Η ζωή του είναι δύσκολη, έχει μεταναστεύσει παράνομα, και για να συντηρηθεί ο ίδιος και οικογένειά του δουλεύει σε μία βιοτεχνία ενθύμιο. Τα επόμενα χρόνια ταξιδεύει στην Άπω Ανατολή, μετά από πρόσκληση του Ελυάρ. Το 1924, Γυρνώντας στο Παρίσι μετά από αυτά τα ταξίδια του, διαβάζει το “Μανιφέστο του Σουρεαλισμού” που δημοσίευσε ο Μπρετόν. Στο σουρεαλισμό βρίσκει την απόλυτη έκφραση των καλλιτεχνικών του ιδεών. Ζωγραφίζει παραστάσεις που μοιάζουν βγαλμένες από το ασυνείδητο. Την ίδια περίπου εποχή αποφασίζει να ασχοληθεί και με το φροττάζ, την τεχνική αποτύπωσης της υφής και του ανάγλυφου των υλικών σε χαρτί, με τη βοήθεια ενός μολυβιού. Εξελίσσει αυτή τεχνοτροπία σε τόσο μεγάλο βαθμό ώστε να δημιουργεί όχι μόνο εξαιρετικά σκίτσα με συνθέσεις μεταφορικές και υποβλητικές, αλλά επίσης παραστάσεις στις οποίες χρησιμοποιεί σε τοπία και πρόσωπα μεταφέροντάςτες στον καμβά.
Με την έναρξη του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου, ωμά ξέρεις καταφεύγει στην Αριζόνα των ΗΠΑ. Κατά την περίοδο παραμονής του στην Αμερική δημιουργεί όχι μόνο 36 περίπου πίνακες, αλλά και γλύπτες εικόνες και παραστάσεις.
Ο πίνακας τον οποίο θα παρατηρήσουμε σήμερα ονομάζεται η φύση την αυγή. Είναι λάδι σε μουσαμά, όπου κυριαρχούν τα ψυχρά χρώματα Και δημιουργήθηκε το 1936. Στο έργο διακρίνεται ένα ανθρωπόμορφο πίνω πίνω στα αριστερά, το οποίο ανοίγει δρόμο μέσα από την πυκνή βλάστηση, ώστε να φτάσει στη γυμνή γυναικεία φιγούρα που βρίσκεται στην άλλη πλευρά, κάτω δεξιά, του πίνακα. Η σκηνή αυτή της καταδίωξης, που είναι ερωτικά φορτισμένη, αποτελεί μία αλληγορία της δημιουργικής διαδικασίας που ακολουθεί ο καλλιτέχνης, προκειμένου να μετουσιώσει την έμπνευση του σε έργο. Η πυκνή βλάστηση εδώ, δεν αντιπροσωπεύει μόνο τη φύση με τις σκοτεινές πλευρές της, αλλά και την περίπλοκη διαδικασία της αισθητικής αναδημιουργίας. Κατ αναλογία, του πουλί είναι ένας εναλλακτικός εαυτός, ένα alter ego, του ζωγράφου, που ένα κομμάτι του σε κάθε δημιούργημά του.