Σαν σήμερα, στις 21 Οκτωβρίου του 1907, έρχεται στην ζωή ο Έλληνας ποιητής-ζωγράφος, αυτός που ξεκινά με τη φράση «είμαι ζωγράφος το επάγγελμα» τις αυτοβιογραφικές του σημειώσεις στην πρώτη συγκεντρωτική έκδοση των συλλογών του, το 1966. Ο λόγος φυσικά για το Νίκο Εγγονόπουλο. Αναγνώστες, θεατές και μελετητές των δύο κλάδων της ποίησης και της ζωγραφικής, με θαυμασμό ή κριτική διάθεση, ακόμα και με πάθος, διατυπώνουν εδώ και χρόνια τις απόψεις τους για τον ποιητή και ζωγράφο. Ωστόσο, όλοι όσοι ασχολήθηκαν μαζί του, έχουν συνείδηση αυτού του κερματισμού, νιώθουν το ατελές της κάθε επιμέρους προσέγγισης. Το πρόβλημα, εξάλλου, δεν ήταν ποτέ η διπλή ιδιότητα του Εγγονόπουλου, αλλά η ενιαία πρόσληψη των δύο τρόπων έκφρασης από τον αναγνώστη ή και θεατή.
ΝΙΚΟΣ ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟΣ – ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
Γεννήθηκε τον Οκτώβριο του 1907 στην Αθήνα και πραγματοποίησε τις βασικές του σπουδές εσωτερικός σε Λύκειο του Παρισιού. Εργάστηκε ως μεταφραστής σε τράπεζα και γραφέας στο Πανεπιστήμιο, ενώ το 1930 διορίστηκε στο Υπουργείο Δημοσίων Έργων ως σχεδιαστής στη Διεύθυνση Σχεδίων Πόλεων.
Το 1932 γράφτηκε στην Σχολή Καλών Τεχνών, όπου μαθήτευσε κοντά στον Κ. Παρθένη, ενώ παράλληλα παρακολουθούσε μαθήματα βυζαντινής τέχνης στο εργαστήριο των Φ. Κόντογλου και Α. Ξυγγόπουλου, μαζί με το φίλο του Γ. Τσαρούχη. Η Σχολή Καλών Τεχνών υπαγόταν την περίοδο εκείνη στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο και ο Δ. Πικιώνης ανέθεσε στον ίδιο και σε άλλους απόφοιτους του τμήματος αυτού την αποτύπωση σπιτιών στην Ελλάδα, με στόχο τη διάσωση της “Λαϊκής αρχιτεκτονικής”. Για το σκοπό αυτό ταξίδεψε στην Δυτική Μακεδονία και στην Ύδρα και στις Σπέτσες και ζωγράφισε θέματα διακοσμητικά και αναπαραστάσεις προσόψεων σπιτιών. Αργότερα, φιλοτέχνησε και τα “αθηναϊκά σπίτια”. Έκανε ελεύθερες σπουδές σε Παρίσι, Βιέννη, Μόναχο και Ιταλία. Δίδαξε στη Σχολή Αρχιτεκτόνων του Ε.Μ.Π. , ζωγραφική, ιστορία της τέχνης και σκηνογραφία από το 1938, διαδοχικά ως επιμελητής, έκτακτος, μόνιμος και τακτικός καθηγητής. Την ίδια περίοδο γνωρίστηκε με άλλους σημαντικούς καλλιτέχνες, μεταξύ των οποίων ο Α. Εμπειρίκος, ο Γ. Μόραλης και ο Ντε Κίρικο.
ΝΙΚΟΣ ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟΣ – Ο ΣΟΥΡΕΑΛΙΣΤΗΣ ΖΩΓΡΑΦΟΣ & ΠΟΙΗΤΗΣ
Ο Ν. Εγγονόπουλος υπήρξε ο κύριος εκφραστής του Σουρεαλισμού/ Υπερρεαλισμού στην Ελλάδα. Ο ίδιος είχε δηλώσει για τον υπερρεαλισμό τα εξής: “Στον υπερρεαλισμό δεν προσεχώρησα ποτέ. Τον υπερρεαλισμό τον είχα μέσα μου, όπως είχα μέσα μου το πάθος της ζωγραφικής, από την εποχή που γεννήθηκα. Αλλά για να βρω τον δρόμο μου τον αληθινό, τον υπερρεαλιστικό, για να μπορέσω να εκδηλωθώ ελεύθερα και απερίσπαστα, αυτό το χρωστώ σε δύο κορυφαίους, στις δύο μεγαλύτερες μορφές που παρουσίασε ποτέ, ίσαμε τώρα, εξ όσων γνωρίζω, το παγκόσμιο υπερρεαλιστικό κίνημα. Ευτύχησα (το λέω για τρίτη φορά), ευτύχησα να γνωρίσω τον μεγάλο ποιητή Ανδρέα Εμπειρίκο και τον μεγάλο ζωγράφο, τον μεγάλο Βολιώτη Γεώργιο ντε Κήρυκο.” (Διάλεξη στο Α.Τ.Ι. στις 6-2-1963. Επιθεώρηση Τέχνης 99, 1963).
Τα κύρια στοιχεία της ζωγραφικής του ήταν μεταξύ άλλων: η ελληνική μυθολογία, η Βυζαντινή παράδοση, ο ξεσηκωμός, οι νησιώτες καπεταναίοι, οι φουστανελοφόροι, οι αρματολοί, στοιχεία δηλαδή της γενικότερης ελληνικής παράδοσης και ιστορίας. Στα έργα του η ελληνική ιστορία περιπλέκεται με το φανταστικό και οι διαφορετικές χρονικές περίοδοι γίνονται ένα. Κοντά στον Παρθένη μελετά τη φύση, νιώθει τη σημασία του χρώματος και της γραμμής. Μυήθηκε στην έννοια των αναζητήσεων του Μανέ, στα επιτεύγματα του Σερά, στις κατακτήσεις του Σεζάν, στον Θεοτοκόπουλο. Επηρεάζεται έντονα από τον Φ. Κόντογλου, που ήταν κι αυτός που του έμαθε τη βυζαντινή τεχνοτροπία. Παρακολουθώντας την πορεία του υπερρεαλισμού στην Ευρώπη, πηγαίνοντας σε εκθέσεις υπερρεαλιστών όντας στο Παρίσι γοητεύεται από τον Ντε Κίρικο, μαθαίνει για τον Κλεέ, εκτιμά τον Νταλί. Η άγνοια του Δυτικού κόσμου για την νεοελληνική πραγματικότητα συμβάλλει στη βαθιά ελληνικότητα των έργων του. Γυρνά όλη την Ελλάδα και Βυζαντινά κατάλοιπα κι έτσι δημιουργεί πίνακες με αρχοντικά και απλά σπίτια της Ελλάδας. Εκτός από τα “Βυζαντινής” τεχνοτροπίας έργα του και τις αγιογραφίες του, σε όλο το έργο του βλέπουμε στοιχεία της Βυζαντινής παράδοσης, ακόμα και στους πιο σουρεαλιστικούς του πίνακες.
