Ο Ηλίας Λάγιος γεννήθηκε στην Άρτα στις 5 Ιουλίου 1958 και έζησε εκεί ως την αρχή της εφηβείας του, οπότε η οικογένειά του μετακινήθηκε στο Ναύπλιο, για να εγκατασταθεί μετά από λίγα χρόνια στην Αθήνα. Εκεί σπούδασε στη Φαρμακευτική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και ταυτόχρονα ξεκίνησε το μακρύ και πολυτάραχο ταξίδι του στην ποιητική δημιουργία. Η Σόλωνος, οι παράδρομοι των Εξαρχείων και του Κολωνακίου, η Σμολένσκι όπου έμενε αρχικά και η Βεΐκου στη συνέχεια, θα συνέθεταν το μικρόκοσμο όπου ο Λάγιος θα κινούνταν καθημερινά, θα γνωριζόταν και θα συναναστρεφόταν με ποιητές, λογοτέχνες, διανοούμενους, αλλά και ανθρώπους του περιθωρίου, όπως τελικά έζησε και ο ίδιος. Εκεί συναναστράφηκε και δημιούργησε μια μποέμικη παρέα που την ένωνε το αλκοόλ, οι συζητήσεις για την πολιτική και την ποίηση. Εργάστηκε σε τυπογραφείο, σε γκαλερί σε περιοδικά και μέχρι το τέλος ως διορθωτής και επιμελητής εκδόσεων. Πέφτει από το μπαλκόνι του σπιτιού του και στις 5 Οκτωβρίου 2005, λίγες μέρες μετά υποκύπτει στα τραύματά του.
Σε κάθε χέρι έχω τον μέντορά μου, από ένα ρολόι στο καθένα, για να μπορώ να ζω ανάμεσα, ανάλογα με αυτό που επιτρέπεται να κάνεις τη φόρα, χωρίς αναφορά.
ΕΜΕΙΣ οι δύο έχουμε μείνει : εγώ με ελάχιστη χάρη δείχνω αποστροφή και πίκρα• εσύ με λίγη υπομονή παίρνεις τα χέρια μου• αν και αβίαστα, λιώνεις το βάρος τους σαν ένα σκεύος, στη χόβολη, μέσα στο οποίο κρέμονται μεγάλα πέταλα λευκού ρόδου, αναγκασμένα απ’ τη θερμότητα να λυγίσουν γρήγορα.
ΕΜΕΙΣ οι δύο έχουμε μείνει: σαν ένας τοίχος κενός, ο κόσμος, η γη και οι άνθρωποι που μιλούν, λέγοντας ότι όλη τους η ζωή είναι καλή και ενάρετη, με μάτια κενά όπως αυτή η κενή επιφάνεια που η άγνοιά τους μπερδεύει για τελικό καταφύγιο και τόπο αναπαύσεως.
ΕΜΕΙΣ οι δύο έχουμε μείνει : κι όμως από ποιο θαύμα, ψάχνοντας μέσα στους κόμπους του μυαλού μου, ρωτώ ξανά, έχουμε εμείς οι δύο γνωριστεί μέσα σ’ αυτόν τον λαβύρινθο από δαιδαλώδη μονοπάτια χωρισμένα με θλιβερούς λίθους, όπου κάποτε στεκόμουν μόνη;
Hilda Doolitle (H.D.), We Two, Heliodora and Other Poems, 1924,
Όλοι γνωρίζουμε τον Αντώνη Σαμαράκη για το συγκλονιστικό πεζογραφικό του έργο που δικαίως τον κατέταξε μεταξύ των πιο διακεκριμένων Ελλήνων συγγραφέων του 20ου αιώνα. Ωστόσο, το πεζογραφικό σώμα του έργου του έρχεται να ρίξει και να αναταράξει η μετατόπισή του στην ποίηση, όπως την γνωρίσαμε μέσα από την συλλογή ποιημάτων του που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός. Ο πεζογράφος φόρεσε τον μανδύα του ποιητή με εξαιρετική επιδεξιότητα, όπως άλλωστε συμβαίνει με όλους τους μεγάλους λογοτέχνες που με άνεση ενδύονται διαφορετικά λογοτεχνικά είδη. Ή μήπως ο νέος ποιητής εξελίχθηκε σε έναν ολοκληρωμένο ποιητικό πεζογράφο; Αυτό επαφίεται στην δική σας πρόσληψη και γνώμη.
Λίγα λόγια για το περιεχόμενο και την ποιητική
Η εφηβική εκδοχή του Σαμαράκη ζει και στιχουργεί σε μια εποχή ζοφερή. Γύρω στα 14 του έστειλε στο περιοδικό «Ξεκίνημα» τους στίχους του και το Μάη του 1944 η διεύθυνση του περιοδικού στη στήλη της αλληλογραφίας του απάντησε ως εξής : «Οι στίχοι σας είναι πολύ καλύτεροι από αυτούς που μας είχατε ξαναστείλει. Δουλέψτε επίμονα και προσεχτικά, χωρίς να παραλείψετε να διαβάζετε πολύ. Προσέξτε να μπείτε σ’ έναν καλό δρόμο, τώρα που είσθε ακόμη τόσο νέος. Ελάτε να σας δούμε».Ένα χρόνο πριν είχε γράψει ένα ποίημα που το μελοποίησε ο καθηγητής του της μουσικής στο Βαρβάκειο Ιωάννης Μαργαζιώτης και, όπως σημειώνει με καμάρι στη κάτω μέρος του χειρογράφου, «το τραγουδούσε η χορωδία του σχολείου». Η γραφή είναι μεν βέβαια σχολική και άρα πρωτόλεια, μεστή όμως από μια καρυωτακική ευαισθησία και λύπη. Πολλά έργα του έχουν θρησκευτική πνοή αναφερόμενα στα πρόσωπα του Ιησού. Τα περισσότερα είναι επηρεασμένα από τον Παλαμικό ρυθμό της εποχής που ανάδειξε το ποίημα- τραγούδι ή σωστότερα παιάνας. Τα πρώτα αυτά ποιήματα γράφτηκαν, με το ψευδώνυμο «Ιωσήφ Κυπριανός» στα περιοδικά «Νέα Εστία», «Ακτίνες», «Ξεκίνημα».
