Αφιέρωμα στο βιβλίο “Ιστορίες να σκεφτείς” του Χόρχε Μπουκάι

Το “Ιστορίες να σκεφτείς” (1997) είναι από τα πρώτα βιβλία του Χόρχε Μπουκάι που έγιναν αμέσως αγαπητά στην Ελλάδα. Το βιβλίο, το οποίο κυκλοφόρησε στην Ελλάδα το 2012 από τις εκδόσεις opera, μιλά για τη σχέση και πως αυτή βοηθάει στην προσωπική μας εξέλιξη. Να γίνουμε καλύτεροι άνθρωποι, να γνωρίσουμε καλύτερα τον εαυτό μας. Η σχέση σύμφωνα με τον Μπουκάι, προσθέτει. Για αυτό αξίζει τον κόπο. Αξίζει να κοπιάσουμε για αυτήν, αξίζει το βάσανο που προκαλεί. Είναι ο πόνος που αξίζει γιατί όταν θα τα έχουμε ξεπεράσει όλα αυτά, δεν θα είμαστε πια οι ίδιοι. Θα έχουμε αναπτυχθεί, θα είμαστε πιο συνειδητοποιημένοι, θα αισθανόμαστε πιο ολοκληρωμένοι.

Τα καλύτερα αποσπάσματα του Χόρχε Μπουκάι - Εναλλακτική Δράση

Ο Χόρχε Μπουκάι (Jorge Bucay) γεννήθηκε το 1949 στο Μπουένος Άιρες (Αργεντινή). Γιατρός και ψυχοθεραπευτής της σχολής Γκεστάλτ, ειδικεύτηκε στη θεραπεία των νοητικών ασθενειών εργαζόμενος αρχικά σε νοσοκομεία και κλινικές και, εν συνεχεία, δίνοντας διαλέξεις σε ιδρύματα, κολέγια, θέατρα, καθώς και σε ραδιοφωνικούς και τηλεοπτικούς σταθμούς. Μονίμως και παντού προσκεκλημένος, προσπαθεί να παρίσταται σε μαθήματα, σεμινάρια και συνέδρια στην Αργεντινή, την Ουρουγουάη, τη Χιλή, το Μεξικό, τις Η.Π.Α, την Ιταλία, την Ισπανία κ.α. Όταν αποφάσισε να ασχοληθεί με τη συγγραφή, είδε τα περισσότερα βιβλία του να μεταφράζονται στις περισσότερες γλώσσες του κόσμου και να καταλαμβάνουν την πρώτη θέση στις λίστες των ευπώλητων. Αυτό που τα κάνει τόσο αγαπητά είναι το γεγονός ότι ο Μπουκάι χρησιμοποιεί τη δύναμη της παραβολής για να μεταφέρει τις μεγαλύτερες αλήθειες με τον πιο απλό τρόπο. Απλοποιεί μεγάλες αλήθειες και τις κάνει κατανοητές σε όλους. Ίσως αυτός είναι ο λόγος που ο Χόρχε Μπουκάι είναι από τους κατεξοχήν ψυχοθεραπευτές συγγραφείς που μιλούν μέσα στις καρδιές μας.

Ήταν μια φορά… “μια φορά”
που από το πολύ που τη διηγήθηκαν
ακούστηκε τόσες φορές…
που έγινε πραγματικότητα.

“Πάντα υποστήριζα ότι τα βιβλία μου αποτελούν, απλώς, ένα υλικό για το νου, ότι βοηθούν τον αναγνώστη να στοχαστεί για τον κόσμο και τον εαυτό του· να σκεφτεί τι δρόμο έχει χαράξει στη ζωή με όσα έκανε και όσα δεν μπόρεσε να κάνει· να αναλογιστεί όλα όσα συνέβησαν και, πάνω απ’ όλα, πού οδηγείται ο ίδιος και πού θα ήθελε να οδηγηθεί.

Τo μόνο πράγμα που θέλω απ’ τα βιβλία μου, είναι να χρησιμεύσουν στους άλλους όπως χρησίμευσαν σ’ εμένα άλλα βιβλία· να μπορέσουν να γίνουν δρόμος για κάποιους, επιβεβαίωση για κάποιους άλλους, αφορμή για όσους θέλουν να βρουν μια σύντομη διέξοδο, να ξεφορτωθούν ένα βάρος, να δουν με νέα μάτια κάποιο παλιό τους πρόβλημα.

Το εργαλείο που χρησιμοποιεί αυτό εδώ το βιβλίο, είναι η μαγική τέχνη της αφήγησης μιας ιστορίας που σου ανοίγει πόρτες αγνοημένες, δυνατότητες που δεν τις είχες φανταστεί, δρόμους που δε βάδισες ακόμα.”

Για τον συγγραφέα του βιβλίου, υπάρχουν τριών ειδών αλήθειες. Υπάρχουν οι αλήθειες-βουνά, για να μπορούμε να χτίζουμε τα σπίτια μας σε στέρεη βάση. Αλήθειες-ποτάμια, για να μπορούμε να ταξιδεύουμε πάνω τους ψάχνοντας νέους ορίζοντες. Αλήθειες-αστέρια, για να μας χρησιμεύουν ως οδηγοί, ακόμα και στις πιο σκοτεινές μας νύχτες.

“Ζούμε πιστεύοντας ότι δεν μπορούμε να κάνουμε ένα σωρό πράγματα, απλώς επειδή μια φορά, πριν από πολύ καιρό, όταν ήμασταν μικροί, προσπαθήσαμε και δεν τα καταφέραμε”

Είναι αλήθεια ότι κανείς δεν μπορεί να κάνει πάντα  αυτό που θέλει, αλλά ο καθένας μπορεί να μην κάνει ποτέ αυτό που δεν θέλει. Δεν είναι εύκολο να αποδεχθεί κάποιος αυτήν την ιδέα και να την κάνει σημείο αναφοράς του. Έτσι και αλλιώς, η πραγματικότητα δεν είναι όπως θα μας συνέφερε να είναι. Δεν είναι όπως θα έπρεπε να είναι, ούτε όπως μας είπαν ότι θα είναι. Η πραγματικότητα γύρω μας, είναι απλά όπως είναι.

“Ο ελεύθερος άνθρωπος που γνωρίζει τον εαυτό του είναι γενναιόδωρος, αλληλέγγυος, ευγενικός και ικανοποιείται εξίσου όταν δίνει όπως και όταν παίρνει. Για αυτό, κάθε φορά που συναντάς ανθρώπους που κοιτάζουν μόνο την πάρτη τους, μην τους μισείς. Αρκετά προβλήματα έχουν με τον εαυτό τους”.

Για τον ψυχαναλυτή, η ζωή είναι ένα τεράστιο ρίσκο. Αυτό, που θα σε κάνει να πετάξεις. Αν δεν τον πάρεις, το καλύτερο πράγμα που μένει να κάνεις είναι να τα παρατήσεις και να συνεχίσεις απλά να περπατάς μέχρι το τέλος. Η ελευθερία του ανθρώπου συνίσταται στο να είναι ο άνθρωπος σε θέση να επιλέγει ανάμεσα σε ό,τι είναι δυνατόν για αυτόν και να είναι υπεύθυνος για την επιλογή του.

