Το αντρικό γυμνό και ο Τσαρούχης

Ένας επαναστάτης δε γίνεται να είναι συνάμα και κλασικός, αλλά για τον Γιάννη Τσαρούχη, γίνεται. Την ημέρα που ο ζωγράφος αυτός τόλμησε να αναζητήσει τον Ερμή όχι στο όρος Όλυμπος αλλά στο «Καφενείον ο Όλυμπος» ένας μύθος κατέβηκε από τα βιβλία στη ζωή ενώ το μάτι του καλλιτέχνη υποχρεώθηκε να ατενίζει αλλιώς τον κόσμο.» Γράφει ο Οδυσσέας Ελύτης για τον Γιάννη Τσαρούχη.

Ο Τσαρούχης όπως και ο Καβάφης εμπνέονται κυρίως από την αρχαιοελληνική θεώρηση του έρωτα. Μέσα στο έργο του ξεδιπλώνει το ανδρικό κάλλος, όπως δεν έχει κατορθώσει κάνεις άλλος Έλληνας καλλιτέχνης. Τα έργα του απεικονίζουν ναυτικούς με όμορφα καλλίγραμμα σώματα και αδρά αρρενωπά χαρακτηριστικά. Το έργο του υπήρξε ιδιαίτερα πρωτοπόρο αφού ξεπέρασε τα στερεότυπα της εποχής τόσο τα κοινωνικά όσο και τα ζωγραφικά. Διαβάζοντας τον Μικρό Ναυτίλο του Ελύτη, Ιούλιο μήνα ταξιδέψαμε στους μεθυστικούς, ερωτικούς, καλοκαιριάτικους πίνακες του Τσαρούχη. Ας περιηγηθούμε νοερά σε μερικούς εξ αυτών αλλά και στην πολύ ενδιαφέρουσα ζωή του καλλιτέχνη τους, στα πάθη του και τις στιγμές καλοκαιρινής ραστώνης καιδιαχυρου αισθησιασμού που δημιούργησε αυτός ο γνωστός Έλληνας ζωγράφος.

“Σε ένα μόνο θέμα ο Τσαρούχης υπήρξε ερμητικός όσον αφορά την προσωπική του ζωή: στο θέμα του έρωτα. Του ήταν προφανώς αδύνατο να υποκριθεί, να απαντήσει ανειλικρινώς και ως εκ τούτου είχε επιλέξει την αποσιώπησή του.

[…] Η διεθνής πρόσληψη του έργου του Τσαρούχη, όπως και εκείνη του Καβάφη, πυκνώνει -αν δεν πολώνεται αποκλειστικά- προς…. την απεικόνιση του ομοερωτισμού μέσα από μία υψηλού αισθητικού επιπέδου ζωγραφική. Αυτή η νέα παραμόρφωση της μονομερούς ανάγνωσης ελπίζω να εξισορροπηθεί σύντομα όταν αποκατασταθεί στη δημόσια σφαίρα αυτή η αποσιωπημένη αλλά τόσο σημαντική πλευρά της ζωής και της δημιουργίας του.

Είναι προφανές ότι την ομοφυλοφιλία ο Τσαρούχης δεν τη βίωσε μόνο εσωτερικά, βουβά, ως προσωπική ιδιαιτερότητα, ως απαγορευμένη σαρκική έλξη, ως ηθικό διχασμό αλλά τη βίωσε και κοινωνικά όταν θέλησε να την εκφράσει, στο βαθμό που του επιτρεπόταν, τόσο στη συμπεριφορά του όσο και στην τέχνη του. Ήταν λοιπόν γι’ αυτόν ένας διαρκής αγώνας, ένας αγώνας τιμής που τον έδωσε από την αρχή, από την πρώτη του έκθεση και είχε την παλληκαροσύνη να τον δώσει μέχρι τέλους, ολομόναχος.

Στη δύσκολη εποχή που έζησε, ο Γιάννης Τσαρούχης μετατόπισε, με τη ζωγραφική του, τα όρια της ανεκτικότητας για την ομοφυλόφιλη επιθυμία μιας πολύ συντηρητικής κοινωνίας και υπερασπίστηκε σθεναρά το δικαίωμά του να μην κοινοποιήσει ποτέ δημόσια τον σεξουαλικό προσανατολισμό του.