«Η μεγάλη μου αγάπη στη ζωή ήτανε μόνο η ζωγραφική. Κάθε ώρα, που δεν την αφιερώνω στη ζωγραφική, τη θεωρώ ώρα χαμένη». Είχε πει ο ίδιος για τη ζωγραφική και μάλιστα αφιέρωνε κάθε μέρα τρεις ώρες το πρωί και τρεις ώρες το απόγευμα στη μεγάλη του αγάπη.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Εγγονόπουλος θα γνωρίσει και νέες τιμές ως ζωγράφος, με αναδρομικές εκθέσεις των έργων του, ενώ θα δει και το ποιητικό του έργο μεταφρασμένο και μελοποιημένο. Το 1985 η κηδεία του θα γίνει δημοσία δαπάνη, σε αναγνώριση της θέσης του στο χώρο των γραμμάτων και των τεχνών.
Παρακάτω ακολουθεί ένα βίντεο το οποίο περιλαμβάνει έργα του σπουδαίου αυτού ανθρώπου, ο οποίος θεωρείται ένας από τους μείζονες εκπροσώπους της γενιάς του ’30. Παρακολουθήστε το εδώ:
Ποιος ξέρει να κάνει την αγάπη παντοτινή; Αυτή η πρωταρχική ερώτηση στριφογυρίζει μέσα στις λέξεις του Τρυποκάρυδου, ενός περίεργου βιβλίου που όμοιό του δεν έχει γραφτεί μέχρι σήμερα.
Λίγα λόγια για το βιβλίο
Η Λη-Τσέρι, μια πριγκίπισσα με ευρωπαϊκή καταγωγή χωρίς όμως βασίλειο, ζει με τον πατέρα της, τον εξόριστο βασιλιά Μαξ, που πλέον αρέσκεται στο να παρακολουθεί μπάσκετ και να παίζει στοίχημα, και τη μητέρα της, τη βασίλισσα Τίλλι, που αφιερώνει όλη της την προσοχή σε ένα τσιουάουα και στην εκφορά της ίδιας ατάκας «Ω, Ω, σπαγκέττι, Ω» με κάθε ευκαιρία, στην παραλία του Πάτζετ Σάουντ στο Σηάτλ των Ηνωμένων Πολιτειών.
Όχι σε πείσμα των πριγκιπικών συνηθειών αλλά μάλλον σε επιβεβαίωσή τους, η Λη-Τσέρι αρνείται να πειθαρχήσει στα μοναρχικά πρότυπα και ήδη πριν κλείσει τα είκοσι μετράει μία έκτρωση, μία αποβολή σε κοινή θέα, μπόλικη μελαγχολία —εκείνη που συνοδεύει το «τελευταίο τέταρτο του 20ου αιώνα», όπως μας υπενθυμίζει υπερβολικά συχνά ο Ρόμπινς— και κάμποσες ματαιώσεις από την ερωτική της ζωή.
Η Λη-Τσέρι νιώθει την ανάγκη να αφοσιωθεί σε έναν ανώτερο σκοπό, θέλει να διαφοροποιηθεί από την αιμομικτική τρέλα που ταλαιπωρεί για αιώνες το βασιλικό της σόι και ταυτόχρονα να ξεφύγει από τη στενή εποπτεία του πρωτοκόλλου και των μυστικών υπηρεσιών. Χωρίς να είναι ακριβώς ξεκάθαρο το περιεχόμενο ή ο στόχος αυτής της παρέκκλισης, σπεύδει στο Συνέδριο Γεω-Θεραπείας στη Χαβάη, όπου διάφοροι εναλλακτικοί γκουρού ετοιμάζονται να συσκεφθούν σχετικά με το τι πρέπει να κάνουμε για τον πλανήτη μας —μαντέψτε—, «στο τελευταίο τέταρτο του 20ου αιώνα». Κι εκεί όπου η φλογερή μας πριγκίπισσα θα παρακολουθούσε μακάρια τις αμφιβόλου κύρους εργασίες του συνεδρίου, εμφανίζεται ο Μπέρναρντ. Ο Τρυποκάρυδος.
Ο Μπέρναρντ, ένας παράνομος με ειδίκευση στις εκρηκτικές ύλες θα ανατινάξει, εκτός από τον χώρο του συνεδρίου, και τα αναχώματα που τόσο προσεκτικά έχει κατασκευάσει η Λη-Τσέρι μέσα της. Και μαζί θα μας πουν μια ασυνήθιστη ιστορία αγάπης, που εξηγεί τη διαφορά ανάμεσα στους παράνομους και τους κακοποιούς, που εξαίρει την σεληνιακή μέθοδο αντισύλληψης και εξερευνά το εσωτερικό μιας σύγχρονης πυραμίδας.
Ο έρωτας είν’ ο ύστατος παράνομος. Απλώς δεν παραδέχεται κανονισμούς. Το περισσότερο που εμείς μπορούμε να κάνουμε είναι να προσυπογράψουμε σαν συνεργοί του. Αντί να ορκιζόμαστε τιμή κι υπακοή καλύτερα να ορκιζόμαστε βοήθεια και παρακίνηση. Αυτό σημαίνει πως η ασφάλεια αποκλείεται. Οι λέξεις «κάνω» και «να μείνει» καταντάνε ακατάλληλες. Ο έρωτάς μου για σένα δε δέχεται δεσμά. Σ’ αγαπάω ελεύθερα και τσάμπα.