Οι λέξεις του στοιχειώνονται σταδιακά από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και την Γερμανική Κατοχή και ο πεζογραφικός τόνος αρχίζει να κυριεύει τον ποιητικό του λόγο που πυκνός μα συνάμα απλός εκφράζει τις προσωπικές αγωνίες του ποιητή. Ο Σαμαράκης δεν μένει. όμως παγιδευμένος στον δικό του μικρόκοσμο, αλλά διογκώνει τους προβληματισμούς του- κοινωνικούς και ηθικούς- τους εξαπλώνει. Έτσι από το πρόσωπο, γίνεται αργότερα λόγος για την αυλή, για την γειτονιά μέχρι να καταλήξουμε στην ελληνική κοινωνία και τον κόσμο. Όλα αυτά γίνονται ο καμβάς του πάνω στον οποίο ζωγραφίζει τις ανησυχίες, το άγχος, τα διλήμματα. Έτσι μεταβαίνει από τον μικρόκοσμο στον μακρόκοσμο και έτσι από μια απλή έκφραση προσωπικών ιδεών το έργο του γίνεται πανανθρώπινο και οικουμενικό. Η ποιητική της ταπεινής ζωής, η καθημερινότητα που αγιάζεται στην πεζογραφία του Σαμαράκη, και ταυτόχρονα η εξέγερσης, στοιχείο που σφραγίζει τα κατοπινά, πεζά έργα του συγγραφέα, συμφύρονται ήδη στα ποιήματα της πρώιμης δημιουργικής του περιόδου. Μπορεί εν τέλει το λιμάνι που προσαράζει το καράβι της δημιουργίας του να είναι η πεζογραφία στην οποία αποκρυσταλλώνεται και η ωριμότητά του, όμως η ποιητική δημιουργία βρίθει νιότης, αγνότητας, ελπίδας, μιας ωραιότητας ασύγκριτης και ανεπανάληπτης. Αξεδίψαστο συναισθημάτων και αχόρταγο κοινωνικών αναταραχών το έργο του, που ακροβατεί μεταξύ του σύγχρονου και του παλιού, του συμβολισμού και ενός πρώιμου υπερρεαλισμού, είναι χωρίς αμφιβολία μια μοναδική ποιητική εμπειρία.
Τα λόγια του Θανάση Νιάρχου έπονται προς επίρρωση όσων σας αναφέραμε παραπάνω: «Οι ανησυχίες και τα θέματά του, τα ενδιαφέροντα και η προβληματική του, ελάχιστα διαφέρουν στην ποίηση και τη πεζογραφία του. Μπορεί ο Χριστιανός Σαμαράκης να εξελίσσεται σ ‘ένα οικουμενικού προβληματισμού πεζογράφο, μπορεί ο προστατευτικός τόνος για μια ηθική ανύψωση, που θεωρείται ευκταία, να αντικαθίσταται από την τρυφερά απαισιόδοξη ενατένιση των ανθρωπίνων, ο ήχος του εμβατηρίου να αδυνατίζει και να περισσεύει η κραυγή, τα θέματά του όμως παραμένουν συγκινητικά τα ίδια : Ο Σαμαράκης είναι ο μικρόκοσμος, η αυλή, η γειτονιά, με τα καθημερινά βάσανα και, ταυτόχρονα, ο μακρόκοσμος, με τις ανησυχίες και τα ηθικά διλήμματα, τους κλυδωνισμούς και την σκοτεινή του προοπτική».
Αντί επιλόγου
Η ποίηση του Σαμαράκη ατενίζει το μέλλον και αναθεματίζει μια ανθρωπότητα που διαρκώς επιλέγει να κοιτάζει πίσω. Μας δίνει την απάντηση στο σκοτάδι της εποχής, γιατί μας μεταλαμπαδεύει το φως της αγάπης που είναι η λύση σε όλα τα προβλήματα, η απάντηση σε όλες τις ερωτήσεις. Είναι μια ποίηση ελληνικότατη και συγχρόνως παγκόσμια. Μια ποίηση του παρελθόντος και του μέλλοντος, επίκαιρη και νοσταλγική. Είναι μια ποίηση που δεν προσπερνάς. Για αυτό με την πρώτη ευκαιρία σας καλούμε να αναζητήσετε το ποιητικό έργο του Αντώνη Σαμαράκη που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός.
Διαβάστε ένα ποίημα από την συλλογή εδώ και ακούστε το εδώ.
Χρησιμοποιούμε cookies για να διασφαλίσουμε ότι σας προσφέρουμε την καλύτερη εμπειρία στον ιστότοπό μας. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτόν τον ιστότοπο, θα υποθέσουμε ότι είστε ικανοποιημένοι με αυτόν.Εντάξει!