Τον κοινωνικό έλεγχο που ενθάρρυνε ο νομοθέτης, τον βίωσε ο Τσαρούχης πολύ έντονα και –μην έχουμε αμφιβολία- σχεδόν σε όλη του τη ζωή. Σπάνιες είναι εντούτοις οι στιγμές που εξέφρασε ευθέως την πικρία του, σε μία όμως από αυτές υπήρξε αποκαλυπτικός: “Οι άνθρωποι δεν περίμεναν τίποτα από μένα, με θεωρούσαν κατώτερο ον, αρχίζοντας από τους συγγενείς μου και τελειώνοντας στους ελάχιστους φίλους μου. Ίσως αυτή η περιφρόνηση με ανάγκασε να δουλέψω πιο εντατικά από ό,τι μπορούσα.”

Για όλους είναι αδιαμφισβήτητη η ερωτική μάτια στην απόδοση των μοντέλων του, αλλά ο ίδιος δεν την παραδέχτηκε ποτέ στον δημόσιο λόγο του. Πάντα μετέθετε αλλού το κέντρο βάρους, όπως στο κείμενό του «Για το ζεϊμπέκικο» του 1982, όπου λέει: «Μου αρέσει να ζωγραφίζω γυμνά, γιατί έτσι μπορεί κανείς να κατανοήσει την ψυχική γεωμετρία του ανθρώπου. Μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης. Πρέπει να αντιμετωπίζει κανείς το σώμα σαν έργο του αγαθού πατρός Θεού και όχι του σατανά, όπως επίστευαν οι επάρατοι εχθροί της Εκκλησίας, μονοφυσίτες. Για να υπάρχει νυμφίος, πρέπει να υπάρχει και γάμος και πρέπει να μάθουμε ποιος παντρεύεται με ποιον. Μην πλανάσθε, Ιουδαίοι. Το σώμα το φθαρτό παντρεύεται με την αθάνατη ψυχή και γι’ αυτό έχει κοσμηθεί ο νυμφώνας της εκκλησίας. Όσα είπα, είπα, δεν είμαι θεολόγος».

Στα έργα του συσχετίζει τη ρεαλιστική απόδοση της πραγματικότητας με μια μεταφυσική της διάσταση. Θεωρεί ότι θα έπρεπε κάποιος να ανιχνεύει μια αίσθηση του τώρα όχι ως κάτι το διακριτό και οριοθετημένο στη ροή του χρόνου αλλά ως εάν αυτό να συνδέεται διαρκώς με την απώτατη αρχή των πάντων (και γενικότερα με την έννοια της αιωνιότητας) με τρόπο μυστηριώδη, ακατάληπτο και άρρητο. Αυτήν τη θέση του ο Τσαρούχης την εκφράζει αρκετά νωρίς και ήδη από το 1950 σημείωνε: «Το πρόβλημα για μένα δεν είναι η αναπαράσταση της μορφής αλλά η επαφή μας με την αιώνια και θεϊκή πηγή, που υπάρχει μόνο γι’ αυτούς που την αναζητούν, παίρνοντας, κάθε τόσο, όποια μορφή αυτή θέλει».

Ενώ σε άλλη ευκαιρία είχε πει ότι η πραγματικότητα δεν είναι παρά η «ζωοδόχος πηγή».

Όμως ποια «πηγή» θα μπορούσε ποτέ να είναι περισσότερο «ζωοδόχος» από τη λίμπιντο; Και με αυτήν τη διερώτηση να αντηχεί δυνατά, ξεχνά κάποιος όσα ο Τσαρούχης έλεγε για τις προθέσεις της ζωγραφικής του και επιστρέφει στην πραγματικότητα της πραγματικότητας που εκείνος αναπαριστούσε και η οποία αδιαμφισβήτητα ήταν η ομοφυλόφιλη σεξουαλικότητα.