Ο Μπέρναρντ ξεχειλίζει από έναν παράξενο ποιητικό ρεαλισμό, μια φιλοσοφία που δύσκολα κατατάσσεται και προεκτείνεται αδιατάραχτη πάνω από τα σύνορα που γνωρίζουν οι μεγάλες σχολές σκέψης των ανθρώπων, χωρίς να νοιάζεται για τέτοιες διευθετήσεις. Έχει δίκιο ο Τρυποκάρυδος; Ναι. Και όχι. Γι’ αυτό τον λόγο σε καλεί σε διαρκή επαγρύπνηση, ζητάει να μπει στο μυαλό σου, να το ταλαιπωρήσει, να το δοκιμάσει. Αλλά και να το φιλήσει γλυκά.
Θα έλεγε κανείς ότι ανάμεσα στους λογοτεχνικούς ήρωες που κυκλοφορούν νευρικά μέσα στο γενικευμένο χάος του «τελευταίου τέταρτου του εικοστού αιώνα», ο Τρυποκάρυδος είναι εκείνος που κουβαλάει την μεταμονερνικότητά του με έναν τρόπο άφταστα ηδονιστικό, σίγουρα ανιστορικό, μα πάντως αυθεντικό. Ο Μπέρναρντ δεν λέει απλώς ότι μεγάλες αφηγήσεις έχουν καταρρεύσει, βουτάει το χέρι του στα συντρίμμια για να σιγουρευτεί ότι πρόκειται για αλήθεια κι όχι για ένα τέχνασμα της διαφήμισης. Αν υπάρχει πράγματι κάποια διαφορά.
Μην αφήνεις τον εαυτό σου να γίνεται θύμα της εποχής του. Δεν είναι η εποχή μας που θα μας διαλύσει, όπως δεν είναι ούτε η κοινωνία. Έτσι και κατηγορήσεις την κοινωνία, καταντάς να καταφεύγεις στην κοινωνία για να βρεις τη λύση. […] Δεν είναι οι άντρες που περιορίζουν τις γυναίκες. Δεν είναι οι κανονικοί που περιορίζουν τις αδερφές. Δεν είναι οι λευκοί που περιορίζουν τους μαύρους. Αυτό που περιορίζει τους ανθρώπους είναι η έλλειψη χαρακτήρα. Αυτό που περιορίζει τους ανθρώπους είναι πως δεν έχουν το θάρρος του κερατά, δεν έχουν τη φαντασία, να πρωταγωνιστήσουν στην ίδια τους την ταινία κι ακόμα λιγότερο να τη σκηνοθετήσουν. Μπλιάχ!
Εντυπώσεις
Στην περίπτωση του Τρυποκάρυδου μπορούν να συμβούν δύο τινά. Είτε μια χρυσή κουτάλα θα αναμοχλεύσει μέσα σου μια πρωτόγονη, εφηβική σούπα γεμάτη σπίθες, ορμή και ακατάλυτη τρέλα, εισβάλλοντας σε κάθε νευρώνα σου και ηλεκτρίζοντάς τον, είτε θα αναμετρηθεί με τις αντοχές σου, θα ταράξει τα νεύρα σου και τις προσδοκίες σου σχετικά με το πώς πρέπει να αφηγούμαστε μια ιστορία και θα σε κάνει να τον παρατήσεις.
Πρόκειται για μια ιστορία πλημμυρισμένη από άκοπα διαμαντάκια που χορεύουν στον αέρα κι έτσι όπως περνάνε από δίπλα μας, χαράζουν και σκίζουν μαλακές επιφάνειες, στιγματίζουν νεαρές καρδιές και προσφέρουν απλόχερα ονειρικές εξάρσεις σε εκείνους που δεν τις έζησαν όσο νωρίς θα έπρεπε.
Οι αγνοούντες την εκκεντρικότητα των πραγμάτων θέλουσιν βιώσει νεκρικήν ακαμψίαν εν ζωή.
Το έργο προωθεί την αποσάθρωση έναντι της τάξης, την έκρηξη απέναντι στη νηνεμία, την αβεβαιότητα απέναντι στον πουρισμό της συνείδησης.
Αξίζει ακόμη να σημειώσουμε ότι, ανάμεσα σε όλα τα άλλα που μπορεί να κάνει καλά, ο Τομ Ρόμπινς ξέρει να εμφιαλώνει σε μικρά μπουκαλάκια μίνι πραγματείες για κάθε λογής πιθανό κι απίθανο φαινόμενο.
Στην ηπειρωτική Αμερική έπεφτε βροχή. Η περίφημη βροχή του Σηάτλ. Η ψιλή, γκρίζα βροχή που λατρεύουν τα μανιτάρια. Η επίμονη βροχή που ξέρει κάθε κρυφή χαραμάδα και περνάει σε κολλάρα και σε σακκούλες με ψώνια. Η ήρεμη βροχή που μπορεί να σκουριάσει μια τενεκεδένια σκεπή χωρίς η τενεκεδένια σκεπή να κάνει τον παραμικρό θόρυβο διαμαρτυρίας. Η «σαμανική» βροχή που τροφοδοτεί τη φαντασία. Η βροχή, που στην πραγματικότητα, μοιάζει με κρυφή γλώσσα, με μουρμουρητό, σαν την έκσταση των πρωτόγονων και την πεμπτουσία των πραγμάτων.
Ο καλύτερος τρόπος να διαβάσει κανείς αυτό το βιβλίο κρύβεται στο να αφήσει στην άκρη την εκλογίκευση και να αφεθεί ελαφρύς και πράος, να ρουφήξει τις λέξεις και να νιώσει ζωντανός και σφριγηλός μέσα στην καταπραϋντική πρόζα του Ρόμπινς, χωρίς να αναζητήσει την τάξη, αλλά να αφήσει τα λόγια του Τρυποκάρυδου να του πιπιλίσουν το μυαλό για καιρό.
Δεν ξέρω πια τι θα πει αγάπη. Την περασμένη βδομάδα είχα ένα κάρρο ιδέες. Για το τι είναι η αγάπη και πώς να την κάνεις να μείνει. Τώρα που είμαι ερωτευμένος, δεν έχω ιδέα. Τώρα που είμαι ερωτευμένος, είμαι τελείως βλάκας πάνω σ’ αυτό το θέμα.
