Η καλλιτεχνική γενιά του ’30
Οι Έλληνες δημιουργοί της τρίτης δεκαετίας του 20ου αιώνα προσπάθησαν να προσδιορίσουν μια τέχνη ελληνική συνενώνοντας την ελληνική παράδοση (κλασική, βυζαντινή, λαϊκή) με τις ευρωπαϊκές διατυπώσεις όχι μόνο στα εξωτερικά γνωρίσματα, αλλά και στα εσώτερα και πνευματικά. Μεταξύ αυτών και ο γεννηθείς το 1889 Μιχάλης Τόμπρος που έμελλε να χαράξει την ατομική του καλλιτεχνική πορεία, δίνοντας στο παραπάνω εγχείρημα απαντήσεις προσωπικές.
Λίγα βιογραφικά στοιχεία
Ο Μιχάλης Τόμπρος γεννήθηκε στη Νεάπολη συνοικία της Αθήνας στις 25 Νοεμβρίου 1889. Ήταν ο μοναδικός γιος του κρητικής καταγωγής γεννημένους το Κόρθιο της Άνδρου μαρμαροτεχνίτη Θεοδώρου Τόμπρου και της επίσης Ανδριώτισσας Μαργαρίτας το γένος Ραμούνδου.
Είχε την πρώτη του επαφή με τη γλυπτική στο εργαστήρι του μαρμαρογλύπτη πατέρα του. Το 1903 γράφτηκε στο Σχολείο των Τεχνών, όπου σπούδασε γλυπτική με τον Γεώργιο Βρούτο και για μικρό χρονικό διάστημα με τον Λάζαρο Σώχο. Παρακολούθησε επίσης μαθήματα σχεδίου από τους Δημήτριο Γερανιώτη, Αλέξανδρο Καλλούδη και Γεώργιο Ιακωβίδη, ενώ παράλληλα εργαζόταν στο εργαστήριο μαρμαρογλυπτικής του Ν.Μ. Περάκη. Αποφοίτησε από το Σχολείο Τεχνών το 1909 και το 1910 άνοιξε εργαστήριο στην Αθήνα. Το 1914, με υποτροφία του κληροδοτήματος Γ. Αβέρωφ, πήγε στο Παρίσι, όπου σπούδασε στην Ακαδημία Ζυλιάν κοντά στους Ανρί Μπουσάρ και Πωλ Λαντόφσκι. Δουλεύοντας τον πηλό στην πόλη όπου κάθε ζωντανή ωραιότητα, μαραμένη από την αρχαιολογία, είχε απομακρυνθεί στα μουσεία, κατάλαβε ότι το μάθημα των επαναστατών καλλιτεχνών που είναι συγκεντρωμένοι στο Παρίσι ήταν γόνιμο γιατί βοηθούσε τη γνήσια ανάπτυξη του.
Μετά την επιστροφή του, το 1919, διορίστηκε έκτακτος καθηγητής στην τακτική έδρα πλαστικής της Σχολής Αρχιτεκτόνων του Ε.Μ.Π. Πραγματοποίησε διάφορα ταξίδια, μεταξύ των οποίων στην Ολυμπία, όπου μελέτησε τα γλυπτά του ναού του Δία, και στο Παρίσι. Το 1925 επισκέφθηκε για τέταρτη φορά το Παρίσι και παρέμεινε ως το 1928. Η παραμονή του αυτή στη γαλλική πρωτεύουσα υπήρξε πλούσια σε εκθεσιακή δραστηριότητα και ιδιαίτερα γόνιμη, καθώς ήρθε σε επαφή με την καλλιτεχνική πρωτοπορία. Την περίοδο 1933-1934 εξέδωσε τον 20ό Αιώνα, το πρώτο αμιγώς εικαστικό περιοδικό στην Ελλάδα. Το 1938 διορίστηκε τακτικός καθηγητής στο Β΄ εργαστήριο γλυπτικής της Σχολής Καλών Τεχνών, όπου δίδαξε ως το 1960, ενώ από το 1957 ως το 1959 διετέλεσε διευθυντής. Το 1967 η Ακαδημία Αθηνών του απένειμε το Αριστείον Καλών Τεχνών και τον επόμενο χρόνο τον εξέλεξε μέλος της.
Ο καλλιτέχνης
Όπως σημειώνει ο Παλαμάς: “Βλέπει προς ύψη οριζόντων με την κεφαλήν προς τα άνω, εντόνως, σχεδόν αποτόμως ορθούμένη, με προτεταμένο το στήθος και όταν ακόμη σας ατενίζει δεν σας παρατηρεί ακριβώς ειπείν• φαίνεται συχνά-πυκνά ως να απασχολεί την προσοχή του υπεράνω ημών κάποιος κόσμος ιδεών, μη συμπυκνωθής ακόμη και ως εν καταστάσει φωτονεφέλης διατελών ρέπει προς την συζήτηση, έτοιμος είναι προς αντίρρηση • δεικνύει αντιπάθεια προς τα αισθητικά εκ του προτέρου δόγματα από το φόβο ότι τα αυτά δύνανται μάλλον επιβλαβώς να ενεργήσουν επί του καλλιτεχνικού και να δεσμεύσουν την ελεύθερη ανάπτυξη της ιδιοφυΐας• και όμως ο φόβος αυτός δεν είναι ακριβώς ειπείν ή τρόπος εκδήλωσης της ιδεολογικής τάσεως του καλλιτέχνου. Ενθυμίζει και ο τρόπος ούτως, πλην άλλων, πόσον και ανέκαθεν και επί των ημερών ημών εντονότερος ίσως ο δημιουργικός νους και το κριτικό πνεύμα συνυπάρχουν και συνεργάζονται όσον και αν έχουν αμφότερα τα στοιχεία αυτά αρκούντως καθαράν συνείδηση της συνύπαρξης και συνεργασίας αυτής.
