Αφιέρωμα στη ζωή και το έργο του Ωγκύστ Ροντέν: ο γλύπτης που φιλοτέχνησε τον “Σκεπτόμενο άνθρωπο”

Υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους γλύπτες του 20ου αιώνα. Τα γλυπτά του είναι γνωστά σε όλο τον κόσμο και απεικονίζουν τα ανθρώπινα πάθη, τις ανθρώπινες αδυναμίες, με τρόπο ρεαλιστικό.

Continue reading “Αφιέρωμα στη ζωή και το έργο του Ωγκύστ Ροντέν: ο γλύπτης που φιλοτέχνησε τον “Σκεπτόμενο άνθρωπο””

Αφιέρωμα στη ζωή και το έργο της Καμίλ Κλοντέλ: Η σπαρακτική ιστορία μιας ταλαντούχας γλύπτριας


Εκτός από το έργο της και την προσφορά της στην γλυπτική, η Καμίλ Κλοντέλ έχει αγαπηθεί κυρίως ως θύμα ενός παράφορου έρωτα και επειδή υπήρξε γυναίκα σε μια εποχή φαλλοκρατικού οίστρου που δύσκολα δικαίωνε τις άξιες γυναίκες που επιθυμούσαν να διεκδικήσουν τη θέση που αναλογούσε στις δυνάμεις τους.

Η Καμίλ σε νεαρή ηλικία

Τα πρώτα χρόνια


Γεννήθηκε το 1864 στην πόλη Fère-en-Tardenois, στη Βόρεια Γαλλία. Ωστόσο, το μέρος που η οικογένεια Κλοντέλ θεωρούσε σπίτι της ήταν το κοντινό χωριό Villeneuve-sur- Fère, (περίπου 110 χλμ ΒΑ του Παρισιού) στο οποίο εγκαταστάθηκαν το 1868.


Από το 1870 και μετά, η οικογένεια ακολουθούσε τον πατέρα στις μεταθέσεις του ως ανώτερος δημόσιος υπάλληλος σε Υποθηκοφυλακείο. Επέστρεφαν όμως κάθε χρόνο στο Villeneuve-sur-Fère για τις καλοκαιρινές διακοπές. Παρ’ όλ’ αυτά οι Κλοντέλ ζούσαν στο Villeneuve κάπως απομονωμένοι από τους συγχωριανούς. Ένας βασικός λόγος ήταν ότι δεν εμφανίζονταν τις Κυριακές στην εκκλησία. Γενικότερα όμως, έδειχναν -και πράγματι ήταν- «περίεργοι». Ο πατέρας Λουί-Προσπέρ Κλοντέλ ήταν πολύ μεγάλος για να σέρνει πίσω του μια τόσο νεαρή οικογένεια. Κι ακόμα χειρότερα, δεν έκρυβε ποτέ τον θαυμασμό του για την μεγάλη κόρη του την Καμίλ. Ούτε έχανε ευκαιρία να εκφράσει περήφανα και δημοσίως τη βεβαιότητά του ότι θα γίνει σπουδαία γλύπτρια.

Η Καμίλ Κλοντέλ με την οικογένειά της στο Παρίσι.


Αντίθετα, η μητέρα Λουίζ Αταναίζ Κλοντέλ ήταν πάντα προσκολλημένη στην κόρη της Λουίζ – το μεσαίο παιδί της οικογένειας, που ήταν κατά 2 χρόνια νεότερη της Καμίλ. Η μητέρα Κλοντέλ ήταν μονίμως σκοτεινή και ολιγόλογη. Δεν καταλάβαινε τη συμπεριφορά του συζύγου της, αλλά ούτε και της Καμίλ, της οποίας η γενικότερη διαγωγή της προκαλούσε ντροπή.Η Καμίλ ήταν ένα ανεπιθύμητο μωρό για τη μητέρα της. Ο Λουί-Προσπέρ Κλοντέλ διαβεβαίωνε ωστόσο την Καμίλ ότι η μητέρα της την αγαπά, «αλλά με τον τρόπο της».

Αφανής παρατηρητής αυτής της οικογενειακής πόλωσης ήταν ο μικρός γιος Πολ. Κατά 4 χρόνια νεότερος της Καμίλ, ο Πολ όποτε δεν ήταν κρυμμένος στις φούστες της αδελφής του για να μην τον βλέπουν, ήταν χαμένος στα βιβλία του. Ήταν σαν να υπήρχε στην οικογένεια μόνο για την Καμίλ.