Περιεχόμενο του έργου του
“Το να προσπαθείς να περιγράψεις ένα βιβλίο του Τομ Ρόμπινς, είναι σαν να δείχνεις σε κάποιον μια νιφάδα και να περιμένεις να καταλάβει τι είναι το σκι”. Οι λέξεις στο βιβλίο τρέχουν. Υπέροχα φλύαρες μα κι εντελώς απαραίτητες. Η ελευθερία κυλιέται στα χορτάρια με τον σουρεαλισμό. Φιλιούνται, καπνίζουν, κι ακούνε χίπικη μουσική σχεδιάζοντας βομβιστικές επιθέσεις. Ε, και στο τέλος ερωτεύονται…Ή μάλλον, ψέματα. Απ’ την αρχή τους, ερωτεύονται. Κι όχι με αναστεναγμούς και με χοντρές φιλοσοφίες. Ο έρωτας του Τρυποκάρυδου είναι αστείος, αληθινός, γεμάτος σάρκα, πρόστυχο σάλιο κι αγνό καρδιοχτύπι. Είναι ένας έρωτας χωρίς φαμφάρες, κι άρα μπορείς να τον εμπιστευτείς.
Ο έρωτας, η περιπέτεια, η οικολογία, η αναζήτηση της ευτυχίας και άλλες ρομαντικές αξίες σε κάνουν να τον αγαπήσεις μέσα από τα βιβλία του. Αγαπάς τους ήρωες του με τις αδυναμίες τους, την αλλόκοτη συμπεριφορά τους, τον ρομαντισμό που τους χαρακτηρίζει, τη εσωτερική δύναμη τους. Προσωπικά ο Ρόμπινς με έκανε να θυμηθώ την μαγεία των βιβλίων, που είχα ξεχάσει. Ο Τρυποκάρυδος (το πρώτο βιβλίο του Ρόμπινς που διάβασα), μου άνοιξε ένα παράθυρο στην αθώα αλλά συγχρόνως και τη σκεπτόμενη πλευρά του εαυτού μου και μου έμαθε πως τελικά τα όνειρα των παιδιών θα έπρεπε να είναι οι στόχοι των μεγάλων. Το κάθε βιβλίο του είναι μια πραγματικά απολαυστική ιδιόμορφη ιστορία που κατακλύζεται από μαγεία στην οποία τόσο πολύ ο ίδιος πιστεύει. Ωστόσο όσο διαβάζεις και οι σελίδες γλιστρούν, διαπιστώνεις πως με μοναδικό τρόπο, θίγει κοινωνικοπολιτικά προβλήματα και χωρίς να το καταλάβεις βρίσκεσαι προβληματισμένος σχετικά με αναπάντητα ερωτήματα που μέχρι τότε μπορεί να μην είχες πλησιάσει ποτέ. Στα βιβλία του Ρόμπινς, τα πιο αλλόκοτα πρόσωπα λένε τα πιο σημαντικά πράγματα στον κόσμο. Καουμπόισσες, πριγκίπισσες, αναρχικοί, επιστάτες, χρηματιστές, ο κάθε χαρακτήρας με τις ιδιαιτερότητες του σου ανοίγει έναν φαντασιακό κόσμο που κάποιες φορές θα ήθελες να είσαι μέρος του. Kάθε φορά ένα καινούριο παραμύθι που ξετυλίγεται, σε συνδυασμό με τη προκλητική, ασυμβίβαστη και πολυμήχανη γραφή του, σου αφήνει στο τέλος τη γλυκιά γεύση ενός ονείρου που τελείωσε.
Στο βιβλίο εμφανίζεται μπροστά σου ένας απίστευτος και τόσο διαφορετικός τρόπος γραφής που δεν συνάντησα ποτέ ξανά σε κανένα σύγχρονο συγγραφέα. Η γραφή του Ρόμπινς είναι άκρως αντισυμβατική και εντελώς πέρα από τα συνήθη παρασύροντας σε με την γοητευτικά συνειρμική της διάθεση.
Οι χαρακτήρες – όπως και η πλοκή -στο βιβλίο αυτό, είναι ακραίοι, δεν είναι άνθρωποι της διπλανής πόρτας. Φαινομενικά σε αυτούς δεν θα συναντήσεις τον εαυτό σου, ούτε θα ταυτιστείς με οποιονδήποτε τρόπο μαζί τους. Η ιστορία όντας δοσμένη μέσα από σουρεαλιστικά γεγονότα σαφώς και δεν έχει τον πρώτο λόγο στο βιβλίο αυτό. Την πρώτη θέση κατέχουν οι υπαρξιακές-φιλοσοφικές ανησυχίες και άλλοτε οι καυστικές πολιτικές απόψεις του συγγραφέα. Απόψεις, τις οποίες σερβίρει με απίστευτες δόσεις έξυπνου χιούμορ έτσι ώστε να σε αναγκάσει να σταματήσεις την ανάγνωση, να σκεφτείς για μερικά δευτερόλεπτα τι ακριβώς είναι αυτό που μόλις διάβασες, και έπειτα να γελάσεις αβίαστα (μεταξύ μας τι πιο μαγικό από αυτό;) Με τον Ρόμπινς αναγκάζεσαι να διαβάσεις πίσω από τις λέξεις, πίσω από τα ευφυολογήματα και τα λογοπαίγνια που χρησιμοποιεί, και αυτό στις περιπτώσεις που η μετάφραση καταφέρει να ανταποκριθεί επιτυχώς στις απαιτήσεις του πρωτότυπου. Για αυτό όσοι έχουν την ευχέρεια να το διαβάσουν στην αυθεντική του έκδοση σίγουρα θα το απολαύσουν ακόμα περισσότερο. Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί την απλή αυτή ιστορία για να περάσει με ένα υπόγειο τρόπο το προσωπικό, φιλοσοφικό και κοινωνικό του πλέγμα ιδεών, που ακόμα και αν διαφωνήσεις επί της ουσίας μαζί του, αν μη τι άλλο θα το απολαύσεις, γιατί πολύ απλά έχει μεγάλη πλάκα. Ο Τρυποκάρυδος του Ρόμπινς είναι το βιβλίο εκείνο που θα αγαπηθεί από τον 17χρονο επαναστατημένο και ανήσυχο έφηβο αλλά παράλληλα μπορεί να κάνει και τον πιο συντηρητικό αναγνώστη να θαυμάσει τη χαρισματική ευφυΐα του συγγραφέα. Αν διαβάζοντας το έχεις τα μάτια και την καρδιά σου ανοιχτή το σίγουρο είναι ότι κλείνοντας το οπισθόφυλλο δε μπορείς παρά να μείνεις με ένα ελαφρύ πονηρό και συνωμοτικό μειδίαμα αναγνωρίζοντας σε αυτή την ακραία ιστορία αγάπης συναισθήματα που και εσύ ο ίδιος έχεις ξεχάσει. Tip: Στο τέλος του βιβλίου απαντάτε και το ερώτημα «Γιατί χάνεται ο έρωτας; » και αναμφίβολα η απάντηση που μας δίνει ο Ρομπινς είναι άκρως πειστική.