Παρακάτω παραθέτουμε δύο από τις αγαπημένες μας ιστορίες από του βιβλίο του Χόρχε Μπουκάι, “Ιστορίες να σκεφτείς”, οι οποίες μας έκαναν να σκεφτούμε και μας γοήτευσαν βαθιά.

Ο μικρός Πάντσο

Η μητέρα τους είχε φύγει από νωρίς το πρωί και τα είχε αφήσει στη Μαρία, μια νέα την οποία έπαιρνε κάποιες φορές για λίγες ώρες προκειμένου να τα προσέχει. Όταν ο φίλος της κοπέλας τηλεφώνησε για να της προτείνει μια βόλτα με το καινούργιο του αυτοκίνητο,η Μαρία δεν δίστασε και πολύ.Άλλωστε,τα παιδιά κοιμούνταν όπως κάθε απόγευμα,και δεν θα ξυπνούσαν πριν τις πέντε.

Προνόησε να κλειδώσει την πόρτα του δωματίου και φύλαξε το κλειδί στην τσέπη της.Δεν ήθελε να διακινδυνέψει να ξυπνούσε ο Πάντσο και να κατέβαινε τη σκάλα για να την ψάξει,γιατί,όπως και να ‘χει,ήταν μόνο έξι χρόνων,και με την παραμικρή απροσεξία μπορούσε να σκοντάψει και να χτυπήσει.Επίσης,σκέφτηκε ότι αν συνέβαινε αυτό,δεν θα ήξερε πως να εξηγήσει στην μητέρα το λόγο για τον οποίο το παιδί δεν την είχε βρει.

Ίσως να ήταν ένα βραχυκύκλωμα στην τηλεόραση ή σε κάποιο από τα φώτα στου σαλονιού,ή μπορεί μια φλόγα στα καυσόξυλα -το θέμα είναι ότι όταν οι κουρτίνες άρχισαν να καίγονται,η φωτιά έφτασε γρήγορα στην ξύλινη σκάλα που οδηγούσε στα υπνοδωμάτια.Τον ξύπνησε ο βήχας του μωρού,εξαιτίας του καπνού που περνούσε κάτω απ’ την πόρτα.Χωρίς να σκεφτεί ο Πάντσο πήδηξε από το κρεβάτι και πίεσε με δύναμη το πόμολο για να ανοίξει την πόρτα,αλλά δεν τα κατάφερε. Όπως και να ‘χει,ακόμα κι αν το είχε καταφέρει,οι φλόγες θα είχαν καταβροχθίσει τον ίδιο και τον λίγων μηνών αδερφό του σε ελάχιστα λεπτά.Ο Πάντσο φώναξε τη Μαρία,αλλά κανείς δεν απάντησε στην έκκληση του.Έτσι,συνειδητοποίησε ότι έπρεπε να βγάλει τον αδερφό του από ‘κεί μέσα.Προσπάθησε να ανοίξει το παράθυρο που έβγαζε στο περβάζι,αλλά ήταν αδύνατο για τα μικρά του χέρια να λύσει την ασφάλεια. Όταν οι πυροσβέστες τελείωσαν με το σβήσιμο της φωτιάς,το θέμα συζήτησης όλων ήταν το ίδιο:

-Πώς μπόρεσε αυτό το τόσο μικρό παιδί να σπάσει με την κρεμάστρα το τζάμι και μετά τη σήτα;

-Πώς μπόρεσε να φορτώσει το μωρό στο σακίδιο;

-Πώς μπόρεσε να περπατήσει στο περβάζι κουβαλώντας σημαντικό βάρος και να κατέβει από το δέντρο;

-Πώς μπόρεσε να σώσει τη ζωή του αδερφού του και τη δική του;

Ο ηλικιωμένος πυροσβέστης, άνθρωπος σοφός που όλοι σέβονταν,τους έδωσε την απάντηση:

“Ο μικρός Πάντσο ήταν μόνος…Δεν είχε κανέναν να του πει ότι δεν θα μπορούσε.”

Η πόλη των πηγαδιών

Εκείνη την πόλη δεν την κατοικούσαν άνθρωποι, όπως όλες τις άλλες πόλεις του πλανήτη.
    Σ΄εκείνη την πόλη κατοικούσαν πηγάδια. Πηγάδια ζωντανά… αλλά πηγάδια.
    Τα πηγάδια διέφεραν μεταξύ τους όχι μόνο ως προς τον τόπο όπου είχαν ανοιχτεί, αλλά και ως προς το στόμιο (το άνοιγμα που τα συνέδεε με τον εξωτερικό κόσμο).
    Υπήρχαν πηγάδια ευκατάστατα και πολυτελή, με στόμιο από μάρμαρο και όμορφα μέταλλα, πηγάδια ταπεινά από τούβλα και ξύλο, κι άλλα πιο φτωχά, απλές γυμνές τρύπες που ανοίγονταν στη γη.
    Η επικοινωνία μεταξύ των κατοίκων της πόλης γινόταν από στόμιο σε στόμιο, και οι ειδήσεις έφταναν γρήγορα απ΄άκρη σ΄άκρη.
    Μια μέρα, έφτασε στην πόλη μια “μόδα” που μάλλον είχε γεννηθεί σε κάποιο ανθρώπινο χωριό.
    Η νέα ιδέα ήταν ότι κάθε ζωντανό ον που εκτιμούσε τον εαυτό του θα έπρεπε να φροντίζει πολύ περισσότερο το εσωτερικό παρά το εξωτερικό. Το σημαντικό δεν ήταν η επιφάνεια, αλλά το περιεχόμενο.
    Έτσι έγινε, και τα πηγάδια άρχισαν να γεμίζουν αντικείμενα.
    Μερικά γέμισαν με κοσμήματα, χρυσά νομίσματα και πολύτιμες πέτρες. Αλλά, πιο πρακτικά, γέμισαν με ηλεκτρικές συσκευές και μηχανές. Μερικά άλλα επέλεξαν την τέχνη και γέμισαν με πίνακες ζωγραφικής, πιάνα με ουρά και εξεζητημένα μεταμοντέρνα γλυπτά. Τέλος, τα διανοούμενα γέμισαν με βιβλία, ιδεολογικά μανιφέστα και εξειδικευμένα περιοδικά. 
     Πέρασε ο καιρός.
    Τα περισσότερα πηγάδια, γέμισαν με τέτοιο σημείο, ώστε τίποτ΄άλλο δεν χωρούσε.
    Τα πηγάδια δεν ήταν όλα τα ίδια, οπότε κάποια συμβιβάστηκαν, ενώ άλλα σκέφτηκαν πως έπρεπε να κάνουν κάτι για να συνεχίσουν να συσσωρεύουν πράγματα στο εσωτερικό τους…
    Ένα απ΄αυτά έκανε την αρχή. Αντί να συμπιέζει το περιεχόμενο, σκέφτηκε να αυξήσει τη χωρητικότητά του διευρύνοντας το χώρο του.
    Δεν πέρασε πολύς καιρός, κι άρχισαν και τα υπόλοιπα να μιμούνται την καινούργια ιδέα. Όλα τα πηγάδια δαπανούσαν μεγάλο μέρος της ενέργειάς τους για να επεκταθούν και ν΄αποκτήσουν περισσότερο χώρο στο εσωτερικό τους. Ένα πηγάδι, μικρό κι απόκεντρο, άρχισε να βλέπει τους συντρόφους του να επεκτείνονται χωρίς μέτρο. Σκέφτηκε ότι αν συνέχιζαν να διευρύνονται με αυτόν τον τρόπο, σύντομα θα μπέρδευαν τα όριά τους και το κάθε ένα θα έχανε την ταυτότητά του…

