Γεννημένος στις 5 Σεπτεμβρίου του 1774, ο Caspar David Friedrich έζησε τα νεανικά και παιδικά χρόνια του στην Greifswald, μια εμπορική πόλη στις όχθες της Βαλτικής, που αποτελούσε κτήση της Σουηδίας μέχρι και τις αρχές του 19ου αιώνα. Ήταν γιος του Αδόλφου Φρίντριχ, ιδιοκτήτη εργοστασίου σαπωνοποιίας και κηροποιΐας. Σε ηλικία επτά ετών έχασε τη μητέρα του και στα 14, τον αδελφό του, που πνίγηκε σε προσπάθεια να τον σώσει. Στα 16 του μαθήτευσε στον Γιόχαν Γκούφριτ Κβίστορπ, πανεπιστημιακό καθηγητή καλών τεχνών. Εκεί, θα αποκτήσει τις βάσεις που θα τον συνοδεύσουν στην υπόλοιπη καλλιτεχνική σταδιοδρομία του καθώς και τις πρώτες εικόνες από τα τοπία εκείνα που αργότερα θα επηρεάσουν το έργο του.
Οι σπουδές του θα συνεχιστούν στην Κοπεγχάγη, όπου και θα μυηθεί στα ιδεώδη του Ρομαντισμού, το κίνημα που αποτέλεσε το μεγαλύτερο κεφάλαιο στη ζωή του Γερμανού ζωγράφου. Το 1798 εγκαταστάθηκε στη Δρέσδη, ανθηρό καλλιτεχνικό και πολιτιστικό κέντρο, όπου και έμεινε μόνιμα. Ξεκινά να εργάζεται ως ζωγράφος, αποκτώντας σταδιακά αναγνώριση στους καλλιτεχνικούς κύκλους. Τρία χρόνια αργότερα επέστρεψε στη γενέτειρα του για μεγάλο διάστημα και γνώρισε τον ρομαντικό ζωγράφο Φίλιπ Όττο Ρούνγκε. Τον επόμενο χρόνο, επέστρεψε στη Δρέσδη και έδειξε έντονο ενδιαφέρον για τις μεγάλες πανοραμικές απόψεις.
Το 1805 συμμετείχε με δύο έργα με σέπια, σε διαγωνισμό στη Βαϊμάρη και απέσπασε το Α’ Βραβείο, ενώ δύο χρόνια μετά, πραγματοποίησε τις πρώτες προσπάθειες στο τομέα της ελαιογραφίας. Τον επόμενο χρόνο φιλοτέχνησε το πρώτο μεγάλο του αριστούργημα Σταυρός Πάνω Στο Βουνό. Το 1810, έργα του εκτέθηκαν στην Ακαδημία Βερολίνου και αγοράστηκαν από το Φρειδερίκο Γουλιέλμο Γ΄ της Πρωσσίας.
Το 1816 έγινε μέλος της Ακαδημίας της Δρέσδης και δύο χρόνια μετά νυμφεύτηκε την Καρολίνε Μπόμερ, 20 χρόνια μικρότερή του. Παρά την αρχική επαγγελματική επιτυχία και τον γάμο του, από τη δεκαετία του 1820 θα αρχίσει να απομονώνεται. Διακόπτοντας τις κοινωνικές επαφές, επιλέγει έναν μοναχικό δρόμο δημιουργίας. Η απομόνωση αυτή είναι εμφανής και στα τοπία του, τα οποία αποπνέουν συχνά μια έντονη μελαγχολία και μοναχικότητα, εικόνες που αντλούσε από τους συχνούς και μεγάλους περιπάτους που έκανε, μέρα και νύχτα, στα δάση.
Αρχικά, το έργο του αγαπήθηκε πολύ από την κοινωνία της εποχής, μια κοινωνία που διψούσε για τη γερμανικότητα την οποία πρέσβευε ο ρομαντισμός του Friedrich, δεδομένου ότι η τότε Γερμανία ήταν ακόμη μια ομοσπονδία κρατιδίων που αποζητούσαν να ενωθούν. Όμως, η αίγλη του Ρομαντισμού σταδιακά ατόνησε, με αποτέλεσμα ο Friedrich να παραγκωνιστεί και οι περισσότεροι πελάτες του να σταματήσουν τις παραγγελίες και την υποστήριξή τους. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα πέρασε αποκομμένος από την καλλιτεχνική κοινότητα της εποχής, ενώ για να επιβιώσει ο ίδιος και η οικογένειά του βασίζονταν στη βοήθεια των ελάχιστων κοντινών τους φίλων. Το 1835 παθαίνει βαριά αποπληξία που θέτει τέλος στη παρακμασμένη καριέρα του. Πέθανε πέντε χρόνια αργότερα στη Δρέσδη, στις 7 Μαΐου, σε ηλικία 66 ετών.