Ο Σαλβαδόρ Νταλί (1904 – 1989), είναι ο περισσότερο εξτρεμιστής από τους υπερρεαλιστές ζωγράφους. Εκκεντρικός, μια αμφιλεγόμενη προσωπικότητα, όχι όμως στη ζωγραφική του, είχε μελετήσει τον Φρόυντ και υπό την επίδρασή του έφερε στην επιφάνεια, εικόνες του υποσυνείδητού του με τη μέθοδο που ο ίδιος αποκαλούσε «παρανοϊκο-κριτική ενέργεια».
Ο Πειρασμός του Αγίου Αντωνίου είναι συχνά επαναλαμβανόμενο θέμα στην τέχνη και στη λογοτεχνία, που αναφέρεται στον υπερφυσικό πειρασμό που σύμφωνα με αναφορές αντιμετώπισε ο Αντώνιος ο Μέγας κατά την διάρκεια της προσωρινής διαμονής του στην έρημο της Αιγύπτου.
Ο πειρασμός του Αγίου Αντωνίου αναφέρθηκε αρχικά από τον Αθανάσιο της Αλεξανδρείας, σύγχρονο του Αντωνίου, και έκτοτε έγινε δημοφιλές θέμα στον Δυτικό πολιτισμό.
Τα πρώτα έργα στα οποία εμφανίζεται η σκηνή είναι Ιταλικές τοιχογραφίες του 10ου αιώνα. Αργότερα, κατά τον Ευρωπαϊκό Μεσαίωνα, υπήρξε συχνή εμφάνιση του θέματος σε εικονογραφήσεις βιβλίων και μεταγενέστερα σε Γερμανικές ξυλογραφίες. Περίπου το 1500 δημιουργήθηκαν οι γνωστοί πίνακες του Μάρτιν Σόνγκαουερ (περ. 1490), Ιερώνυμου Μπος (περ. 1505) και Ματίας Γκρύνεβαλντ (1512-1516).
Στη σύγχρονη εποχή το θέμα έγινε αντικείμενο των έργων του Ισπανού ζωγράφου Σαλβαδόρ Νταλί και του Γάλλου συγγραφέα Γκυστάβ Φλωμπέρ, του οποίου το βιβλίο «Ο Πειρασμός του Αγίου Αντωνίου» του 1874, φέρεται να είναι ένα από τα σημαντικότερα έργα του.
Στον συγκεκριμένο πίνακα, «Οι πειρασμοί του Αγίου Αντωνίου», ο πειρασμός εμφανίζεται στον Άγιο Αντώνιο διαδοχικά με τη μορφή ενός αλόγου που συμβολίζει τη δύναμη, σε πρώτο πλάνο και με τη μορφή του ελέφαντα που το ακολουθεί, μεταφέροντας στην πλάτη του το χρυσό κύπελλο του πόθου, στο οποίο γυμνή γυναίκα στέκεται, ισορροπώντας στο εύθραυστο βάθρο, μια εικόνα η οποία τονίζει τον ερωτικό χαρακτήρα της σύνθεσης. Οι άλλοι ελέφαντες μεταφέρουν κτίρια στις πλάτες τους. Ο πίνακας ζωγραφίστηκε στο στούντιο που ο καλλιτέχνης κατέλαβε για λίγες μέρες δίπλα στο εστιατόριο Colony στη Νέα Υόρκη. Ήταν η πρώτη και μοναδική φορά που πήρε μέρος σε ένα διαγωνισμό. Πρόκειται για ένα καλλιτεχνικό διαγωνισμό για ένα πίνακα, με θέμα τους πειρασμούς του Αγίου Αντωνίου. Οργανώθηκε το 1946 από την Εταιρεία παραγωγής ταινιών Loew Lewin και 11 ζωγράφοι έλαβαν μέρος στο διαγωνισμό. Ο νικητής ήταν ο Μαξ Ερνστ, η δημιουργία του οποίου εμφανίστηκε στην ταινία, η οποία στηρίχθηκε στο βιβλίο «Bel Ami» του Guy de Maupassant. Ωστόσο, η πιο γνωστή απεικόνιση του θέματος είναι αυτή του Σαλβαδόρ Νταλί, ο οποίος απέτυχε βέβαια στον διαγωνισμό.
Το συγκεκριμένο γλυπτό, με τίτλο «Θεραπευτής» ή «Γυρολόγος – Τυχοδιώκτης» έχει δημιουργηθεί από τον Βέλγο υπερρεαλιστή Ρενέ Μαγκρίτ (Rene Magritte) το 1967 και φιλοξενείται στην Εθνική Γλυπτοθήκη της Αθήνας. Το αφαιρετικό αυτό έργο τέχνης με διαστάσεις 145 x 128 x 90 εκ. απηχεί την τεχνοτροπία των σουρεαλιστών, οι οποίοι επηρεασμένοι από τη φροϋδική θεωρία, προσπαθούσαν να καταγράψουν την ελεύθερη ροή της σκέψης, έξω από αισθητικές ή ηθικές ανησυχίες. Είχε πρώτα φιλοτεχνηθεί ως πίνακας ζωγραφικής και κατόπιν έγινε γλυπτό, καλλιτεχνική τακτική του Μαγκρίτ γνωστή και από άλλα ζωγραφικά έργα του.