Ίσως ξεκινώντας από αυτήν την ιδέα, σκέφτηκε ότι ένας διαφορετικός τρόπος για να αυξήσει τη χωρητικότητά του ήταν να μεγαλώσει όχι φαρδαίνοντας, αλλά βαθαινόντας. Να επεκταθεί σε βάθος αντί για πλάτος. Σύντομα συνειδητοποίησε ότι όλα όσα είχε στο εσωτερικό του έκαναν αδύνατη την εργασία της εκβάθυνσης. Αν ήθελε να γίνει πιο βαθύ, όφειλε να ξεφορτωθεί ολόκληρο το περιεχόμενό του…
    Στην αρχή, το κενό το τρόμαξε. Αλλά αργότερα, όταν είδε ότι δεν είχε άλλη επιλογή, το έκανε.
    Χωρίς τίποτα στην κατοχή του, το πηγάδι άρχισε να βαθαίνει, ενώ τα υπόλοιπα άρπαζαν τα αντικείμενα που είχε πετάξει…
    Μια μέρα, κάτι ξάφνιασε το πηγάδι που μεγάλωνε προς τα κάτω. Κάτω, πολύ κάτω, πολύ στο βάθος… βρήκε νερό!
    Ποτέ πριν άλλο πηγάδι δεν είχε ξαναβρεί νερό.
    Το πηγάδι ξεπέρασε την έκπληξη του κι άρχισε να παίζει με το νερό καταβρέχοντας τα τοιχώματά του, πιτσιλώντας το στόμιό του και, τέλος, βγάζοντας το νερό προς τα έξω. 
    Η πόλη δεν είχε ποτέ βραχεί από τίποτ΄άλλο πέρα από τη βροχή η οποία, εκ των πραγμάτων, ήταν αρκετά σπάνια. Έτσι, η γη τριγύρω απ΄το πηγάδι, αναζωογονημένη από το νερό, άρχισε να ξυπνά.
    Οι σπόροι βλάστησαν παίρνοντας τη μορφή χλόης, τριφυλλιών, λουλουδιών και αδύναμων κορμών που μετατράπηκαν αργότερα σε δέντρα…
    Μια έκρηξη χρωμάτων και ζωής απλώθηκε γύρω από το απομακρυσμένο πηγάδι, το οποίο άρχισαν να αποκαλούν: “το Περιβόλι”.
    Όλοι το ρωτούσαν πως είχε καταφέρει αυτό το θαύμα.
    “Δεν είναι κανένα θαύμα” απαντούσε το Περιβόλι. “Πρέπει να σκάψεις στο εσωτερικό, προς τα μέσα.”
    Πολλοί θέλησαν να ακολουθήσουν το παράδειγμα του Περιβολιού, αλλά αποδοκίμασαν την ιδέα όταν συνειδητοποίησαν ότι, για να βαθύνουν, θα έπρεπε πρώτα να αδειάσουν. Συνέχισαν να διευρύνονται όλο και πιο πολύ, για να γεμίσουν με περισσότερα ακόμα πράγματα…
   Στην άλλη άκρη της πόλης, ένα άλλο πηγάδι αποφάσισε κι αυτό να πάρει το ρίσκο να αδειάσει…
   Κι άρχισε κι αυτό να βαθαίνει…
   Κι έφτασε κι αυτό στο νερό…
   Και το έριξε κι αυτό προς τα έξω δημιουργώντας μια δεύτερη όαση στο χωριό…
   “Τι θα κάνεις όταν θα τελειώσει το νερό;” το ρωτούσαν.
   “Δεν ξέρω τι θα συμβεί” απαντούσε. “Αλλά, προς το παρόν, όσο περισσότερο νερό βγάζω, τόσο περισσότερο νερό βρίσκω”.
    Πέρασαν μερικοί μήνες μέχρι τη μεγάλη ανακάλυψη.
   Μια μέρα, σχεδόν κατά τύχη, τα δύο πηγάδια κατάλαβαν ότι το νερό που είχαν βρει στο βάθος τους ήταν το ίδιο…
   Ότι το ίδιο υπόγειο ποτάμι που περνούσε από το ένα, γέμιζε το βάθος του άλλου.
   Κατάλαβαν ότι ξεκινούσε γι΄αυτά μια καινούργια ζωή.
   Όχι μόνο μπορούσαν να επικοινωνούν από στόμιο σε στόμιο, επιφανειακά, όπως όλοι οι άλλοι, αλλά η αναζήτησή τους, τους είχε προσφέρει ένα νέο και μυστικό σημείο επαφής.

Είχαν ανακαλύψει τη βαθιά επικοινωνία που πετυχαίνουν μόνον εκείνοι που έχουν το θάρρος να αδειάσουν από κάθε περιεχόμενο και να ψάξουν στο βάθος της ύπαρξης τους για να βρουν τι έχουν να δώσουν…

ΠΗΓΕΣ: https://enallaktikidrasi.com/2016/05/kalytera-apospasmata-jorge-bucay/ , https://enallaktikidrasi.com/2016/05/kalytera-apospasmata-jorge-bucay/ , https://enallaktikidrasi.com/2013/11/o-mikros-pantso-mia-istoria-na-skefteis/ , http://oxigon.blogspot.com/2013/06/blog-post_11.html , https://www.evripidis.gr/product/6858/istories-na-skefteis-/

Χόρχε Μπουκάι: «Το κάστρο της ζωής»

Ήταν μια φορά ένας κύριος που έκανε ένα ταξίδι στην Ευρώπη. Όταν έφτασε στο Ηνωμένο Βασίλειο, αγόρασε από το αεροδρόμιο έναν οδηγό με τα κάστρα των νησιών. Κάποια είχαν συγκεκριμένες μέρες επισκέψεων και άλλα πολύ αυστηρό ωράριο. Αλλά αυτό που του τράβηξε την προσοχή, ήταν ένα που παρουσιαζόταν με τη φράση «Η επίσκεψη της ζωής σου».

Στις φωτογραφίες τουλάχιστον, φαινόταν ένα κάστρο ούτε λιγότερο ούτε περισσότερο εντυπωσιακό από τα άλλα, αλλά είχε ιδιαίτερες συστάσεις. Ο οδηγός εξηγούσε πως για λόγους που θα γίνονταν κατανοητοί αργότερα, οι επισκέπτες δεν πλήρωναν είσοδο εκ των προτέρων αλλά ήταν απαραίτητο να κλείσουν από πριν ραντεβού δηλαδή ημέρα και ώρα. Η διαφορετική αυτή πρόταση του είχε κινήσει την περιέργεια, και το ίδιο απόγευμα ο άνθρωπος τηλεφώνησε από το ξενοδοχείο του και έκλεισε ραντεβού.