Η Καμίλ, γλύπτρια


Το 1881, η οικογένεια εγκαθίσταται στο Παρίσι, προκειμένου να ευοδωθούν οι φιλοδοξίες του κυρίου Κλοντέλ για την ανάδειξη σε καλλιτέχνες και των τριών παιδιών του.

Ο γλύπτης Alfred Boucher, ήταν ο πρώτος «επαΐων» που επιβεβαίωσε στην οικογένεια το «δώρο ζωής» που συνιστούσε το εξαιρετικό ταλέντο στην γλυπτική της Καμίλ. Υπήρξε και ο πρώτος δάσκαλός της στο Παρίσι – στην ιδιωτική ακαδημία που δεχόταν γυναίκες σπουδάστριες.

Η Καμίλ Κλοντέλ και η φίλη της Ghita Theuriet, φωτογραφίζονται στο στούντιο του γλύπτη Alfred Boucher


Η Καμίλ ήταν αφοσιωμένη φοιτήτρια της Ακαδημίας, υπό την έννοια ότι εργαζόταν σκληρά και αδιάκοπα και όχι επειδή πίστευε ότι η φοίτηση εκεί της πρόσφερε κάποια γνώση σημαντικότερη, πλατύτερη και ουσιαστικότερη από εκείνην που από μόνη της ένιωθε ότι κάπως έφερε πάντα μέσα της – εκ γενετής, από τη φύση της.


Το 1882, και ενώ ήταν μόλις 17 ετών, η Καμίλ συμμετείχε στο Σαλόνι Γλυπτικής του Μαΐου, στο Παρίσι, με ένα γύψινο μπούστο γηραιάς γυναίκας το οποίο ο Τύπος χαρακτήρισε «έργο σοβαρό και προσεκτικά μελετημένο». Αυτή ήταν η πρώτη ευρεία αναφορά στο πρόσωπό της ως γλύπτρια και σε έργο της.

Ο Alfred Boucher ήταν εκείνος που έφερε για πρώτη φορά σε επαφή την Καμίλ με τον Ογκίστ Ροντέν. Τον συνέστησε ως αντικατάσταση καθηγητή γλυπτικής, επειδή ο ίδιος θα αναχωρούσε στην Ιταλία.

Ο Ροντέν

Μέχρι τότε για την Καμίλ, ο Ροντέν ήταν ένα όνομα που κυριαρχούσε στις συζητήσεις για την τέχνη της γλυπτικής. Τώρα, ήταν πια ένας κοντούλης κύριος, μύωψ, με τα μαλλιά κουρεμένα τόσο κοντά ώστε οι τρίχες να στέκονται όρθιες στο κεφάλι του και με μια κοκκινωπή γενειάδα, παχιά και μακριά, που ήταν ό,τι πιο επιβλητικό υπήρχε στην εμφάνισή του.


Όμως, η στιγμή που ο Ροντέν φάνταζε πραγματικά τρομερός για τον κόσμο γύρω του ήταν όταν μιλούσε για κάποιο γλυπτό. Ο τόνος της επιχειρηματολογίας του περιείχε τόση βεβαιότητα, που αυτομάτως έπειθε για την αυθεντία του. Η Καμίλ ένιωσε να την κυριεύει ένα συναίσθημα δέους όταν εκείνος άρχισε να εκθειάζει το μπούστο του 16χρονου αδελφού της Πολ, που είχε φιλοτεχνήσει εκείνη την ίδια χρονιά, το 1884.


Ταράχτηκε τόσο από τα καλά λόγια του, που έφυγε τρέχοντας στον δρόμο, κατακλυσμένη από ένα είδος απρόσφορης ντροπής και ξεχνώντας να πάρει το καπέλο της.

Όταν αργότερα επέστρεψε στο ατελιέ, είχαν όλοι φύγει. Βρήκε όμως πάνω στο γλυπτό της ένα μικρό σημείωμα από τον Ροντέν που την προσκαλούσε να τον επισκεφθεί το εργαστήριό του. Όποτε εκείνη ήθελε. Ήταν η πρώτη υπογραφή «εν λευκώ» που ο Ροντέν της παρέδιδε.