Οι θεατές των έργων του, μέσω του «θαύματος της ενσαρκώσεως» που με τόσο τέλειο τρόπο αποδίδει η ζωγραφική του, έρχονται σε επαφή με το «γεγονός» που ο ίδιος περιέγραφε συχνά ως «αστραπή της θεότητος» και που δεν είναι άλλο παρά η προσέγγιση του θείου στοιχείου και η δύναμή του να κυβερνά την πραγματικότητα. Η σύλληψη της «αστραπής της θεότητος» (από τον καλλιτέχνη και στη συνέχεια από τον θεατή) χαρίζει ιερότητα στα έργα τέχνης και μαγεύει με εκείνη την απροσδιόριστη αλλά και σαφή λάμψη που προσθέτει στα σώματα και σε άψυχα υλικά.

Σε αντιδιαστολή με όλα αυτά ο ίδιος ο Τσαρούχης είχε για τους ναύτες του μια πιο απομυθοποιητική στάση: όλα ξεκίνησαν κάνοντας το πορτρέτο ενός φίλου του. Προτού το τελειώσει, το μοντέλο στρατεύτηκε και όταν πια επέστρεψε, για να ποζάρει ξανά, φορούσε τη στολή του ναύτη. «Έτσι μπήκε ο ναύτης στα θέματά μου. Σε έναν που με ρώτησε κάποτε γιατί επιμένω στους ναύτες είπα: “Μ’ αρέσει το άσπρο ως χρώμα κι έχω να διαλέξω μεταξύ νοσοκόμων και ναυτών”. Όλοι οι ναύτες ήταν φίλοι μου, μοντέλα που πόζαραν με την παλιά στολή του αδελφού μου που είχα κρατήσει εγώ στο ατελιέ μου».

Ήταν τόση η επιμονή του σε αυτό το θέμα, που οι περισσότεροι μελετητές του έργου του τη σέβονταν, παρά τη σαστιμάρα τους, και αποσιωπούσαν τον κατά τα άλλα εξόφθαλμο ομοφυλόφιλο σεξουαλισμό, που, ως φορτίο, σήκωναν, ακόμα και στις πιο νηφάλιες στιγμές τους, οι ανδρικές φιγούρες στα περισσότερα έργα του.

Η πρώτη ευθεία ερμηνεία αυτού του «φορτίου» έγινε στα μέσα της δεκαετίας του 1980 από την Άννα Καφέτση στο πλαίσιο της διδακτορικής διατριβής της με θέμα τη γενιά του ’30 στην ελληνική ζωγραφική. Ας σημειωθεί, επί τη ευκαιρία, ότι μέχρι τότε, και σε διεθνές επίπεδο (πόσο μάλλον στην Ελλάδα), δεν συνηθιζόταν να γίνονται τέτοιες αναφορές στους ακαδημαϊκούς κύκλους.

Ήταν τόση η επιμονή του σε αυτό το θέμα, που οι περισσότεροι μελετητές του έργου του τη σέβονταν, παρά τη σαστιμάρα τους, και αποσιωπούσαν τον κατά τα άλλα εξόφθαλμο ομοφυλόφιλο σεξουαλισμό, που, ως φορτίο, σήκωναν, ακόμα και στις πιο νηφάλιες στιγμές τους, οι ανδρικές φιγούρες στα περισσότερα έργα του.


Το Δεκέμβριο του 1952 του απαιτήθηκε να ξεκρεμάσει από την έκθεση της ομάδας “Αρμός” στο Ζάππειο Μέγαρο ένα έργο που απεικόνιζε ένα ναύτη καθισμένο στο κρεβάτι μαζί με ένα μισοξαπλωμένο γυμνό άντρα…Ο διευθυντής της Αστυνομίας που είχε δεχτεί καταγγελία ανώτατου αξιωματικού του Ναυτικού ότι ο πίνακας “ήτο άσεμνος και προσβλητικός του ήθους και του γοήτρου των ελλήνων ναυτών” συνέστησε στους διοργανωτές να τον αποσύρουν επειδή, όπως υπογράμμισε απειλητικά, “ενδεχομένως να προκαλούσε την οργή θερμοαίμων”.

Η μαρτυρία της Τιτίκας Νικηφοράκη είναι αποκαλυπτική για τη στάση του: “Είχαν φτιάξει τότε την ομάδα “Αρμός” και κάνανε την πρώτη μεγάλη έκθεσή τους στο Ζάππειο. Η επιτροπή λογοκρισίας όμως απαίτησε να βγούνε οι ναύτες του Τσαρούχη από την έκθεση. Όλοι μουδιασμένοι του το υπέδειξαν, αλλά εκείνος είπε: “ Όχι, κι αν επιμένετε, εγώ αποχωρώ από την ομάδα.” Μου έκανε εντύπωση η γενναιότητά του.”