Όλα λειτουργούν πάντα με τον ίδιο τρόπο στον κόσμο. Αρκεί να έχει κάποιος ένα σημαντικό ραντεβού κάποια συγκεκριμένη ώρα και ανάγκη να είναι ακριβής, για να μπερδευτούν όλα. Η περίπτωση αυτή δεν αποτέλεσε εξαίρεση, και δέκα λεπτά αργότερα από τη συμφωνημένη ώρα, ο τουρίστας έφτασε στο παλάτι. Παρουσιάστηκε σ’ έναν άντρα με καρό φούστα, που τον περίμενε και τον καλωσόρισε.

Αποτέλεσμα εικόνας για castle painting

-«Οι υπόλοιποι μπήκαν ήδη με τον ξεναγό;» ρώτησε αφού πρώτα δεν είδε κανέναν άλλο επισκέπτη.

-«Οι υπόλοιποι;» ανταπέδωσε την ερώτηση ο άντρας. «όχι οι επισκέψεις είναι ατομικές και δεν προσφέρουμε ξεναγούς»

Χωρίς καμιά αναφορά στο ωράριο, του εξήγησε λίγο την ιστορία του κάστρου και του ανέφερε τι να προσέξει ιδιαιτέρως: τις τοιχογραφίες, τις πανοπλίες στη σοφίτα, τον πολεμικό εξοπλισμό στη Βόρεια αίθουσα, τις κατακόμβες κάτω από τη σκάλα και το δωμάτιο βασανιστηρίων στο μπουντρούμι. Αφού είπε αυτά του έδωσε ένα κουτάλι και του ζήτησε να το κρατήσει οριζόντιο, με το κοίλο μέρος προς τα πάνω.

-«Κι αυτό τι;» ρώτησε ο επισκέπτης

-«Εμείς δεν εισπράττουμε την άδεια εισόδου στο κάστρο. Για να κοστολογήσουμε την επίσκεψή σας καταφεύγουμε σε αυτό το σύστημα. Κάθε επισκέπτης κρατάει ένα κουτάλι σαν αυτό, γεμάτο μέχρι πάνω με ψιλή άμμο. Εδώ χωράνε ακριβώς 100 γραμμάρια. Μετά την περιήγηση σας στο κάστρο, ζυγίζουμε την άμμο που έχει μείνει στο κουτάλι και σας χρεώνουμε μια λίβρα για κάθε γραμμάριο που έχετε χάσει. Ένας τρόπος για να βρούμε το κόστος της καθαριότητας» εξήγησε.

-«Κι αν δεν χάσω ούτε ένα γραμμάριο;»

-«Α αγαπητέ μου κύριε, τότε η επίσκεψη σας στο κάστρο θα είναι δωρεάν»

Ο άνθρωπος αν και έκπληκτος, βρήκε την πρόταση διασκεδαστική και, αφού είδε τον οικοδεσπότη να ξεχειλίζει το κουτάλι με άμμο, ξεκίνησε την περιήγησή του. Έχοντας εμπιστοσύνη στις κινήσεις του, ανέβηκε πολύ αργά τις σκάλες με το βλέμμα καρφωμένο στο κουτάλι. Όταν έφτασε πάνω, στην αίθουσα με τις πανοπλίες, προτίμησε να μην μπει γιατί σκέφτηκε πως ο αέρας θα έπαιρνε την άμμο κι έτσι αποφάσισε να κατέβει προσεκτικά. Περνώντας από την αίθουσα με τις πολεμικές μηχανές, κάτω από τη σκάλα, συνειδητοποίησε πως για να τις δει καλά, θα έπρεπε να κρατηθεί από τα κάγκελα και να σκύψει πολύ. Δεν ήταν επικίνδυνο για την σωματική του ακεραιότητα, αλλά συνεπαγόταν πως θα έχανε κάτι από το περιεχόμενο του κουταλιού, οπότε συμβιβάστηκε να το κοιτάξει από μακριά. Τι ίδιο του συνέβη και με την υπερβολικά απότομη σκάλα που οδηγούσε στα μπουντρούμια. Καθώς επέστρεφε από το διάδρομο στο σημείο εκκίνησης, κατευθύνθηκε ικανοποιημένος προς τον άνθρωπο με τη σκωτσέζικη φούστα που τον περίμενε με μια ζυγαριά. Εκεί άδειασε το περιεχόμενο του κουταλιού και περίμενε την ετυμηγορία του άντρα.

-«Εκπληκτικό, χάσατε μόνο μισό γραμμάριο» ανακοίνωσε, «σας συγχαίρω. Όπως εσεις προβλέψατε, αυτή η επίσκεψη δε θα σας στοιχίσει τίποτα»

-«Ευχαριστώ»

-«Ευχαριστηθήκατε την επίσκεψη;» ρώτησε στο τέλος ο οικοδεσπότης.

Ο τουρίστας δίστασε και τελικά αποφάσισε να φανεί ειλικρινής.

-«Η αλήθεια είναι πως όχι και πολύ. Ήμουν τόσο απασχολημένος με το να προσέχω την άμμο, που δεν μπόρεσα να δω αυτό που μου είπατε.»

-«Μα αυτό είναι φριχτό! Κοιτάξτε, θα κάνω μια εξαίρεση. Θα σας ξαναγεμίσω το κουτάλι, γιατί είναι ο κανονισμός, αλλά τώρα ξεχάστε πόσο θα χυθεί: μένουν 12 λεπτά μέχρι να έρθει ο επόμενος επισκέπτης. Να πάτε και να γυρίσετε πριν φτάσει»

Χωρίς να χάσει χρόνο, ο άνθρωπος πήρε το κουτάλι κι έτρεξε στη σοφίτα. Όταν έφτασε έριξε μια γρήγορη ματιά σε ότι υπήρχε εκεί, και κατέβηκε τρέχοντας στα μπουντρούμια γεμίζοντας τις σκάλες με άμμο. Δεν περίσσευε ούτε μια στιγμή γιατί τα λεπτά περνούσαν, και σχεδόν πέταξε προς το πέρασμα κάτω από τη σκάλα, όπου, σκύβοντας για να μπει του έπεσε το κουτάλι και χύθηκε όλο το περιεχόμενό του. Κοίταξε το ρολόι του. Είχαν περάσει έντεκα λεπτά. Ξανά, χωρίς να δει τις πολεμικές μηχανές, έτρεξε μέχρι τον άνθρωπο στην είσοδο, στον οποίο παρέδωσε το άδειο κουτάλι.

-«Αυτή τη φορά χωρίς άμμο λοιπόν, αλλά μην ανησυχείτε, έχουμε κάνει μια συμφωνία. Πώς ήταν; Ευχαριστηθήκατε την επίσκεψη;»

Ξανά ο επισκέπτης δίστασε μερικές στιγμές.

-«Η αλήθεια είναι πως όχι» ομολόγησε στο τέλος. «Ήμουν τόσο απασχολημένος να γυρίσω πριν φτάσει ο επόμενος, που έχασα όλη την άμμο, αλλά και πάλι δεν το ευχαριστήθηκα καθόλου.»