Young Girl with a Sheaf, ca. 1890

Ο Ροντέν και ο παράφορος έρωτας

Η Καμίλ επισκέφτηκε τον Ροντέν σύντομα, νιώθοντας ξανά δέος, αυτή τη φορά για τον χώρο στον οποίο βρέθηκε και για τον δυναμισμό του, με όλα εκείνα τα τεράστια κομμάτια μαρμάρου που περίμεναν τον μετρ να μεγαλουργήσει. Ωστόσο, χρειάστηκε να παρέλθει ένας χρόνος μέχρι να γίνει δεκτή ως εργαζόμενη εκεί, σε θέση διαφορετική από εκείνη του μοντέλου. Ήταν μάλλον φυσιολογικό, επειδή ήταν ανήκουστο να διεκδικεί την αναγνώρισή της ως γλύπτρια σε ένα τόσο κλειστό ανδροκρατούμενο συντεχνιακό περιβάλλον.

Αριστερά: Η Καμίλ με την Jessie Lipscomb, το 1885
Δεξιά: Ο Ροντέν

Ο δυναμισμός της, το ταλέντο της, σε συνδυασμό με την ομορφιά της δεν άργησαν να προκαλέσουν τα αρνητικά σχόλια και τις κακεντρεχίες του καλλιτεχνικού κόσμου και της υψηλής κοινωνίας. Παρ’ όλες τις αντιξοότητες όμως, η Καμίλ κατέκτησε τη θέση της εκεί, αλλά και σεβασμό, χάρη στην ικανότητά της στη γλυπτική. Ο Ροντέν της ζήτησε να συμμετέχει σε δύο πολύ σημαντικές παραγγελίες που είχε αναλάβει: τις «Πύλες της Κολάσεως» και τους «Αστούς του Καλαί». Εκείνη θα αναλάμβανε να φτιάξει τα χέρια και τα πόδια «που είναι η πιο δύσκολη δουλειά» όπως της είχε πει.

Την ίδια εποχή η Καμίλ πόζαρε ως μοντέλο, αλλά μόνο σε κείνον. Ως εκ τούτου, δεν αργεί καθόλου η ώρα που γίνονται και εραστές.

Η ευτυχισμένη περίοδος του ζεύγους Ογκίστ Ροντέν και Καμίλ Κλοντέλ διάρκεσε 9 χρόνια, από το 1884 μέχρι το 1893. Αν ήθελε κάποιος να προσδιορίσει μια ακόμα πιο ατόφια περίοδο ευτυχίας στη σχέση τους θα την όριζε μεταξύ 1888 και 1892. Δηλαδή, ξεκινά την εποχή που ο Ροντέν νοικιάζει το «εξοχικό ατελιέ» La Folie-Neubourg για να δουλεύουν μόνο οι δυο τους απομονωμένοι εκεί. Και διαρκεί μέχρι τη στιγμή που η Καμίλ νοικιάζει δικό της ατελιέ στο Παρίσι, στη λεωφόρο de La Bourdonnais, γεγονός που σηματοδοτεί την αρχή μιας περιόδου κατά την οποία βρίσκονται σε μια σχετική διάσταση, προτού χωρίσουν.

Αν έπρεπε κάποιος να υπεραπλοποιήσει τα αίτια που έκαναν την Καμίλ να απομακρυνθεί από τον Ροντέν το 1893 και στη συνέχεια να ακολουθήσει την πορεία μέσα στην τρέλα και την κατάληξη της στο τρελοκομείο 20 χρόνια αργότερα, θα έλεγε ότι αυτά ήταν δύο.

La Valse, Camille Claudel 1889-1905

Το πρώτο ήταν ότι ο δεσμός της με τον Ροντέν δεν αποκτούσε μία ευρέως αποδεκτή για την εποχή κοινωνική διάσταση – εκείνος δεν την παντρευόταν κι εκείνη είχε εξαρχής πρόβλημα μ’ αυτό.


Η Καμίλ ζητούσε πάντα από τον Ροντέν να την παντρευτεί, αφού «αποπέμψει» την Ροζ Μπερέ Μινιόν (με την οποία, παρά την πολυετή συμβίωση και τον γιο τους, ο Ροντέν δεν ήταν παντρεμένος για να τίθεται θέμα μεταξύ τους διαζυγίου).