Ο Τσαρούχης σε όλα αυτά αντέτεινε ότι στον ίδιο χώρο παρουσιαζόταν και έργο του Κοσμά Ξενάκη που έδειχνε έναν Σάτυρο σε πλήρη στύση, το οποίο όμως δεν φάνηκε να απασχολεί κανέναν. Ως εκ τούτου, συμπέραινε ότι το όλο πρόβλημα το δημιουργούσε η αίσθηση ότι είχε προσβληθεί μόνο το Ναυτικό και όχι γενικά η δημόσια αιδώς. Και από αυτή την παρατήρηση κατέληγε στο συμπέρασμα ότι το Ναυτικό και κατ’ επέκταση η Αστυνομία, που ενήργησε εκ μέρους του, ήταν οι φωτεινές εξαιρέσεις που διείσδυσαν αρκετά βαθιά στο έργο, ώστε να συλλάβουν την ομοερωτική διάστασή του.

Ο Τσαρούχης είχε βιώσει την περιθωριοποίησή του, την είχε εισπράξει άμεσα ή έμμεσα, την είχε νιώσει αόρατη, ωστόσο συμπαγή, σον υπόκωφο φθόνο των άλλων, ενίοτε και των φίλων ή “φίλων” του, στα σουβλερά υπονοούμενα και αστεία πίσω από την πλάτη του, στην ικανοποίηση που έβλεπε να νιώθουν όλοι όσοι δεν ανέχονταν την ανωτερότητα του ταλέντου του από το γεγονός ότι ήταν σε κάτι τρωτός, ευάλωτος, κάποιος που μπορούσαν εκ του ασφαλούς να πλήττουν κατά βούληση, εφόσον σε όλο τον κόσμο της τέχνης ήταν γνωστή, ήταν κοινό μυστικό η αχίλλειος πτέρνα του.


Ο ελεύθερος μέχρι ενός σημείου να εκφραστεί ζωγραφικά Τσαρούχης, να απεικονίσει και να εκθέσει ομοερωτικά θέματα, πειθαρχούσε στους κώδικες αποσιώπησης αυτών των θεμάτων στο πεδίο του λόγου. Ως εκ τούτου επειδή είχε συναίσθηση των κινδύνων μετρούσε τα λόγια του πολύ πιο προσεκτικά είτε μιλούσε για τη δική του δουλειά είτε για τα έργα άλλων . Έζησε λοιπόν μέσα στην αποσιώπηση των βιωμάτων, των σκέψεων και των συναισθημάτων του τουλάχιστον μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 80.

Όταν ο Τσαρούχης υπόκειτο οικοιοθελώς στη βάσανο των συνεντεύξεων, υποχρεωνόταν να αντιμετωπίσει τον τόνο και το βαθμό αδιακρισίας των συνομιλητών του. Η βία των συνεντεύξεων, η πονηρία της ρητορικής των δημοσιογράφων, ο χειρισμός των λεγομένων, το ελάχιστα συγκαλυμμένο σε μερικές περιπτώσεις ανακριτικό ύφος, η απειλή της δημόσιας έκθεσης και ο έμμεσος εκβιασμός, η επίκληση της κοινής γνώμης, όλες αυτές οι ερωτήσεις κατέτειναν σε ένα και μόνο θέμα: στην ομολογία της ιδιωτικής ζωής, στην αποκάλυψή της: “Το σεξ, αυτό που όλοι κρύβουν, λένε.”

Σε μια μεταγενέστερη συνέντευξη ο Τσαρούχης μιλά για την ομοφυλοφιλία δημόσια, για πρώτη φορά με διακριτικές αυτοαναφορικές προεκτάσεις και καταφανώς με θετικό πνεύμα, εξηγώντας ότι οι ομοφυλόφιλοι στην Ελλάδα προσέφεραν στέρεες πολιτιστικές και αισθητικές βάσεις “διότι ήταν άνθρωποι που διώκονταν και μετρούσαν τα λόγια τους. Οι άλλοι ήταν βέβαιοι και δεν έκαναν τίποτε.