Ο άνθρωπος με την πίπα άναψε την πίπα του και του είπε:

-«Υπάρχουν κάποιοι που περπατούν στο κάστρο της ζωής τους προσπαθώντας να μην τους κοστίσει τίποτα, και δεν μπορούν να το ευχαριστηθούν. Υπάρχουν άλλοι που βιάζονται τόσο να φτάσουν νωρίς, που χάνουν τα πάντα χωρίς και αυτοί να ευχαριστηθούν τίποτα. Κάποιοι λίγοι μαθαίνουν αυτό το μάθημα και παίρνουν τον χρόνο τους για κάθε διαδρομή. Ανακαλύπτουν και απολαμβάνουν την κάθε γωνιά, το κάθε βήμα. Ξέρουν πως δε θα είναι δωρεάν, αλλά καταλαβαίνουν ότι το κόστος του να ζεις, αξίζει τον κόπο.»

Μια μικρή, αληθινή ιστορία του Χόρχε Μπουκάι

Ο Μαρκ είχε γεννηθεί µε µία πολύ βαριά ασθένεια του ανοσοποιητικού συστήµατος. Ένα σύνδροµο ανεπάρκειας της άµυνας του οργανισµού, που κάποια γενετική αλλοίωση του είχε φορτώσει για πάντα. Τα παιδιά που γεννιούνται µε αυτή τη βαριά ανωµαλία -πολύ σπάνια ευτυχώς- έχουν πολύ λίγες πιθανότητες επιβίωσης, ή τουλάχιστον είχαν όταν ο Μαρκ ήρθε στον κόσµο. Δεδοµένης της ανικανότητας να παραχθούν αντισώµατα, οποιαδήποτε µόλυνση µπορούσε να τον αποτελειώσει σε λίγες εβδοµάδες, όσο συνηθισµένη κι αν ήταν για έναν κανονικό άνθρωπο. Η µόνη λύση ήταν να δηµιουργηθεί γύρω του ένα αποστειρωµένο περιβάλλον, όπου ο Μαρκ θα µπορούσε να ζει ελπίζοντας πως η επιστήµη θα ανακάλυπτε µια άλλη λύση για το ανοσοποιητικό του πρόβληµα.

Γιος ενός αυστηρού και εργατικού αγροτικού γιατρού και µιας δασκάλας, ο Μαρκ είχε την ευκαιρία να επιβιώσει τα πρώτα χρόνια της παιδικής του ηλικίας χάρη στις οικονοµικές προσπάθειες των γονιών του, χάρη στο δικό του θάρρος και κυρίως, χάρη στη σχεδόν αποκλειστική αφοσίωση της µητέρας του. Ζώντας σε µια κρεβατοκάµαρα κι ένα γραφείο µ’ ένα µπάνιο ανάµεσά τους και αποµονωµένος από το υπόλοιπο σπίτι και τον κόσµο, µε ερµητικά κλειστές πλαστικές κουρτίνες, τα πρώτα είκοσι χρόνια της ζωής του δεχόταν µετρηµένες επισκέψεις στον ιδιωτικό και προστατευµένο χώρο του.

Για να αποφευχθεί η εισαγωγή µικροβίων που θα αποτελούσαν πιθανή απειλή για τη ζωή του Μαρκ, κανείς δεν µπορούσε να τον πλησιάσει χωρίς να έχει πλύνει τα χέρια του µε αντισηπτικό και χωρίς να φοράει αποστειρωµένα ρούχα, στολή χειρουργού, µπότες και µαντίλι στο στόµα. Κατά τη διάρκεια αυτών των είκοσι χρόνων, ο Μαρκ είχε µάθει ό,τι ήξερε από τα αυστηρά και µεθοδικά µαθήµατα της µητέρας του, τις εις βάθος συζητήσεις µαζί της, από λίγα βιβλία που έφταναν στα χέρια του (καινούρια, καθαρά και αποστειρωµένα) και από τα λίγα που έβλεπε στην τηλεόραση. Εκτός από αυτά, ο µοναδικός του τρόπος επικοινωνίας ήταν γράµµατα, φωτογραφίες και κάποιες συζητήσεις από το τηλέφωνο µε την υπόλοιπη οικογένεια.

Ήταν η µέρα που συµπλήρωσε τα εικοσιένα του, όταν ζητησε από τη µητέρα του να αλλάξει και να µπει στο δωµάτιό του. Ήθελε να της µιλήσει.

«Μαµά», της είπε πολύ ήρεµα, «έχω πάρει µια απόφαση. Θα ταξιδέψω … ».

Η µητέρα παρέλυσε όταν άκουσε το γιo της. Βγαίνοντας από το αποστειρωµένο περιβάλλον του δωµατίου του έβαζε σε σοβαρό κίνδυνο τη ζωή του. Πράγµατι, η µοναδική φορά που είχε εγκαταλείψει το δωµάτιο ήταν όταν είχε πεθάνει ο πατέρας του και, παρά τις προφυλάξεις που είχε πάρει, ένας ιός της γρίπης που έφτασε στο σώµα του παραλίγο να τον σκοτώσει.

Για δυο εβδοµάδες, κανείς από την οµάδα των γιατρών που τον παρακολουθούσαν -ούτε ο ίδιος ο Δρ. Σκόρο- δεν µπορούσαν να είναι βέβαιοι ότι θα ξεπερνούσε τον κίνδυνο.

«Γιε µου», του είπε στο τέλος, «ξέρεις ότι δεν µπορείς να το κάνεις αυτό. Εγώ θα έδινα και τη ζωή µου, το ξέρεις, για να σου χάριζα αυτήν τη δυνατότητα, αλλά είναι αδύνατον και λυπάµαι.»

Κοίτα µαµά» είπε ο Μαρκ, «είµαι είκοσι ενός. Κανείς με αυτήν την αρρώστια δεν έχει ξεπεράσει τα είκοσι έξι, κι ας είχαν την ίδια ή καλύτερη φροντίδα από µένα. Υποτίθεται πως, αφού τελειώσει η ανάπτυξη, αρχίζει η προοδευτική και μη αναστρέψιµη φθορά στο συκώτι και τη σπλήνα. εγώ δεν θέλω να πεθάνω, µαµά. Αλλά λιγότερο θέλω να εγκαταλείψω αυτόν τον κόσµο χωρίς να έχω δει τη Μόνα Λίζα. Δεν θέλω να πεθάνω χωρίς να έχω πατήσει ποτέ την άµµο µιας παραλίας ή χωρίς να έχω κάνει µπάνιο στη θάλασσα, κι ας είναι µόνο για µία φορά. Δε θέλω να φύγω για πάντα χωρίς να έχω επισκεφτεί τη θεία Γερτρούδη και τη φάρµα της στην Καλιφόρνια. Δεν θα πεθάνω, µαµά, χωρίς να σε αγκαλιάσω και να αισθανθώ το µάγουλό σου πάνω στο δικό µου, χωρίς τίποτα ανάµεσά τους, κι ας είναι µόνο για µία φορά.»