Η μορφή του έργου
Η διττή φύση του έργου ως
πίνακας και ως γλυπτό επιτρέπει στον θεατή να το μελετήσει από δύο οπτικές
γωνίες. Και στις δυο περιπτώσεις εντοπίζεται στη στάση του σώματος του
αναπαριστάμενου θεραπευτή μια κρυφή γεωμετρία. Το χαλαρό δεξί του πόδι
αντιστοιχεί με το αριστερό του χέρι με το οποίο κρατά απαλά μια τσάντα ενώ το
αριστερό του πόδι με την μεγαλύτερη ένταση συσχετίζεται με το αριστερό του χέρι
που στηρίζεται πάνω σε μια μαγκούρα. Παράλληλα, δίνεται έμφαση στο κέντρο και
ιδιαίτερα στα πουλιά μέσα και έξω από το κλουβί. Σε αυτό συμβάλλουν και τα
χρώματα που ο Μαγκρίτ χρησιμοποιεί, δηλαδή ο συνδυασμός ψυχρών και θερμών που
επιτρέπουν στο λευκό των πουλιών να διαφοροποιηθεί από το υπόλοιπο τοπίο. Οι
αποχρώσεις των χρωμάτων που αξιοποιούνται, οι κοντινοί τόνοι και οι σκιές που
το φως δημιουργεί στη μορφή συντελούν στη ρεαλιστική απεικόνιση της ως προς το
χώρο μέσα στον οποίο τοποθετείται. Ως γλυπτό, φτιαγμένο από μπρούντζο, ο
«Θεραπευτής» δεν είναι έργο μεγάλο διαστάσεων, ώστε να επιβάλλεται μέσω του
μεγέθους του. Αντιθέτως, πολύ κοντά στις ανθρώπινες διαστάσεις αν εξαιρέσει
κανείς τα υπερρεαλιστικά στοιχεία η μορφή που αναπαρίσταται προσιδιάζει την
ανθρώπινη.
Το περιεχόμενο του έργου
Ξεκάθαρα το περιεχόμενο του έργου
είναι συμβολιστικό, όπως άλλωστε συμβαίνει και με τα περισσότερα έργα του
Μαγκρίτ. Ειδικότερα, η φιγούρα δεν έχει πρόσωπο, αλλά ένα καπέλο, μία κουβέρτα
και κάτω από αυτήν ένα κλουβί για πουλιά, το οποίο υποκαθιστά τον ανθρώπινο
κορμό. Με αυτόν τον τρόπο δε δηλώνεται η ταυτότητα του εικονιζόμενου προσώπου,
ώστε να επιδέχεται πολλών ερμηνειών και προσεγγίσεων. Έξω από το κλουβί,
μπροστά στην ανοιχτή του πόρτα υπάρχει ένα πουλί, όπως και ένα στο εσωτερικό
του.
Στο ένα χέρι η μορφή κρατά ένα ραβδί, το οποίο
είναι γνώρισμα των θεραπευτών, των ταξιδευτών και των σοφών γερόντων. Στο άλλο
χέρι κρατά μια τσάντα που πιθανώς να φέρει φαρμακευτικά είδη. Το παλιό
παντελόνι καθώς και τα παπούτσια που μοιάζουν πολυφορεμένα και ταλαιπωρημένα
ολοκληρώνουν την εικόνα του θεραπευτή.
Το πρώτο αίσθημα που δημιουργεί το γλυπτό στο
θεατή, με το σκούρο χρώμα του και την έλλειψη προσώπου, είναι η ανησυχία. Το
κέντρο όμως του έργου είναι ο συμβολισμός του πουλιού, το οποίο συμβολίζει το
ανθρώπινο πνεύμα. Το σώμα είναι ένα κλουβί που φυλακίζει το πνεύμα, ενώ αυτό
έχει ανάγκη να ταξιδέψει, να περιπλανηθεί ελεύθερο. Το πνεύμα αρχικά είναι φιλοπερίεργο,
όμως με την πάροδο των χρόνων συναντά κανόνες, εμπόδια, φραγμούς και
πεποιθήσεις που το φυλακίζουν στα κάγκελα του κλουβιού, το δεσμεύουν και δεν
του επιτρέπουν ελεύθερο να πετάξει και να εξερευνήσει τον κόσμο. Κάποια στιγμή
όμως ο άνθρωπος αρχίζει και αμφισβητεί όσα τον κρατούν παγιδευμένο και αυτή
παρουσιάζει το έργο, τη στιγμή δηλαδή που το πνεύμα θεραπεύεται και βγαίνει από
το κλουβί έτοιμο να ταξιδέψει στον κόσμο που μέχρι τότε δεν μπόρεσε να
γνωρίσει, να μετατραπεί στο γυρολόγο, τη στιγμή της καθοριστικής απόφασης, της μετάβασης από τη
φυλακή στην ελευθερία.
Προσωπικές απόψεις για το έργο
Δεδομένου ότι ο ίδιος ο καλλιτέχνης είχε φωτογραφηθεί
το 1946 όμοια ντυμένος με το γλυπτό πιθανώς να σημαίνει πως ο θεραπευτής
αντιπροσωπεύει έναν άνθρωπο του πνεύματος, την ώρα που αντιλαμβάνεται την
ελευθερία του και επιτρέπει στο πουλί της ψυχής του να απεγκλωβιστεί από το
κλουβί που συμβολίζει όλους εκείνους τους φραγμούς που η πραγματικότητα, η
καθημερινότητα και η κοινωνία επιβάλλει. Εκείνη την ώρα θεραπεύεται από όσα τον
καταδυναστεύουν, με αποτέλεσμα να εξελιχθεί στον Απελευθερωτή, ένα έργο που ο ίδιος
φιλοτέχνησε την επόμενη χρονιά. Σε αυτόν το κλουβί απουσιάζει και τη θέση του
έχουν καταλάβει ένα πουλί που πετά ελεύθερο, ένα κλειδί που πιθανώς είναι αυτό
που άνοιξε το κλουβί, ένα ποτήρι και μία πίπα, η οποία παρουσιάζεται και σε
άλλους πίνακες του και παραπέμπει στον ίδιο το Βέλγο ζωγράφο που φαίνεται ότι
κάπνιζε. Θα μπορούσε, συνεπώς, κανείς να θεωρήσει αυτόν τον πίνακα ως συνέχεια
του προηγούμενου. Στο δεύτερο μάλιστα πίνακα, όλη η μορφή είναι
ανεστραμμένη. Δεν κρατά πια ραβδί, αλλά
ένα μπαστούνι συνώνυμο της σοφίας. Έτσι, είναι εμφανής η μεταμόρφωση που του
συνέβη χάρις την απελευθέρωση του πνεύματός του.