Το αξιοσημείωτο είναι ότι ο Friedrich, παρότι ξεχάστηκε μετά τον θάνατό του, θα ανακαλυφθεί ξανά από τους καλλιτέχνες του Μοντερνισμού, μεταξύ των οποίων οι Edvard Munch και Max Ernst, που διέκριναν στο έργο του ψυχικό βάθος. Ο Friedrich θα γίνει όμως και πρότυπο καλλιτέχνη για το καθεστώς του Γ’ Ράιχ, που είχε εμμονή με τον γερμανικό Ρομαντισμό και την προβολή της γερμανικής πολιτιστικής κληρονομιάς. Κατά συνέπεια, ο Friedrich θα λησμονηθεί και πάλι μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αφού έφερνε μνήμες από τις νωπές ακόμη πληγές που είχε προκαλέσει η ναζιστική ιδεολογία στην Ευρώπη. Είναι εντέλει τη δεκαετία του ’70 που η φήμη του αποκαθίσταται, το έργο του επανέρχεται στο προσκήνιο και μελετάται, με πολλούς καλλιτέχνες να βρίσκουν σε αυτό έναν πνευματικό πατέρα.
Η βαθιά θρησκευτική του πίστη κι η αγάπη του για τη γερμανική ύπαιθρο, αποτέλεσαν βασική πηγή έμπνευσής του, προβάλλοντας και εξυμνώντας την πνευματικότητα στη φύση. Το μεγαλύτερο μέρος της σταδιοδρομίας του καταγράφτηκε στη Δρέσδη, που μετά από αργά μα σταθερά βήματα, έγινε διάσημος με τη πρώτη παραγγελία που ανέλαβε. Στα επόμενα χρόνια καλλιέργησε εντελώς προσωπικό ιδίωμα και φιλοτέχνησε τοπία που διαπνέονται απ’ έντονο μυστικισμό καθώς και θρησκευτικές αλληγορίες.
Το σύνολο των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του ως ζωγράφου, η μουντή χρωματική παλέτα, η ατμοσφαιρική σύνθεση και η ψυχολογικά βαριά θεματολογία του, καθιστούν τον Caspar David Friedrich μοναδική περίπτωση στην τοπιογραφία. Αυτά τα χαρακτηριστικά της ζωγραφικής του είναι ο λόγος για τον οποίο, σε αντίθεση με πολλούς άλλους τοπιογράφους, ο Friedrich αποτελεί –δύο αιώνες μετά– σταθμό στην ιστορία της δυτικής τέχνης και πηγή έμπνευσης για πολλούς σύγχρονους καλλιτέχνες.
Ο λόγος για τον οποίο πολλοί καλλιτέχνες από τις αρχές του 20ού αιώνα επικαλούνται το έργο του ως μείζονος σημασίας δεν είναι τόσο η τεχνική του αρτιότητα όσο το τρομερό πνευματικό του υπόβαθρο. Πρόκειται για ζωγραφική βαθύτατα προσωπική, που δεν στοχεύει στην ωμή αναπαράσταση ενός γεγονότος ή ενός τοπίου, αλλά στα συναισθήματα που γεννούν αυτές οι εικόνες, δίνοντας ιδιαίτερη σημασία στην έννοια του μεγαλειώδους (sublime). Στα έργα του, ο άνθρωπος δεν αποτελεί το βασικό θέμα παρά είναι θεατής, ενώ το τοπίο είναι σχεδόν πάντα επιβλητικό και με ψυχικό βάρος που συνθλίβει τόσο τα εικονιζόμενα πρόσωπα που το παρατηρούν όσο και τον εξωτερικό θεατή. Συμβολικά στοιχεία βρίσκονται επίσης διάσπαρτα στο έργο του, ανακαλώντας εικόνες από τη γερμανική κουλτούρα, μυθολογία και λαϊκή παράδοση. Χαρακτηρίστηκε εσωστρεφής και μελαγχολικός, αλλά ήταν επίσης πατριώτης κι αφοσιωμένος οικογενειάρχης. Παρά τη νόσο που τον καθήλωσε τα τελευταία χρόνια της ζωής του, οι καλλιτεχνικές του αναζητήσεις ήταν αδιάλειπτες και στους τελευταίους πίνακές του συνδύασε το λυρισμό με μια νέα αντίληψη των χρωμάτων που τον κατέστησε ένα από τους καλύτερους ρομαντικούς ζωγράφους.
O Κάσπαρ Νταβίντ Φρίντριχ το 1802 ήταν ένας νέος, άγνωστος ζωγράφος που οι συντοπίτες του τον έβλεπαν να τριγυρίζει μόνος στο νησί του Ρίγκεν. Εκεί ο Φρίντριχ ζωγράφιζε αυτό που ένιωθε ότι ο ίδιος ήταν, ένας μικρός, ανώνυμος, ασήμαντος άνθρωπος στοιχειωμένος από το μεγαλείο του περιβάλλοντος ολόγυρά του, απ΄αυτό το αρχετυπικό αίσθημα και την λαχτάρα για το άγνωστο, για το ασύλληπτο, που κρύβεται είτε στη Φύση ή κάπου στο άχρονο παρελθόν πέραν του κόσμου τούτου. Αυτό στη ζωγραφική μπορεί να συμβολίζεται με τη μορφή ενός δάσους, ενός δέντρου μόνου, ενός βράχου, ενός σύννεφου ή της απέραντης θάλασσας.