Η µητέρα έκλαιγε, αλλά του απάντησε:«Η επιστήµη προοδεύει, Μαρκ. Ίσως σε µερικά χρόνια, αυτό που µέχρι σήµερα είναι ανίατο, να θεραπεύεται. Περίµενε λίγο, γιε µου … »

«Είµαι πρόθυµος να ακούσω τον Δρ. Σκόρο» είπε ο Μαρκ. «Αν αυτός πει πως υπάρχει κάτι νέο, αν µου δώσει κάποια εναλλακτική λύση, αν έχει κάποια πληροφορία που αγνοώ, θα ξανασκεφτώ τη στάση µου. Αλλά αν δεν είναι έτσι, µαµά, σ’ το λέω από τώρα: εγώ θα βγω απ’ αυτή τη φούσκα και θα ηθελα να πάω στην Ευρώπη µαζί σου, και στην παραλία και στη φάρµα της αδελφής σου. Βέβαια, αν δε θες να γίνεις συνεργός µου, µπορώ να το καταλάβω και θα το κάνω όπως και να ‘χει, ακόµα και µόνος.»

Ούτε ο Δρ. Σκόρο συµφωνούσε µε την απόφαση του Μαρκ. Του είπε πως, αν εκτεθεί στον έξω κόσµο, θα επιβιώσει έξι, το πολύ οχτώ, µήνες, αλλά όχι παραπάνω. Φυσικά, -δεν ήταν διατεθειµένος να πει ψέµατα-, από ιατρικά νέα δεν είχε τίποτα. Μπροστά στην αµετάκλητη απόφαση του Μαρκ, η µητέρα αποφάσισε να τον συνοδέψει στην τελευταία του περιπέτεια.

Σχεδόν ένα µήνα αργότερα θαύµαζαν, απολαµβάνοντας, τα γλυπτά του Λούβρου, τους πίνακες του Πράδο, τα αρχαία της Ελλάδας και τις πλατείες της Ρώµης.

Από ‘κει πέταξαν για την Καλιφόρνια. Ο Μαρκ έλεγε πως δεν υπήρχε και τόσος χρόνος και είχε πολλά να κάνει. Η οικογένεια µε χαρά συνόδεψε τον Μαρκ στην πρώτη του ανάβαση σε άλογο, του έδειξαν πώς να αρµέγει τις αγελάδες και μοιράστηκαν µε τη µητέρα και τον γιο τη στιγµή που ο Μαρκ έκλαψε από συγκίνηση µπροστά στην απεραντοσύνη του ωκεανού.

Πήγαιναν τέσσερις µήνες που έλειπαν από το σπίτι, όταν λίγα δέκατα συννέφιασαν τη χαρά όλων. Η µητέρα ζήτησε από τον Μαρκ να γυρίσουν στην πόλη και να επισκεφτούν τον Δρ. Σκόρο, κι έτσι έκαναν.

Οι εξετάσεις δεν έδειξαν τίποτα το αναπάντεχο. ‘Ενα κρύωμα δεν ήταν επιπλοκή για κάποιον που δεν είχε ανεπάρκεια ανοσοποιητικού, αλλά ο Μαρκ χρειαζόταν παρά πολλή προσοχή. Η ιατρική οµάδα συνέστησε την επιστροφή στη μόνωση του πλαστικού, αλλά ο Μαρκ αρνήθηκε. Οι γιατροί μπόρεσαν µόνο να αποσπάσουν την υπόσχεση του ασθενή ότι θα ξεκουραζόταν στο σπίτι για µερικές εβδοµάδες.

Ήταν µέρες µεγάλης αγωνίας για τη µητέρα του Μαρκ, που αναρωτιόταν αν είχε κάνει λάθος. Θα έπρεπε να είχε εναντιωθεί µε περισσότερη επιµονή; Ίσως τα σχέδιά του να ήταν μεγάλα λόγια, και χωρίς την παρέα της µαµάς του ο Μαρκ να μην είχε τολµήσει να κάνει το βήµα που τώρα απειλούσε να γίνει η τελευταία επιθυµία του.

«Μαµά» φώναξε το παιδί από το κρεβάτι.

«Εδώ είµαι, παιδί µου, χρειάζεσαι κάτι;»

«Αγκάλιασε µε» της ζήτησε και, καθώς πίεζε το µάγουλό του πάνω στο δικό της, της είπε, σαν να είχε διαβάσει τις σκέψεις της.

Σ΄ ευχαριστώ πολύ, µαµά, εγώ ξέρω πόσο δύσκολο πρέπει να ήταν να δεχτείς την απόφαση µου. Ο σεβασµός σου για μένα μπορεί να συγκριθεί µόνο µε την αγάπη µε την οποία πάντα µε φρόντιζες».

«Ίσως έπρεπε να είχα επιµείνει να µην πας … »

«Το έκανες, µαµά … Θα είχα πάει έτσι κι αλλιώς, αλλά ασφαλώς δεν θα είχα περάσει τόσο καλά» είπε ο Μαρκ χαµογελώντας.

Μετά από δύο εβδοµάδες ξεκούρασης και µητρικής φροντίδας, τα φάρµακα έφεραν αποτέλεσµα και ο κίνδυνος πέρασε. Ο Μαρκ σηκώθηκε από το κρεβάτι – στην αρχή µε την άδεια να τριγυρνάει µες στο σπίτι και µετά να κάνει σύντοµες βόλτες στην πόλη.

Σε µία από τις πρώτες εξόδους του πήγε στο τεράστιο εµπορικό κέντρο κοντά στο σπίτι του. Σκόπευε να αγοράσει βιβλία για το Ισραήλ και την Αίγυπτο – τους επόµενους προορισµούς του, όπως είπε στη µητέρα του. Περνώντας από το δισκάδικο σκέφτηκε πως η µουσική αυτών των τόπων θα πρέπει να ήταν ένας εξαιρετικός τρόπος για να πρωτογνωρίσει την κουλτούρα τους, και µπαίνοντας την είδε.

Ήταν µια κοπελίτσα γύρω στα είκοσι, µε τα µαλλιά γεµάτα µπούκλες, µελαχρινή και µε δύο υπέροχα πράσινα µάτια, που στον Μαρκ έµοιαζαν να λάµπουν από µακριά. Σαν να τον τράβηξε µαγνήτης, την πλησίασε κι έµεινε κοκαλωµένος να την κοιτάζει.
Μερικά δευτερόλεπτα αργότερα, η κοπέλα τον ρώτησε: «Μπορώ να σε βοηθήσω;»

Κι αυτός σκέφτηκε να της πει: «Ναι, Πάµε να πιούµε κάτι. Πάµε να κάνουµε µια βόλτα. Άσε µε να σε κοιτάζω για ώρες. Πες µου κάτι για σένα … » Αλλά δεν µπόρεσε. Ένας κόµπος είχε ανέβει στον λαιμό του και, ξεροκαταπίνοντας, είπε µονο:

«Θέλω αυτό το cd» πήρε το πρώτο που βρήκε µπροστά του και το έδωσε στην πωλήτρια χωρίς καν να το κοιτάξει.