Το μήνυμα αυτού του έργου είναι διαχρονικό και απευθύνεται σε όλους τους ανθρώπους, καλώντας τους να απαλλαχθούν από τους δισταγμούς τους και να αναλάβουν την ευθύνη της ελευθερίας τους, εγχείρημα δύσκολο, αλλά όχι ακατόρθωτο. Απηχεί πλατωνικές αντιλήψεις που προβάλλουν το σώμα ως φυλακή της ψυχής και ζητά την απομάκρυνση από τον κόσμο των αισθήσεων, το ταξίδι στον κόσμο των Ιδεών.
“Η ζωγραφική μου είναι ορατές εικόνες που δεν κρύβουν κάτι — προκαλούν μυστήριο και, πράγματι, όταν κάποιος βλέπει έναν από τους πίνακές μου, θέτει στον εαυτό του αυτήν την απλή ερώτηση: «Tι σημαίνει αυτό;» Οι πίνακές μου δεν σημαίνουν κάτι, επειδή και το μυστήριο δεν σημαίνει κάτι — είναι απλά άγνωστο.”
Ο Βέλγος σουρεαλιστής ζωγράφος Ρενέ Μαγκρίτ ζωγράφισε to 1964 τον πίνακα «Ο Γιος του ανθρώπου» (“The son of man”) σαν μια αυτοπροσωπογραφία .
Ο πίνακας απεικονίζει έναν άντρα που φοράει ένα παλτό και ένα καπέλο μπόουλερ, ο οποίος στέκεται μπροστά από έναν χαμηλό τοίχο, πίσω από τον οποίο φαίνεται η θάλασσα και ο συννεφιασμένος ουρανός. Το πρόσωπο του άντρα κρύβεται σχεδόν εξ ολοκλήρου από ένα μεγάλο πράσινο μήλο. Ωστόσο, μπορεί κανείς να διακρίνει τα μάτια του άντρα από τις άκρες του μεγάλου μήλου. Μία ακόμη ενδιαφέρουσα λεπτομέρεια είναι ότι το αριστερό χέρι της αντρικής μορφής μοιάζει να γέρνει κάπως προς τα πίσω στο σημείο του αγκώνα.
Σχετικά με τον πίνακα, ο Μαγκρίτ είπε: «Το μήλο κρύβει εν μέρει το πρόσωπο. Ένα αυτονόητο αντικείμενο (το μήλο) κρύβει το εμφανές (αλλά άγνωστο) πρόσωπο. Αυτό είναι κάτι που συμβαίνει συνέχεια. Καθετί που βλέπουμε κρύβει κάτι άλλο και πάντα θέλουμε να δούμε τι κρύβεται κάτω από αυτό που βλέπουμε. Υπάρχει ένα ενδιαφέρον σε αυτό, το οποίο είναι κρυμμένο και δεν μας αφήνει να το δούμε αυτό που είναι ορατό. Αυτό το ενδιαφέρον μπορεί να πάρει τη μορφή ενός ήσυχου έντονου αισθήματος, ένα είδος σύγκρουσης μέσα μας, θα μπορούσε να πει κανείς, ανάμεσα σε αυτό που βλέπουμε και σε αυτό που κρύβεται πίσω από αυτό που βλέπουμε.»
Στις αρχές του 1946 ο Μαγκρίτ ζωγράφιζε τόσο με το ρεαλιστικό όσο και με το ιμπρεσιονιστικό του στυλ. Κάποια από τα έργα του, όπως ο πίνακας «Ο Γιος του ανθρώπου» κινούνταν ήδη προς πιο έντονους χρωματισμούς. Αυτό το κάπως ακραίο στυλ του, το οποίο βρίσκεται εγγύτερα στο στυλ του Βίνσεντ Βαν Γκογκ, επρόκειτο να εξελιχθεί στα τέλη του 1947, όταν προσκλήθηκε από τη Γκαλερί του Faubourg το Μάιο του 1948 να παρουσιάσει την πρώτη δική του ατομική έκθεση στο Παρίσι.
“Τα να είναι κάποιος σουρεαλιστής σημαίνει να αφαιρέσει από το μυαλό του όλες τις προηγούμενες εικόνες, και να δώσει προσοχή σε αυτό που ποτέ δεν έχει ιδωθεί.”
Σαν σήμερα στην Αθήνα, ο Αντρέας Εμπειρίκος μιλάει για το Σουρρεαλισμό και εμείς σας παραθέτουμε δύο αποσπάσματα της συγκλονιστικής αυτής ομιλίας του:
«Για να γράψετε ένα ποίημα », έλεγε ο Τζαρά, «βάλετε όλες τις λέξεις μέσα σ’ ένα καπέλλο και τραβήξετε στην τύχη». «Η ποίηση γεννιέται μέσ’ στο στόμα». Λίγοι τον άκουσαν και τον ακολούθησαν, και ακόμη λιγώτεροι ήταν εκείνοι που χωρίς να παραδεχτούν την νέα τεχνοτροπία ετήρησαν μια στάση κάπως αμερόληπτη. Στους άλλους η απροσδόκητη αυτή συνταγή φάνηκε σαν σύμπτωμα παραφροσύνης η φόρμουλα απατεώνων ταχυδακτυλουργών και όχι ποιητών. Όμως η ομάδα εξακολούθησε με πείσμα τον δρόμο της. Σιγά-σιγά, άρχισε να παράγη ολοένα περισσότερους και πιο γευστικούς καρπούς, παρά τις κατακραυγές, τις επικρίσεις και τους χλευασμούς πού προκαλούσε κάθε νέα εκδήλωση της.
Η αλήθεια είναι πώς μια νέα ποίηση είχε γεννηθεί πραγματική, ουσιαστική ή μάλλον αυτούσια και τίποτε δεν μπορούσε πια να πνίξη ούτε τις βαθειές ούτε τις ψηλές της νότες.
