“Jazz” της Τόνι Μόρισον – μία ιστορία για την καταστροφική δύναμη του έρωτα και την συμφιλίωση με την μουσική μέσα μας

 Η «Τζαζ» της Τόνι Μόρισον, ένα έργο γραμμένο με βάση τις αρχές του μουσικού αυτοσχεδιασμού, είναι ένα όμορφο, σπαρακτικό, γενναίο μυθιστόρημα, που μιλάει για τον έρωτα και την καταστροφική δύναμή του, για την αγάπη και τη συγγνώμη, για τη φυλετική διαφορά και τις οδυνηρές, απομονωτικές επιπτώσεις της επιμειξίας λευκών και μαύρων, αλλά και για τις αντιθέσεις μέσα στους κόλπους της μαύρης κοινότητας· αντιθέσεις ιδιαίτερα έντονες και επιζήμιες αν δεν γεφυρωθούν και δεν κατευναστούν.

Βρισκόμαστε στη δεκαετία του 1920, στο Χάρλεμ της Νέας Υόρκης. Ο Τζο Τρέις, πλανόδιος πωλητής και παντρεμένος με την Βάιολετ αναγκάζονται να μεταναστεύσουν στην Νέα Υόρκη, όπως εκατοντάδες χιλιάδες μαύροι. Παρακολουθούμε τις προσπάθειες τους να ενσωματωθούν κοινωνικά στην νέα τους πόλη προσδοκώντας πως η ζωή τους θα βελτιωθεί σημαντικά, όταν ξεπεράσουν τον φόβο προς το άγνωστο που προκαλεί ο εκπατρισμός. Τότε ο Τζο ερωτεύεται ένα πολύ νεαρό κορίτσι, «μ’ έναν από εκείνους τους ολέθριους, τρομακτικούς έρωτες, που τον έκανε να νιώθει τέτοια θλίψη και ευτυχία ώστε τη σκότωσε μόνο και μόνο για να κρατήσει ζωντανό τούτο το αίσθημα». Όταν όμως τον αρνείται, ο Τζο α δολοφονήσει την Ντόρκας. Τον φόνο θα ακολουθήσει η προσπάθεια της γυναίκας του να βεβηλώσει το νεκρό σώμα του κοριτσιού την ώρα της κηδείας. Και ύστερα, από τα βάθη αυτής της αβύσσου των παθών θα αρχίσει η αργή ανάδυση των πρωταγωνιστών του δράματος προς το φως. Τη συμφιλίωση. Την κατανόηση και τη συγγνώμη.

Η αφήγηση δεν είναι γραμμική, υπάρχουν αναδρομές που σχετίζονται με το παρελθόν του ζευγαριού, την εσωτερική μετανάστευση, τα γεγονότα που προηγήθηκαν της δολοφονίας. Μέσα από τις σελίδες του βιβλίου παρατηρούμε τις μεταβολές που συμβαίνουν σε μια σχέση, πως ένας πιστός σύζυγος παραβαίνει τους όρκους του και πως η σχέση αυτή αποκτά χαρακτηριστικά απομόνωσης, έλλειψης και οδύνης.

Παράλληλα είναι έντονη η παρουσία της μουσικής και ειδικότερα της jazz καθ΄όλη της εξέλιξη της πλοκής. Αναδεικνύοντας την καθοριστική σημασία που επιτέλεσε η jazz μουσική για την διαμόρφωση της αφροαμερικανικής κουλτούρας. H Toni Morrison επιτυγχάνει να συνδυάσει την αφήγηση του γραπτού κειμένου με την αφήγηση της φωνής ή ενός μουσικού κομματιού jazz. Παρά το γεγονός πως καθένα από τα βασικά πρόσωπα της ιστορίας παλεύουν με τους δικούς τους δαίμονες, μαζί με τα υπόλοιπα πρόσωπα αποτελούν ένα ολοκληρωμένο σύνολο με αυτοσχεδιαστικές αναφορές, όμοιο με ένα μουσικό σύνολο jazz. Πηγή έμπνευσης για το «Jazz» της Toni Morrison που κυκλοφόρησε πρώτη φορά το 1992, ήταν το έργο του Αφροαμερικανού φωτογράφου James Van der Zee (Τζέιμς Βαν ντερ Ζέε), διάσημου για τα πορτρέτα του από την περίοδο αναγέννησης του Χάρλεμ (Τhe Harlem Book of the Dead – νεκρική φωτογραφία κοριτσιού).