Εκείνη χαµογέλασε παίρνοντας το cd και ρώτησε: «Κάτι άλλο;»

Ο Μαρκ έχασε και αυτή τη δεύτερη ευκαιρία και, απλά έγνεψε όχι µε το κεφάλι. Ο κόµπος δεν τον άφηνε να µιλήσει. Η κοπέλα ρώτησε ακόµα: «Είναι για δώρο;»

«Όχι. Είναι για µένα.»

«Θέλεις να σ’ το τυλίξω έτσι κι αλλιώς;»

«Ννννναι … » ψέλλισε το παιδί, συνειδητοποιώντας πως αυτό θα του έδινε λίγο χρόνο παραπάνω. Ίσως σ’ εκείνα τα λεπτά… καθώς αυτή τύλιγε τη θήκη του cd, ο Μαρκ σκεφτόταν όλα όσα θα µπορούσε να της πει αλλά ήξερε ότι δεν θα τολµούσε.
Όταν βγήκε από το µαγαζί η µαµά του τον ρώτησε αν είχε βρει αυτό που έψαχνε και ο Μαρκ της απάντησε αινιγµατικά: «Ναι. Υποθέτω πως ναι».

Όταν έφτασαν σπίτι, διηγήθηκε στη µητέρα του όλο το συµβάν κι έβρισε τον εαυτό του που δεν είχε τολµήσει να πει τίποτα. Η µητέρα τον ηρέµησε λέγοντάς του πως µπορούσε να ξαναπάει στο µαγαζί την επόµενη εβδοµάδα και να βρει το θάρρος να της προτείνει να βγούνε ή να της ζητήσει το τηλέφωνό της για να µπορεί να την πάρει. Ο νέος δέχτηκε πως η µητέρα του, για άλλη µια φορά, είχε δίκιο. Μπορούσε να επιστρέψει, αλλά όχι σε µία βδοµάδα, την επόµενη µέρα.

Αυτή τη φορά ανακάτεψε κάτι ράφια κάνοντας πως ψάχνει κάτι σπάνιο, για να βρει ευκαιρία να την κοιτάξει. Του φάνηκε ακόµα πιο όµορφη από την προηγούµενη µέρα. Όταν πήγε πιο κοντά, εκείνη φάνηκε να τον αναγνωρίζει, γιατί µε ένα χαμόγελο τον πλησίασε και του είπε:

«Γεια … Μπορώ να σε βοηθήσω;»

Ο Μαρκ αισθάνθηκε να κοκκινίζει και αυτό τον έκανε να ντραπεί. Έβηξε, ξεροκατάπιε ξανά και τελικά είπε:

«Αυτό το cd».

«Κι άλλο δώρο … Για σένα;» είπε η νεαρή, καθώς ο Μαρκ ανακάλυπτε ένα ταµπελάκι µε το όνοµά της, Τζένιφερ, και χαιρόταν που τον είχε θυµηθεί.

«Ναι. Παρακαλώ … » απάντησε µαγεµένος. Για άλλη µια φορά, η ιεροτελεστία θαυµασµού της πλάτης της κοπέλας, καθώς εκείνη τύλιγε το χαρτί και την κορδέλα του αµπαλάζ. Για άλλη µια φορά, το ελάχιστο άγγιγµα των δαχτύλων της, καθώς της έδινε την πιστωτική κάρτα. Για άλλη µια φορά οι µατιές τους συναντήθηκαν φευγαλέα και, κυρίως, για άλλη µια φορά, η δειλία και η ντροπή του τον ανάγκασαν να µείνει σιωπηλός.

Έτσι, ο Μαρκ συνέχισε να πηγαίνει στο δισκοπωλείο δύο-τρεις φορές τη βδοµάδα, κάθε φορά ελπίζοντας πως θα τολµούσε να της µιλήσει. Αλλά, κάθε φορά, αφού αγόραζε ένα cd τυλιγµένο µε πολύχρωµα χαρτιά κι όλο και πιο φανταχτερές κορδέλες, έφτανε σπίτι και το φύλαγε στην ντουλάπα του δωµατίου του χωρίς να το ανοίξει, σαν σύµβολο της ατολµίας του.

Μέχρι που, µια µέρα, ο νέος πήρε µια απόφαση. Εκείνη τη φορά θα της µιλούσε, θα έπαιρνε το ρίσκο, θα τολµούσε να ζήσει την απόρριψή της. Άλλωστε, όπως έλεγε η µητέρα του, δεν είχε τίποτα να χάσει και πολλά να κερδίσει. Ο Μαρκ δεν αισθανόταν καλά εκείνες τις µέρες. Μερικά δέκατα έδειχναν πως κάποιο νέο µικρόβιο τον ενοχλούσε. Τη Δευτέρα θα πήγαινε να επισκεφτεί τον Δρ. Σκόρο.

Όπως κάθε Σάββατο, το εµπορικό κέντρο ήταν γεµάτο κόσµο. Ο Μαρκ περιπλανήθηκε άσκοπα περιµένοντας να περάσει η ώρα και µετά, όταν όλοι άρχισαν να φεύγουν, µπήκε στο δισκοπωλείο και πήγε κατευθείαν προς την Τζένιφερ. Εκείνη τον είδε να έρχεται και χαµογέλασε.

«Ήθελα … » άρχισε.

«Ναι;» είπε αυτή.

«Ήθελα … αυτό το cd» είπε για άλλη µια φορά, µε µια άγνωστη θήκη στο χέρι.

«Φυσικά» είπε η Τζένιφερ.

Και χωρίς να ρωτήσει, πήγε στον πάγκο του αµπαλάζ για να το τυλίξει για δώρο. Ο Μαρκ αναθεµάτισε σιωπηλά τον εαυτό του. Αλλά, πριν η Τζένιφερ γυρίσει να του δώσει το cd, τόλµησε να κάνει κάτι. Πήρε ένα µπλοκ αποδείξεων που έγραφε πάνω το όνοµα της κοπέλας κι έγραψε χωρίς εκείνη να τον πάρει είδηση: «Γεια. Με λένε Μαρκ. Μένω εδώ. Θα ήθελα πολύ να πάµε να πιούµε κάτι και να µιλήσουµε. Αυτό είναι το τηλέφωνό µου 298-345688».

Και αφού το έγραψε, έκλεισε το µπλοκ και πλήρωσε φεύγοντας σαν να µην είχε συµβεί τίποτα. Τη Δευτέρα, χτύπησε το τηλέφωνο του σπιτιού του. Η µητέρα το σήκωσε.

«Ναι;»

«Γεια σας … Ειµαι η Τζένιφερ, µπορώ να µιλήσω µε τον Μαρκ, παρακαλώ;»

Ακολούθησε µια µακριά σιωπή στη γραµµή, µέχρι η µητέρα να ξαναβρεί την ανάσα της και να απαντήσει: «Λυπάµαι, Τζένη… Ο Μαρκ πέθανε χτες.»

Ίσως επειδή δεν υπήρξαν άλλες πωλήσεις εκείνη τη µέρα, ή επειδή τις Κυριακές η Τζένιφερ είχε ρεπό, το αποτέλεσµα ήταν να βρει το σηµείωµα του Μαρκ, όταν ήταν πια αργά.