Στην επόμενη ερώτηση της δημοσιογράφου “Ποιο θεωρείτε το πλέον ταλαντούχο βίτσιο της φυλής μας;” ο Τσαρούχης απάντησε χωρίς ενδοιασμούς: “Αναμφισβήτητα την ομοφυλοφιλία. Που δεν έχει σχέση με το κοινό βίτσιο. Είναι η φιλία με τον άνθρωπο. Η σχέση με τον άνθρωπο, η αρετή που μετατρέπει το βίτσιο σε δημιουργία.” Μετά από δεκαετίες ο Τσαρούχης έλυνε τη χρησμώδη φράση του Κοκτό: “Οι Έλληνες ανύψωσαν την αμαρτία τους σε αρετή”. Το ακριβές νόημα αυτής της πρότασης θα μπορούσε πλέον να ειπωθεί και να γραφτεί χωρίς αμφισημίες: “Οι Έλληνες ύψωσαν την ομοφυλοφιλία σε αρετή.”

Τα παραπάνω αποσπάσματα αποτελούν μέρη του εισαγωγικού σημειώματος του Ευγένιου Ματθιόπουλου στον κατάλογο της έκθεσης που πραγματοποιήθηκε στο Μουσείο Μπενάκη πριν από 10 έτη.

Αντί επιλόγου επιλέξαμε ένα απόσπασμα από το “Γράμμα στο Γιάννη Τσαρούχη” που έγραψε η Έλγκα Καββαδία:

“Θυμάμαι τα γενέθλιά μου το 1943. Είχαν φύγει οι φίλες μου και κάποιος μου είχε φέρει δώρο μια γλάστρα με ένα αστράκι. Μια θεία μου είπε: “Τι ιδέα να φέρουν το παιδί ένα λουλούδι – αυτό θα ξεραθεί!” κι εγώ άρχισα να κλαίω. Με πήρες από το χέρι και μου είπες: “Κι όμως, θα δεις, αυτό το λουλούδι δεν θα ξεραθεί ποτέ.” Πήρες τις μπογιές μου και το ζωγράφισες. Γιάννη, υπάρχει πάντα η γλάστρα με το αστράκι σπίτι μου και δεν ξεχνάω ποτέ πως μπόρεσες να μετατρέψεις την παιδική μου απελπισία σε απέραντη χαρά.”

Καλό μήνα, καλό καλοκαίρι!

Πηγή: https://m.lifo.gr/articles/arts_articles/240705/giannis-tsaroyxis-i-agapi-poy-den-elege-to-onoma-tis

http://gayrightsgreece.blogspot.com/2010/02/blog-post.html?m=1

http://www.nostimonimar.gr/giannis-tsarouchis-i-omofilofili-stin-ellada-proseferan-sterees-politistikes-ke-esthitikes-vasis/?amp_markup=1#aoh=15935813568316&amp_ct=1593583448984&csi=1&referrer=https%3A%2F%2Fwww.google.com&amp_tf=%CE%91%CF%80%CF%8C%20%251%24s

Γιάννης Τσαρούχης: η Αγιογραφία δίπλα στη σύγχρονη τέχνη και η λαϊκή παράδοση δίπλα στα κλασικά πρότυπα.

20 Ιουλίου του 1989, σε ηλικια 79 ετών, πεθαινει στην Αθήνα ο Γιάννης Τσαρούχης, ένας από τους μεγαλύτερους Έλληνες καλλιτέχνες, υπεύθυνος για τη διάδοση της ελληνικής λαϊκής παράδοσης στο εξωτερικό.

Η καταγωγή του ήταν από τα Ψαρά, αλλά μέχρι τα 17 του χρόνια μεγάλωσε στον Πειραιά και ύστερα μετακόμισε με την οικογένειά του στην Αθήνα. Επρόκειτο για μια ιδιαίτερα ευκατάστατη οικογένεια, με κοσμοπολίτικο αέρα. Η ζωή στον Πειραιά, οι εικόνες από το λιμάνι, τα νεοκλασικά κτίρια -να σημειωθεί ότι ο ζωγράφος είχε περάσει μέρος των παιδικών του χρόνων στην έπαυλη της θείας του, Δέσποινας Μεταξά- αλλά και οι φτωχές λαϊκές συνοικίες και το θέατρο σκιών επηρέασαν σε μεγάλο βαθμό την ζωγραφική του Τσαρούχη.