Το φθινόπωρο του 1886, η Καμίλ που ήταν έτσι κι αλλιώς κτητική απέναντι του και ζηλότυπη ακόμα και για τις αντεράστριες της που περιστασιακά βρίσκονταν στο κρεβάτι του, υποχρέωσε τον Ροντέν να της υπογράψει ένα μεταξύ τους συμβόλαιο, βάσει του οποίου εκείνος δεν θα είχε στο ατελιέ του καμιά άλλη μαθητευόμενη πέραν εκείνης, θα την προστάτευε μέσα στους καλλιτεχνικούς κύκλους και επιστρέφοντας στο Παρίσι από ένα ταξίδι που θα έκαναν μαζί στην Ιταλία ή στη Χιλή θα την νυμφευόταν. Ο Ροντέν υπέγραψε πράγματι εκείνο το συμβόλαιο στις 12 Οκτωβρίου εκείνης της χρονιάς.

Η Καμίλ το 1887

Ο Ροντέν ήταν ένας άνδρας γεννημένος πατριάρχης και του φαινόταν αδύνατον και άδικο να εγκαταλείψει την Ροζ Μπερέ Μινιόν, (την οποία παντρεύτηκε τελικά όταν και οι δύο βρίσκονταν σχεδόν στο νεκροκρέβατό τους, το 1917).

Κι έτσι, ο Ροντέν και η Καμίλ, δύο σημαντικότατοι γλύπτες της εποχής τους, που ύψωσαν τις σμίλες τους κόντρα σε δύο αιώνες νεοκλασικισμού και κατόρθωσαν να ξεφύγουν από τις φόρμες και τα στεγανά του, και που τελικά έθεσαν πράγματι νέους όρους αισθητικής στην γλυπτική, οι οποίοι με τη σειρά τους αξιολογήθηκαν ως προάγγελοι του μοντερνισμού, δεν μπόρεσαν να αντιταχθούν στο μπουρζουά και μικροαστικό πεπρωμένο του γάμου προκειμένου να υπερασπιστούν το αίσθημα που τους έφερνε κοντά.

Το δεύτερο αίτιο για τη διάλυση της σχέσης τους, ίσως να ήταν ο αισθητός και ο ανεπαίσθητος μεταξύ τους ανταγωνισμός για το ποιος είναι σπουδαιότερος καλλιτέχνης.

Η Καμίλ Κλοντέλ φωτογραφίζεται με την οικογένεια του John Webb Singer


Από το 1893, η Καμίλ άρχισε να απομακρύνεται από τον Ροντέν και να αφοσιώνεται στη δουλειά της. Ένιωθε «εξουθενωμένη» από την κριτική, η οποία, ακόμα και όταν ήταν πολύ θετική για το έργο της, είχε την τάση να το «καλύπτει» κάτω από το πέπλο μιας ομοιότητας του με εκείνο του «δασκάλου της». Ενώ η ίδια πίστευε ότι η ροή των ιδεών γινόταν με αντίθετη φορά: από την ίδια προς εκείνον.


Η πικρία της την οδήγησε προοδευτικά στην ψυχική αποδιοργάνωσή της και στην εκδήλωση της παραληρηματικής παράνοιάς της. Ο Ροντέν ήταν πλέον ο διώκτης της.

L’Âge mûr, Camille Claudel, 1890-1907.


Η Καμίλ ήταν προσκολλημένη στη μεγαλομανή ιδέα για τον εαυτό της ότι γεννήθηκε κατέχοντας το σύνολο των γνώσεων που θα μπορούσε να αποκτήσει ποτέ ο άνθρωπος για την γλυπτική. Ενώ ο Ροντέν, πίστευε ότι, επειδή της είχε μάθει όλη την τέχνη του, εκείνη κατάφερε να φτάσει στο επίπεδο που είχε κατακτήσει.


Από το 1893 μέχρι το 1908, η Καμίλ κάνει μια αξιόλογη πορεία. Εκθέτει τακτικά στα Σαλόνια Γλυπτικής, αποκτά σημαντικές φιλίες και μία μαικήνα, την Κόμισσα ντε Μαιγκρέ. Κάνει επίσης δύο ατομικές εκθέσεις σε γκαλερί.


Ο Ροντέν δεν σταματά ποτέ να παρακολουθεί την πορεία της και συχνά να την βοηθά κρυφά, είτε φροντίζοντας να πάρει κάποια χρήματα για το ενοίκιο και τη θέρμανση του ατελιέ της, είτε παρεμβαίνοντας υπέρ της σε ζητήματα προβολής της δουλειάς της. Το 1904 δημιουργεί ένα μπούστο που υποτίθεται ότι δείχνει τη Γαλλία με το σκουφί της επανάστασης και το οποίο έχει τη μορφή της Καμίλ σε νεανική ηλικία.