Η µητέρα έκλεισε το τηλέφωνο κλαίγοντας. Και χωρίς κανένα λόγο πήγε µέχρι το άδειο πια για πάντα υπνοδωµάτιο του γιου της. Άνοιξε την ντουλάπα και κοίταξε τη στοίβα µε τα τυλιγµένα cd στο πρώτο ράφι.

Από περιέργεια η χωρίς κανένα λόγο άνοιξε το πρώτο από κάτω για να δει τι είχε µεσα.

Πάνω στο cd ήταν κολληµένο ένα σηµείωµα που έλεγε:
«Γεια. Είµαι η Τζένιφερ. Είµαι καινούργια στην πόλη. Δεν έχω κανένα φίλο, θα ήθελες να πιεις κάτι µαζί µου … ;»

Η µητέρα άνοιξε τα υπόλοιπα cd.
Καθένα απ’ αυτά είχε κολληµένο ένα σηµείωµα που η Τζένη είχε γράψει χωρίς να τη βλέπει ο Μαρκ, και είχε κρύψει κάτω από το περιτύλιγµα. Πιθανότατα µε τον ίδιο φόβο της απόρριψης, όπως και ο γιος της. Μάλλον, χωρίς να τολµήσει ούτε αυτή να πάρει το ρίσκο.

«Έχεις δυο µάτια πολύ όµορφα και βλέµµα θλιµµένο. Δε θέλεις να βρεθούµε να µιλήσουµε;»

«Με λένε Τζένιφερ και θέλω πραγµατικά να σε γνωρίσω … »

«Γεια. Είµαι η Τζένιφερ … Δε θέλεις να γίνουµε φίλοι;

Αποτέλεσμα εικόνας για jorge bucay

O αλυσοδεμένος ελέφαντας, Χόρχε Μπουκάι


Όταν ήμουν μικρός μου άρεσε πολύ ο μαγικός κόσμος του τσίρκου. Ενθουσιαζόμουν όταν έβλεπα από κοντά όλα αυτά τα ζώα που ταξίδευαν μέσα στα τροχόσπιτα από την μια πόλη στην άλλη. Στην παράσταση όλα μου φαίνονταν μαγικά και λαμπερά, αλλά τη στιγμή που εμφανιζόταν ο ελέφαντας ήταν η αγαπημένη μου.

Το γιγάντιο ζώο ήταν τρομερά επιδέξιο, τρομερά μεγάλο και τρομερά δυνατό.

Σίγουρα ένα ζώο σαν κι αυτό θα μπορούσε να ξεριζώσει ένα ολόκληρο δέντρο μ’ ένα μικρό τράβηγμα, το δίχως άλλο…

Μου έκανε εντύπωση, όμως, που μετά από κάθε επίδειξη το προσωπικό του τσίρκου αλυσόδενε τον ελέφαντα σ’ ένα μικροσκοπικό ξυλαράκι, ελάχιστα βυθισμένο στην άμμο.

Αυτό ήταν για μένα μεγάλο μυστήριο. Ακόμα και αν η αλυσίδα ήταν χοντρή και γερή, ένα ζώο που μπορούσε να γκρεμίσει ολόκληρο τοίχο μ’ ένα του τράβηγμα, εύκολα θα μπορούσε να απελευθερωθεί από το ξυλαράκι και να το βάλει στα πόδια.

Τι συγκρατούσε τον ελέφαντα; Γιατί δεν το έσκαγε;

Όταν ήμουν πέντε ή έξι χρονών, πίστευα ακόμα ότι οι μεγάλοι τα ήξεραν όλα. Έτσι πήγα και ρώτησα τους δασκάλους μου, το θείο και την μητέρα μου για το μυστήριο του ελέφαντα.

Εκείνοι μου εξήγησαν ότι ο ελέφαντας δεν το έσκαγε επειδή τον είχαν δαμάσει. Τότε, όπως ήταν λογικό, τους ρώτησα: «Αν είναι δαμασμένος και γι’ αυτό δεν το σκάει, γιατί τον δένουν;».

Κανείς δεν ήξερε να μου απαντήσει σ’ αυτήν την ερώτηση.

Πολύ καιρό μετά, μια νύχτα, γνώρισα κάποιον πολύ σοφό που είχε ταξιδέψει στην Ινδία και αυτός με βοήθησε να βρω την απάντηση.

Ο ελέφαντας του τσίρκου είχε μείνει δεμένος σ’ ένα ξυλαράκι από τότε που ήταν μικρός.

Θυμάμαι που έκλεισα τα μάτια και σκέφτηκα το μικρό, το νεογέννητο ελεφαντάκι να κάθεται δεμένο στο ξύλο. Το φαντάστηκα να σπρώχνει και να τραβάει την αλυσίδα κάθεμέρα νύχτα, όλη μέρα και να προσπαθεί να λυθεί.

Σχεδόν μπορούσα να το δω να κοιμάται κάθε νύχτα εξαντλημένο από την κούραση με τη σκέψη πως το επόμενο πρωί θα ξαναπροσπαθούσε.

Όλα ήταν μάταια: το ξυλαράκι ήταν πολύ γερό για ένα νεογέννητο ζωάκι, ακόμα και αν μιλάμε για ελέφαντα.

Ώσπου, μια μέρα, την πιο θλιβερή μέρα της μικρής ζωής του, το ελεφαντάκι δέχτηκε ότι δενμπορούσε να ελευθερωθεί και παραδόθηκε στη μοίρα του. Κατάλαβα τότε γιατί ο πανίσχυρος και τεράστιος ελέφαντας που έβλεπα στο τσίρκο έμενε αλυσοδεμένος. Ήταν πια σίγουρος πως ποτέ δε θα μπορούσε να ελευθερωθεί από το ξυλάκι του.

Το κακόμοιρο ζώο είχε πια την αποτυχία χαραγμένη στην ελεφαντινή μνήμη του και ποτέ, ποτέ πια δεν θα ξαναδοκίμαζε τη δύναμή του…

Κάποιες νύχτες ονειρεύομαι ότι πλησιάζω τον αλυσοδεμένο ελέφαντα και του λέω στο αφτί:«ξέρεις κάτι; Εμείς οι δύο μοιάζουμε.

Νομίζεις ότι και εσύ δεν μπορείς να κάνεις κάποια πράγματα επειδή, μια φορά, προσπάθησες και δεν τα κατάφερες. Πρέπει να καταλάβεις ότι ο καιρός πέρασε και σήμερα είσαι πια πιο μεγάλος και πιο δυνατός από παλιά.

Αν ήθελες στα αλήθεια να απελευθερωθείς, είμαι σίγουρος ότι θα μπορούσες να το πετύχεις. Γιατί δεν το δοκιμάζεις;»Μερικές φορές ξυπνάω με τη σκέψη ο ελέφαντάς μου, τελικά, κάποια μέρα το επιχείρησε και κατάφερε να ξεριζώσει το ξύλο.

Τότε χαμογελάω και φαντάζομαι ότι το τεράστιο ζώο συνεχίζει να ταξιδεύει με το τσίρκο επειδή χαίρεται να βλέπει τα παιδιά να διασκεδάζουν, αλλά χωρίς αλυσίδα.

Πηγή: Χόρχε Μπουκάι