Ο ζεϊμπέκικος

Η μετακόμιση του στην Αθήνα συμπίπτει χρονικά με μια πιο εντατική και πιο σοβαρή ενασχόληση με την ακουαρέλα, όπως λέει ο ίδιος ο Τσαρούχης. Σε ηλικία 19 ετών τα πρώτα του έργα εκτίθενται στο άσυλο τέχνης και αυτό γίνεται για να φοιτήσει στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών του Εθνικού Μετσόβιου πολυτεχνείου από το 1929. Καθηγητές του υπήρξαν επιφανείς έλληνες ζωγράφοι όπως ο Ιακωβίδης, ο Βικάτος, ο Θωμόπουλος και ο Παρθένης.

Παράλληλα με τις σπουδές του στη σχολή καλών τεχνών μαθητεύει κοντά στον Φώτη Κόντογλου. Ο τελευταίος παίζει καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση του ύφους του Τσαρούχη, καθώς τον φέρνει κοντά στην ελληνική και βυζαντινή λαϊκή πνευματική παράδοση και του διδάσκει την τέχνη της αγιογραφίας. Ο Τσαρούχης ενδιαφέρεται επίσης για την παρασημαντική, την οποία διδάσκεται την ίδια εποχή. Είναι πολύ χαρακτηριστικά τα λόγια του μεγάλου αγιογράφου προς τον Τσαρούχη, όταν τον πρωτογνώρισε και είδε τα πρώτα έργα του:

«Μου ‘παν ένα παιδί γεννημένο στον Πειραιά. Νόμιζα ότι ήσουν λαϊκό, παιδί που σχεδιάζει καράβια και καραγκιόζηδες. Και βλέπω ένα πληροφορημένο παιδί που ξεσηκώνει τα φιγουρίνια του Παρισιού».

Οι τέσσερις εποχές

Την ίδια εποχή οι ενασχολήσεις του Γιάννη Τσαρούχη δεν περιλαμβάνουν μόνο την κοσμική ζωγραφική και την αγιογραφία. Ασχολείται επίσης και με το θέατρο, αναλαμβάνοντας αρχικά την σκηνογραφία και την σχεδίαση κοστουμιών. Θα αναπτύξει σταδιακά σπουδαίες συνεργασίες με εξέχοντα πρόσωπα του ελληνικού θεάτρου, όπως η Έλλη Παπαδημητρίου και ο Κάρολος Κουν, αλλά και με θεατρικές παραγωγές στο εξωτερικό. Θα συμμετάσχει και στην ίδρυση της Λαϊκής Σκηνής, το 1934, ενώ το 1977 θα ανέβασει και ο ίδιος μια θεατρική παράσταση, τις Τρωάδες του Ευρυπίδη.

Πορτραίτο της Τζένης Καρέζη, που σήμερα βρίσκεται στον δεύτερο όροφο του κτηρίου της Βουλής των Ελλήνων.

Κοστούμι που σχεδίασε για τη Μαρία Κάλλας, όταν εκείνη υποδύθηκε τη Μήδεια , το 1958

Το καλλιτεχνικό στυλ του Τσαρούχη αφήσει ανεξίτηλο στίγμα στη σκηνοθεσία. Σε εκείνον οφείλεται η παρουσία ναυτών με χορευτικά σε λαϊκά κέντρα, στον ελληνικό κινηματογράφο.

Αφού αποφοίτησε από την Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών ταξίδεψε αρχικά στην Κωσταντινούπολη και ύστερα στην Ιταλία και το Παρίσι. Εκεί ήρθε σε επαφή με τα έργα των αναγεννησιακών ζωγράφων, των ιμπρεσιονιστών και εκπροσώπων νεότερων κινημάτων, όπως Ανρί Ματίς.