Sakountala, 1905

Το τέλος


Το 1906 η Καμίλ για πρώτη φορά επιτίθεται στη δουλειά της και την καταστρέφει. Η πιο σταθερή αποδιοργάνωσή της όμως ξεκινά από το 1911, όταν εκδηλώνεται ακόμα εντονότερο το άγχος της ότι την καταδιώκει «ο Ροντέν και η σπείρα του».


Το 1913, πεθαίνει ο πατέρας της, ο οποίος ήταν ο μόνος αληθινός υποστηρικτής της που της απέμενε. Η Καμίλ δεν πληροφορήθηκε από κανέναν το θάνατό του κι έτσι δεν παρευρέθηκε στην κηδεία του. Μία βδομάδα αργότερα, κατόπιν αιτήματος της οικογένειάς της, ένας ψυχίατρος εξέδωσε τα σχετικά έγγραφα ώστε η Καμίλ να κλειστεί σε άσυλο ψυχοπαθών. Και έμεινε έτσι εσώκλειστη για 30 χρόνια μέχρι το θάνατό της το 1943.


Η μητέρα και η αδελφή της δεν την ξαναείδαν ποτέ, ενώ ο αδελφός της Πολ την επισκέφθηκε συνολικά περί τις δέκα φορές.

Η Καμίλ Κλοντέλ στο άσυλο

Πηγές

https://m.lifo.gr/articles/san_simera/211842/i-sparaxtiki-istoria-tis-kakoagapimenis-glyptrias-kamil-klontel

https://www.wikiwand.com/en/Sakuntala_(Claudel)

Η “Δαναΐδα” του Auguste Rodin

danaid 1889

Έργο γνωστό και ως The Spring, η Danaid (“Δαναΐδα”) αρχικά αποτελούσε μέρος της σύνθεσης The Gates of Hell (“Πύλες της Κολάσεως”) του Auguste Rodin. Ο διάσημος γλύπτης φιλοτέχνησε το έργο το 1885 και το 1890 αυτό εκτέθηκε στο Σαλόνι του Παρισιού και ύστερα αγοράστηκε από το Musee du Luxembourg στη γαλλική πρωτεύουσα.

Ο ΜΥΘΟΣ ΤΩΝ ΔΑΝΑΪΔΩΝ

Οι πενήντα κόρες του αργίτη βασιλιά Δαναού, πιέστηκαν παρά τη θέλησή τους να παντρευτούν τους πενήντα γιους του βασιλιά Αιγύπτου που είχαν εισβάλει στο Άργος. Οι γάμοι αυτοί, όμως, δεν έγιναν ποτέ, γιατί οι Δαναΐδες συνεννοήθηκαν να τους σκοτώσουν με μαχαίρι την πρώτη νύχτα του γάμου τους (εκτός από μία, την Υπερμήστρα, που ερωτεύτηκε και παντρεύτηκε το γιο του Αιγύπτου, Λυγκέα). Και οι υπόλοιπες 49, πάντως, δεν κακοπέρασαν μετά τους φόνους: συνέχισαν το βίο τους, παντρεύτηκαν άλλους άντρες, και έκαναν μαζί τους παιδιά. Η δολοφονική τους πράξη, όμως, δεν ξεχάστηκε ποτέ, και οι θεοί τις τιμώρησαν μετά θάνατο, γιατί είχαν βεβηλώσει το ιερό μυστήριο του γάμου: έτσι, στον Κάτω Κόσμο ήταν καταδικασμένες να προσπαθούν αιώνια να γεμίσουν ένα πιθάρι χωρίς πυθμένα. Το πιθάρι αυτό, γνωστό ως «ο πίθος των Δαναΐδων», έγινε στα μεταγενέστερα χρόνια το απόλυτο σύμβολο της ματαιοπονίας.  

Όταν ο μεγάλος Γάλλος γλύπτης Auguste Rodin (1840-1917) φιλοτεχνούσε τις «Πύλες της Κολάσεως», ένα από τα πιο γνωστά και απαιτητικά του έργα, είχε σκοπό να ενσωματώσει σ’ αυτό και μια Δαναΐδα, πράγμα που δεν έπραξε, όμως, ποτέ. Η Δαναΐδα πάντως σμιλεύτηκε. από μπρούντζο αρχικά, και αργότερα από μάρμαρο: αλλά απέμεινε μόνη της, μακριά από τις αδελφές της και τους άλλους αμαρτωλούς. Μοντέλο του Ροντέν υπήρξε η νεαρή τότε γλύπτρια –θαυμάστρια και ερωμένη του- Καμίλ Κλοντέλ.