ο μοναχοσ και η θαλασσα
Η ευρεία έκταση της θάλασσας και του ουρανού δίνουν έμφαση στο πενιχρό σχήμα του μοναχού που στέκεται μπροστά στην απεραντοσύνη της φύσης. Μία φιγούρα, ντυμένη με ένα μακρύ ένδυμα και με το ένα χέρι στο πηγούνι του, στέκεται πάνω σε ένα χαμηλό αμμόλοφο με αραιά βλάστηση. Το σχήμα, που συνήθως χαρακτηρίζεται ως μοναχός εντελώς μακριά από το θεατή φαίνεται να ερευνά την ταραγμένη θάλασσα, ενώ ένα γκρίζο κενού ουρανού καταλαμβάνει περίπου τα τρία τέταρτα της εικόνας.
θαλασσα απο παγο
Ο πίνακας δείχνει το εξωτικό τοπίο των αρκτικών πάγων. Ένα καράβι ναυάγησε και τα συντρίμμια του βρίσκονται τώρα θαμμένα κάτω από τις στιβαρές πλάκες που έχουν γίνει τάφος παγερός. Η πρύμνη του καραβιού φαίνεται στα δεξιά, και στην ταμπέλα επάνω είναι γραμμένο το όνομά του. Πρόκειται για το «HMS Griper», ένα από τα δύο σκάφη που συμμετείχαν στην αποστολή του Ουίλλιαμ Έντουαρντ Πάρρυ στον βόρειο πόλο το 1819-1820. Η σύνθεση του έργου συμπίπτει χρονικά με την περίοδο αποκατάστασης στην Ευρώπη που ακολούθησε μετά την πτώση της Πρώτης Γαλλικής Αυτοκρατορίας, ενώ ταυτόχρονα βρίσκει τον Φρίντριχ σε μια περίοδο καλλιτεχνικής κάμψης. Μέσα σε αυτό το κλίμα ολοκληρωτικής απογοήτευσης και τραγικής αποτυχίας των μεγάλων ιδεωδών, ο Φρίντριχ εμπνεύστηκε από την αρκτική αποστολή για να σχεδιάσει τον αλληγορικό αυτό πίνακα που παρουσιάζει το ολοκληρωτικό και αμετάκλητο μα και άδοξο τέλος όλων των ελπίδων.
Ο ΟνειροΠΟΛΟΣ
Το θέμα του πίνακα είναι κατεξοχήν ρομαντικό και φυσικά είναι αγαπημένο θέμα του Γερμανού ρομαντικού ζωγράφου Κάσπαρ Νταβίντ Φρίντριχ. Ένας νεαρός άνδρας, καθισμένος στα γοτθικά ερείπια μέσα σε δάσος, ρεμβάζει το ηλιοβασίλεμα. Ατενίζει πέρα μακριά το αχνά φωτισμένο τοπίο. Δεν διακρίνουμε το πρόσωπό του, αναρωτιόμαστε για τις σκέψεις του, κοιτάζουμε πέρα μακριά μαζί του, αλλά δεν μπορούμε να δούμε αυτό που βλέπει και αισθάνεται. Ο πίνακας αποπνέει την απόλυτη γαλήνη της στιγμής που όλα ετοιμάζονται να ησυχάσουν στη φύση. Ο χρόνος μοιάζει να έχει σταματήσει. Τα γοτθικά ερείπια-κατάλοιπα μνημεία του γερμανικού παρελθόντος-είναι το πλαίσιο του παρόντος της μαυροφορεμένης φιγούρας, το παράθυρο από ένα σκοτεινό και μυστηριώδη κόσμο σ’ έναν κόσμο ανοιχτό και απέραντο που ο θεατής ονειρεύεται να γνωρίσει… Ο Φρίντριχ υπογραμμίζει συχνά την ασημαντότητα της ανθρώπινης ύπαρξης μπροστά στην απεραντοσύνη της φύσης και του σύμπαντος, απεικονίζοντας μυστηριώδεις μοναχικές φιγούρες ανθρώπων με μικρές διαστάσεις που δεν αποκαλύπτουν το πρόσωπό τους στο θεατή. Οι μορφές του Φρίντριχ δεν γίνονται ποτέ ένα με το φυσικό τοπίο, είναι θεατές που αναζητούν την υπέρβαση από τα εγκόσμια και την αρμονική ένωση με τη φύση και το Δημιουργό της.
Χρησιμοποιούμε cookies για να διασφαλίσουμε ότι σας προσφέρουμε την καλύτερη εμπειρία στον ιστότοπό μας. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτόν τον ιστότοπο, θα υποθέσουμε ότι είστε ικανοποιημένοι με αυτόν.Εντάξει!