Το φράγμα που είχαν υψώσει γύρω από την δυνατότητα της ολοκλήρωσης μιας πραγματικά ελεύθερης ποίησης οι ακαδημίες, οι ποντίφικές τους και αιώνες παραδοχής και κομφορμισμού, είχε ανατιναχθεί και τα συγκρατημένα ως τότε νερά άρχισαν να χύνονται με ορμή. Τίποτε δεν μπορούσε ν’ αναχαιτίση αυτόν τον χείμαρρο και τίποτε απ’ ο,τι βρέθηκε στον δρόμο του δεν έμεινε ορθό. Δεν ήταν πλέον ζήτημα απλώς φιλολογικό, ή καλλιτεχνικό, μα και ζήτημα κατ’ εξοχήν και βαθύτατα ψυχολογικό. Ο Ντανταϊσμός όπως αργότερα ο Σουρρεαλισμός αποτελούν μια φρενιασμένη προσπάθεια όχι μόνο λυτρωμού από ζυγούς και κανόνες ακαδημιών, μα και ένθερμη εκδήλωση πόθου πλήρους ζωής και άρνηση υποταγής σε οιονδήποτε είδος θανάτου. Και τα δύο αυτά κινήματα ξεχειλίζουν και πάνε πέρα από τα όρια στα οποία περιορίζονται συνήθως οι πνευματικές αναστατώσεις. Ο Ντανταϊσμός έθιξε, όχι πάντοτε ενσυνειδήτως και κάπως χαωδώς, την παλαιά οργάνωση της ζωής του ατόμου, μα ο Σουρρεαλισμός, πιο οργανωμένος, πολύ πιο συστηματικός, πολύ πιο συνειδητός και πειθαρχούμενος, χτύπησε τις ρίζες κατ’ ευθεία και έθιξε όχι μόνο το άτομο, μα επιτιθέμενος ενάντια στην ολότητα των καλώς κειμένων και υποσκάπτοντας τις βάσεις του κοινωνικού μας συγκροτήματος, σε όλα τα επίπεδα και απ’ όλες τις πλευρές, έθιξε τον σημερινό πολιτισμό, και πριν ακόμα προσχωρήσει στην κομμουνιστική Διεθνή.
Ο πειρασμός του Αγίου Αντωνίου, Νταλί
Ο Σουρρεαλισμός, γράφει, ο Μπρετόν στο δεύτερο Μανιφέστο του 1929, κι αν ασχολείται ειδικά με την κριτική των εννοιών: πραγματικότης και μη πραγματικότης, λογικό και μη λογικό, στοχασμός και παρόρμηση, γνώση και η θεωρούμενη μοιραία άγνοια, χρησιμότης και άχρηστο, κ.τ.λ. παρουσιάζει κατ’ ελάχιστον όρο την έξης αναλογία με τον διαλεχτικό υλισμό, πως ξεκινά από την «κολοσσιαία αποτυχία του Έγελιανου συστήματος ». Και εξακολουθεί ο συντάχτης του Μανιφέστου. «Μου φαίνεται αδύνατον να θέση κανείς όρια, όπως λόγου χάρη του οικονομικού πλαισίου, στην εξάσκηση σκέψεως που έχει γίνει οριστικά εύκαμπτη στην άρνηση και στην άρνηση της άρνησης. Πώς να παραδεχτούμε πως η διαλεχτική μέθοδο δεν μπορεί να εφαρμοστή επαξίως παρά μόνο στην επίλυση των κοινωνικών προβλημάτων. Ο Σουρρεαλισμός φιλοδοξεί να της δώση δυνατότητες εφαρμογής καθόλου συναγωνιστικές στο πιο άμεσο συνειδητό επίπεδο. Ας μη δυσαρεστηθούν μερικοί στενόμυαλοι επαναστάτες, μα δεν βλέπω για ποιο λόγο πρέπει ν’ αποφεύγουμε τα προβλήματα του έρωτος, του ονείρου, της τρέλλας, της τέχνης και της θρησκείας εφόσον τα εξετάζουμε από την ίδια με εκείνους μοίρα – την Επανάσταση. Δεν διστάζω να πω πως πριν από τον Σουρρεαλισμό δεν είχε γίνει τίποτε συστηματικό προς την κατεύθυνση αυτή, και πως και για μας επίσης, ήταν ανεφάρμοστη ύπό την Εγελιανή μορφή της η διαλεχτική μέθοδο στο σημείο που την βρήκαμε. Ήταν πια ανάγκη για μας να ξεφύγουμε τελειωτικά από τον ιδεαλισμό».
Το απόσπασμα αυτό από το δεύτερο Μανιφέστο του ’29 μας δείχνει μερικές από τις ζυμώσεις που γίνονταν μέσα στους κόλπους του σουρρεαλισμού κατά τα χρόνια που προηγήθηκαν, και προαναγγέλλουν τα επερχόμενα γεγονότα που θα λάβαιναν χώρα συντόμως. Ήδη ο Σουρρεαλισμός έδειχνε από κάμποσο καιρό την αλληλεγγύη του με το επαναστατικό προλεταριάτο και ενδιαφερόταν ολοένα περισσότερο σε όλα τα φλέγοντα ζητήματα του ταξικού αγώνα. Οι οπαδοί του, αν και αστικής προελεύσεως, είχαν δείξει και πριν από την θαρραλέα μεταπήδηση τους στο στρατόπεδο των ταξικών αντιπάλων τους, την αποστροφή και την ναυτία που τους προξενούσε ο αστικός πολιτισμός και ο ιδεαλισμός του, που ψυχολογικά συνετέλεσε πάρα πολύ κατά την γνώμη μου στην δημιουργία της ψυχικής κατάστασης που προκάλεσε την γένεση της ντανταϊστικής εξέγερσης και της σουρρεαλιστικής επανάστασης επίσης.
Αθήνα, 25/1/1935
Πηγή: Ανδρέας Εμπειρίκος, Περί σουρεαλισμού, η διάλεξη του 1935, Αθήνα, Άγρα, 2009
Χρησιμοποιούμε cookies για να διασφαλίσουμε ότι σας προσφέρουμε την καλύτερη εμπειρία στον ιστότοπό μας. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτόν τον ιστότοπο, θα υποθέσουμε ότι είστε ικανοποιημένοι με αυτόν.Εντάξει!