Το άγαλμα είναι μήκους 71cm, πλάτους 53 cm και ύψους 36 cm, δηλαδή διαστάσεων μισού ανθρώπου. Η καλογυαλισμένη αυτή μαρμάρινη κοπέλα φαίνεται εξαντλημένη σωματικά και συναισθηματικά. Σκύβει στο χώμα. Το κεφάλι της είναι ακουμπισμένο πάνω στο δεξιό της αγκώνα. Τα μαλλιά της λυμένα μοιάζουν υγρά σαν το νερό που κουβαλά ασταμάτητα στο τρύπιο της πιθάρι. Το πρόσωπό της εκφράζει δυστυχία ή τουλάχιστον λύπη.

Πρέπει να προσέξουμε την ωραία Δαναΐδα για διάφορους λόγους:
α) ο πρώτος είναι γιατί ο Ροντέν δείχνει με απόλυτη σαφήνεια ότι δεν τον απασχολεί τόσο ο αρχαιοελληνικός μύθος όσο η εκθαμβωτική ομορφιά του καμπυλόσχημου γυναικείου σώματος. η έμφαση που δίνει στην καμπύλη (στη ράχη, στο λαιμό, στα καπούλια) είναι, νομίζω, απολύτως ευδιάκριτη, και μαγνητίζει το μάτι του θεατή (γιατί έχει ήδη μαγνητίσει το μάτι του καλλιτέχνη).
β)  ο δεύτερος και σημαντικότερος λόγος είναι ο τρόπος παρουσίασης της κοπέλας: ο Ροντέν δε στέκεται στο γνωστό κομμάτι του μύθου (το γέμισμα του τρύπιου πιθαριού) αλλά στην τραγωδία του ανθρώπου που συνειδητοποιεί τη ματαιότητα των προσπαθειών του αλλά και το φαύλο κύκλο μέσα στον οποίο είναι παγιδευμένος. Ο Καμύ θα μας έλεγε ότι βάση της τραγωδίας μας είναι η συνείδηση μας: όταν δεν έχεις συνείδηση της φριχτής σου θέσης, δε βρίσκεσαι καν σε φριχτή θέση. Ή άγνοια και η ανοησία βρίσκονται στον αντίποδα της τραγωδίας: ο άνθρωπος καθίσταται τραγικός όταν αποκτά επίγνωση.
γ)  Προσέξτε, τέλος, και κάτι ακόμα: η Δαναΐδα είναι μόνη. οι άλλες 48 αδελφές της δεν απεικονίζονται. Μα φυσικά: ο γάλλος καλλιτέχνης, παιδί της μετα-αναγεννησιακής Ευρώπης, παιδί του δυτικοευρωπαϊκού ατομισμού, αντιλαμβάνεται την τραγωδία ως κάτι βαθιά προσωπικό. Ο αρχαίος Έλληνας, γέννημα της πόλης-κράτους, ίσως και να εστίαζε στη συλλογική τραγωδία: ο σύγχρονος ευρωπαίος (αλλά και ο νεοέλληνας ακόμη), ζώντας μέσα σε κοινωνίες όπου οι συλλογικοί δεσμοί έχουν διαρρηχθεί, δεν τη νιώθει και δεν τον απασχολεί. Το δράμα βιώνεται κυρίως ατομικά.

“… Είμαι η γέφυρα που ενώνει δύο όχθες, το παρόν και το παρελθόν… Πορεύομαι ως την πιο βαθιά αρχαιότητα… θέλω να ξαναβρώ τη μνήμη… γιατί η αρχαιότητα είναι η μεταμόρφωση του παρελθόντος σε ένα αιώνιο παρόν…” Auguste Rodin

ΠΗΓΕΣ: https://ioannisart.blogspot.com/2014/06/auguste-rodin.html , https://www.monopoli.gr/2018/11/12/istories/san-simera/259016/san-shmera-gennietai-o-auguste-rodin/ , https://www.archaiologia.gr/wp-content/uploads/2011/06/27-10.pdf