Η πρώτη του ατομική έκθεση στην Ελλάδα έγινε το 1938 στην Αθήνα, στο κατάστημα Αλεξοπούλου της οδού Νίκης. Οι κριτικές ήταν διθυραμβικές. Μέσα στα επόμενα χρόνια συνήψε συμβόλαια με γκαλερί του Παρισιού και της νέας Υόρκης, ενώ συνεχίζει την σκηνογραφία και το σχεδιασμό κοστουμιών. Υπήρξε υποψήφιος για το βραβείο Γκούγκενχαϊμ και επίσης συμμετείχε στην έκθεση Μπιενάλε της Βενετίας, μαζί με τον Αντώνη Μόραλη.

Το 1967, σε ηλικία 57 ετών εγκαθίσταται μόνιμα στο Παρίσι και πεθαίνει 22 χρόνια αργότερα στην ελληνική πρωτεύουσας. Το ίδρυμα Γιάννη Τσαρούχη είναι ο θεματοφύλακας της καλλιτεχνικής του παραγωγής, ενώ από το 1981, στο σπίτι του στο Μαρούσι λειτουργεί το μουσείο Γιάννη Τσαρούχη.

ΠΗΓΕΣ:

https://el.m.wikipedia.org/wiki/%CE%93%CE%B9%CE%AC%CE%BD%CE%BD%CE%B7%CF%82_%CE%A4%CF%83%CE%B1%CF%81%CE%BF%CF%8D%CF%87%CE%B7%CF%82

https://www.mixanitouxronou.gr/giannis-tsarouchis-o-zografos-pou-ithele-na-gini-akrovatis-ke-i-gonis-tou-ton-proorizan-gia-michaniko-i-dikigoro/

http://www.nikias.gr/ell/product/%CE%A4%CF%83%CE%B1%CF%81%CE%BF%CF%8D%CF%87%CE%B7%CF%82-%CE%93%CE%B9%CE%AC%CE%BD%CE%BD%CE%B7%CF%82

Ο Ερωτόκριτος και στη ζωγραφική

Ο Ερωτόκριτος του Βιντσέζου Κορνάρου είναι σίγουρα μαζί με την Ερωφίλη ένα έργο της Κρητικής λογοτεχνίας που επηρέασε τον κόσμο της τέχνης. Ασυγκίνητοι δεν μπόρεσαν να μείνουν και οι ζωγράφοι που η ιστορία του έρωτα των δύο νέων αγγίζει τις ευαίσθητες πτυχές τους και τους τροφοδότεισαι με έμπνευση, η οποία μετουσιώθηκε σε δημιουργία. Τα αποτελέσματα είναι οι πίνακες που θα εξετάσουμε στο παρόν αφιέρωμα για το έργο τέχνης της ημέρας. Μόνο που αυτή την φορά πρόκειται για έργα, τα οποία είναι μοναδικά μεν, στην ίδια θεματολογία δε, τον Ερωτόκριτο.

Το πρώτο έργο δε θα μπορούσε να είναι άλλο από τον Ερωτόκριτο του Θεόφιλου, ένα από τα πιο δημοφιλή του έργα. Ζωγραφισμένο στην συνήθη τεχνοτροπία του, με τα ζωντανά χρώματα και τις εξίσου έντονες μορφές βλέπουμε τον Ερωτόκριτο να σκαρφαλώνει στο μπαλκόνι της Αρετούσας και αυτή να τον δέχεται εγκάρδια στην αγκαλιά της. Τα πρόσωπα του πίνακα, καθαρά, ελληνικά. Ωστόσο στο βάθος τα σπίτια που φαίνονται δεν μοιάζουν να ταυτίζονται με αυτά της εποχής του Ερωτόκριτου, αλλά με εκείνα της εποχής του Θεόφιλου. Κατά κάποιο τρόπο, οι ήρωες είναι τοποθετημένοι στο περιβάλλον που έζησε ο καλλιτέχνης, το χρόνο που έζησε. Παρ’ όλα αυτά, η εικόνα ιδιαίτερη όπως είναι και γεμάτη χρώμα και λογοτεχνικό υπόβαθρο συγκλονίζει τον θεατή.