Ως δημιουργός Μιχάλη Τόμπρος από την αρχή της σταδιοδρομίας του αγωνίζεται να υπερβεί την ακαδημαϊκή παράδοση και να στραφεί στις πιο σύγχρονες κατευθύνσεις. Εκβίασε τη ζωή και μπήκε στον αγώνα της τέχνης με τη δύναμη του νεανικού του ονείρου: ονειρεύτηκε να επιστρέψει σαν άνθρωπος του 20ου αιώνα στην Ελλάδα του 20ου αιώνα φέροντας μία πλαστική ελληνική και μαζί συγχρονισμένη, σύμφωνη με την ατμόσφαιρα της σημερινής Ελλάδας.
Το έργο του
Αινιγματικός, αλλά βαθύτατα καλλιεργημένος, με ανόθευτο τον αυθορμητισμό, υποταγμένος αυστηρούς κανόνες, έχει γίνει τέλεια κάτοχος των εκφραστικών μέσων, ύστερα από επίμονες αναζητήσειςς και έχει δημιουργήσει μία τέχνη προσωπική. Το έργο του είναι πλατύ και πολύμορφο: ανδριάντες, μνημεία, επιτάφια, ηρώα, προτομές, συνθέσεις, ανάγλυφα. Υπήρξε εξαρχής πρωτοπόρος και φρόντιζε πάντα να ανανεώνεται σύμφωνα με τον Σπύρο Παναγιωτοπούλο.
Ο γλύπτης κινείται σε δύο κατευθύνσεις: μία νεορεαλιστική και μία που δίνει έμφαση στα καθαρά, πλαστικά στοιχεία με αναγωγές στα αιγαιοπελαγίτικα και αρχαϊκά ειδώλια, δουλεύοντας τα έργα του τόσο παραστατικά, όσο και αφαιρετικά. Τη στιγμή που πολλοί Έλληνες γλύπτες οργανώνουν τα παγερά έργα τους με την στείρα γνώση της ανατομίας και θεωρούν για μόνο στοιχείο τέχνης τα τυχαία εφέ του πηλού και την επιδερμική φλυαρία, ο Τόμπρος εμψυχωμένος από τη νέα όσο κα την πανάρχαια γνώση του αληθινού ρυθμού, οικοδομεί εκ των ένδον έργα γλυπτικής, τόσο σύμφωνα προς την τέχνη αυτή όσο , όσο και σύμφωνα ήταν προς την πλαστική και τα προγονικά έργα.
Παρουσίασε το έργο του στην Ελλάδα και το εξωτερικό, σε ατομικές και σημαντικές ομαδικές εκθέσεις, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται εκθέσεις με την Ομάδα Τέχνη, το Σαλόν των Γάλλων Καλλιτεχνών, το Σαλόν του Κεραμικού και το Σαλόν των Ανεξαρτήτων στο Παρίσι, η Διεθνής Έκθεση του Παρισιού το 1937, οι Μπιενάλε της Βενετίας το 1934, 1938 και 1956 και η Μπιενάλε του Σάο Πάουλο το 1955. Το 1959 οργανώθηκε αναδρομική παρουσίαση του έργου του στην Αίθουσα Εκθέσεων της Αμερικανικής Υπηρεσίας Πληροφοριών και το 1972 στην Ελληνοαμερικανική Ένωση.
Η προσφορά του
Η προσφορά του Μιχάλη Τόμπρου στη νεοελληνική γλυπτική υπήρξε σημαντική. Με την έκδοση του περιοδικού 20ός Αιώνας, τη δημοσίευση πλήθους άρθρων στον ημερήσιο και περιοδικό τύπο, αλλά και με τη διδασκαλία του στη Σχολή, συνέβαλε στη διάδοση των πρωτοποριακών ρευμάτων στην Ελλάδα. Η καλλιτεχνική του δημιουργία χαρακτηρίζεται από ένα σαφή δυϊσμό. Παραμένοντας ανθρωποκεντρικός, δημιούργησε συνθέσεις ελεύθερες, ιδιαίτερα γυναικείες μορφές, που απηχούν κυρίως το πλαστικό ύφος του Αριστίντ Μαγιόλ, και έργα που προέρχονται από παραγγελίες, στα οποία ακολουθεί το γενικά παραδεδεγμένο ακαδημαϊκό ύφος. Από την άλλη πλευρά, η επιθυμία συμπόρευσης με τα ρεύματα της πρωτοπορίας τον οδήγησε σε διάφορους πειραματισμούς. Έτσι δημιούργησε συνθέσεις με αφαιρετικό χαρακτήρα, κυβιστικές και σουρεαλιστικές επιρροές, που αναφέρονται σε μορφές από το ζωικό και φυτικό κόσμο, αλλά και σε πλάσματα της φαντασίας ή παράξενα σχήματα.
Αντί Επιλόγου
Στο πρόσωπο του Μιχάλη Τόμπρου η ιστορία της νεοελληνικής τέχνης πρέπει να δει τον άνθρωπο, τον δημιουργό και το δάσκαλο, καθώς υπήρξε μία προσωπικότητα με ταυτόχρονη θεωρητική και πρακτική έκφανση και επίδραση πολύπλευρη.
Πηγές:
Παυλόπουλος, Δημήτριος (1997, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών (ΕΚΠΑ)), Ο ΓΛΥΠΤΗΣ ΜΙΧΑΛΗΣ ΤΟΜΠΡΟΣ (1889-1974)
https://www.nationalgallery.gr/el/zographikh-monimi-ekthesi/painter/tompros-mihalis.html