Συνεχίζουμε με μια διάχυτη ελληνικότητα και στον Ερωτόκριτο του Τσαρούχη. Ο νεαρός μοιάζει με τους διάσημους ναύτες που αγαπούσε να ζωγραφίζει ο καλλιτέχνης. Ένα πρόσωπο με γωνίες και αποχρώσεις, με βαθύ βλέμμα, ήρεμο όμως και ίσως και θλιμμένο. Σε αυτό δε θυμίζει την έκφραση των ναυτων που συνήθως κοιτούν απευθείας τον θεατή, γιατί το δικό του βλέμμα πλανιέται αλλού. Μπορούμε να υποθέσουμε στην Αρετούσα. Φορά στολή, πολεμιστή ίσως, πάντως σίγουρα εντοπίζουμε πάνω της τον Παρθενώνα, το σύμβολο της Αθήνας. Πρόκειται για ένα πορτρέτο που καθηλώνει οποιοδήποτε σταθεί να το κοιτάξει.

Στο ίδιο πνεύμα συνεχίζουμε με τις βυζαντινές μορφές του Κόντογλου που δε θα μπορούσε να μην λάβει κάποιο ερέθισμα από το κρητικό άσμα ως γνήσιος λάτρης της παράδοσης και να το αποδώσει με τον καλύτερο τρόπο. Ο Ερωτόκριτος εμφανίζεται εδώ ως πολεμιστής και πάνω στο άλογο του θυμίζει σίγουρα την εικόνα του Αγίου Γεωργίου ή του Αγίου Δημητρίου, κάτι αναμενόμενο εφόσον ο Κόντογλου είναι βαθιά επηρεασμένος από την εκκλησιαστική παράδοση και τη βυζαντινή τέχνη. Μια άλλη προσέγγιση που μας φανερώνει ακόμα μια πτυχή του έργου του Βιτσέντζου Κορνάρου πετυχαίνει ο Κόντογλου με αυτό το όμορφο έργο.

Χέρι χέρι ο Ερωτόκριτος με την Αρετούσα σε έναν ειδυλλιακό κήπο επέλεγε να τους τοποθετήσει ο Μποστ, που σχεδίασε τους δύο πρωταγωνιστές αγαπημένους, ντυμένους βασιλικά. Απόδειξη ότι η αγάπη τους νίκησε και οι δύο τους βρίσκονται μαζί σε έναν τόπο παραδεισένιο που το αγαλματάκι στο βάθος προδίδει πως είναι ένα μέρος έρωτα. Οι εκφράσεις γαλήνιες, οι μορφές βέβαια κάπως σκληρά τοποθετημένες. Τα χρώματα κινούνται γύρω από τους ίδιους τόνους με εξαίρεση τον Ερωτόκριτο που πορφυρός ξεχωρίζει.

Πορφυρά ντυμένος και στο έργο του Εγγονόπουλου ο Ερωτόκριτο και η Αρετούσα είναι δύο ανδρείκελα το ένα τοποθετημένο δίπλα στο άλλο. Και εδώ η Αρετούσα ντυμένη στα γαλάζια. Η αντίθεση αυτή ανάμεσα στα χρώματα θα μπορούσε να είναι μια διαφοροποίηση ανάμεσα στους χαρακτήρες των ηρώων. Από τη μια το γαλήνιο και καρτερικό γαλάζιο για την Αρετούσα που επέμεινε τον εγκλεισμό για τον έρωτά της και κόκκινο για τον Ερωτόκριτο που δυναμικός και χειμαρρώδης καθώς ήταν κατάφερε και νίκησε τον Άριστο. Η Αρετούσα προσπαθεί να τον αγγίζει, να πιάσει το πάθος που συμβολίζει ο Ερωτόκριτος με το κόκκινο του ένδυμα. Αφηρημένη τέχνη, τα πρόσωπα λείπουν αλλά η σκηνή μας ταξιδεύει σίγουρα στο ποίημα του Κορνάρου.

Ελπίζουμε το ίδιο να πετύχουμε με το αφιέρωμά μας. Κλείνουμε με στίχους από το ποιητικό αυτό δημιούργημα: Όλα τα πλούτη κι οι αφεντιές εσβήνουν και χαλούσι
και μεταλλάσσουν, κι οι καιροί συχνιά τα καταλούσι,
μα η γνώση εκεί που βρίσκεται και τσ’ ευγενιάς τα δώρα
ξάζου άλλο παρά βασιλειά, παρά χωριά και χώρα·
ουδ’ ο τροχός δεν έχει εξάν, ως θέλει να γυρίσει,
τη γνώση και την αρετή ποτέ να καταλύσει.