“Jazz” At Baltimore Center Stage

 Κάθε ήρωας του βιβλίου έχει τη δική του ιστορία -και την εκθέτει σαν αυτοσχεδιαστικό σόλο σ’ ένα κομμάτι τζαζ- κάθε ιστορία συνδέεται με τις άλλες αλλά διεκδικεί την αυτονομία της και την ιδιαίτερη οπτική της γωνία, και όλες μαζί συναρμολογούνται σε ένα ενιαίο έργο και συνηχούν όπως τα όργανα ενός τζαζ μουσικού συνόλου, μετά τους επιμέρους αυτοσχεδιασμούς. Το αποτέλεσμα έχει το ρυθμό και τη ζωντάνια ενός κομματιού τζαζ, γεμάτο απροσδόκητες μεταστροφές και γοητευτικά περάσματα.

Η προσπάθεια της συγγραφέως να υπαινιχθεί ή να αναπαραγάγει ατόφιους μουσικούς ρυθμούς παίρνει εδώ τη μορφή της ευελιξίας και της ρευστότητας της τζαζ που διαχέεται στον πεζό λόγο. Μη χρονολογική, συγκοπτόμενη θαρρείς, παράθεση του αφηγηματικού υλικού, πολύρρυθμος βηματισμός, συχνά ασθματικό τέμπο είναι τα εργαλεία της.

«Ηθελα η δουλειά μου να είναι μια εκδήλωση της ευφυΐας, του αισθησιασμού, της αναρχίας της μουσικής∙ της ιστορίας της, του φάσματός της, της νεωτερικότητάς της»

Τόνι Μόρισον

Κάποιοι κριτικοί φτάνουν στο σημείo να θεωρήσουν πως αφηγήτρια είναι η ίδια η μουσική της Jazz. H Jazz που στο Harlem του 1920 κομίζει κάτι νέο, μοντέρνο, ερωτικό, λάγνο. H Jazz που κουβαλάει μαζί της τη μελαγχολία της σκλαβιάς και ψιθυρίζει στους απογόνους των σκλάβων ότι όλα αυτά τέλειωσαν, ότι τώρα πια μπορούν να γίνουν ό,τι θέλουν σε αυτή την υπέροχη και αθώα -ακόμα- πόλη, την πόλη όπου όλα τα όνειρα γίνονται πραγματικότητα. Είναι λοιπόν η Jazz που ξεχύνεται στους δρόμους της πόλης και παρασέρνει τους πάντες στο ρυθμό της.

Πέρα από το πρωτοποριακή αφήγηση του Jazz, η βραβευμένη με Pulitzer συγγραφέας επιλέγει να εστιάσει και στην Πόλη όπου εκτυλίσσεται η ιστορία του βιβλίου. Στο Χάρλεμ της δεκαετίας του είκοσι οι έγχρωμοι, φυγάδες από τον μετεμφυλιακό Νότο, ήρωες του βιβλίου ισορροπούν ανάμεσα σε ένα εφιαλτικό παρελθόν γεμάτο βία και διωγμούς, και σε ένα πολλά υποσχόμενο μέλλον. Η ρευστή ταυτότητα της Νέας Υόρκης, της «Πόλης», ρευστή όσο και η τοπολογία του προσωπικού εκπατρισμού, είναι μια ανοιχτή υπόσχεση κοινωνικής ενσωμάτωσης και ατομικής πραγμάτωσης.

«Ο ρομαντικός έρωτας μου φαινόταν ένα από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της δεκαετίας του είκοσι, και η τζαζ ο κινητήρας του»

Τόνι Μόρισον

Το Jazz είναι το αφροαμερικανικό έπος που καθιέρωσε την Toni Morrison ως μία από τις πιο εμβληματικές εκπροσώπους της σύγχρονης αμερικανικής λογοτεχνίας ενώ την επόμενη χρονιά της έκδοσής του (1993) η συγγραφέας έλαβε το Νόμπελ Λογοτεχνίας. 

Ρωμαλέο, συγκρατημένα λυρικό, χωρίς να ολισθαίνει προς το μελόδραμα (το ίδιο το θέμα ισορροπεί στην κόψη του ξυραφιού, αλλά η τέχνη της Μόρισον χαλιναγωγεί τέτοιους πειρασμούς), το βιβλίο είναι μια σπουδή στο ερωτικό φαινόμενο και μαζί μια αναδρομή στην πολυδαίδαλη ιστορία των Αφροαμερικανών, ένα στοιχείο που πάντοτε υπάρχει στα μυθιστορήματα της συγγραφέως. Μια ιστορία οδύνης, αγώνα και λύτρωσης. Μια ιστορία τζαζ.

 Κι εκείνη έτρεξε, μέσα σ’ όλο εκείνο το χιόνι, κι όταν γύρισε στο διαμέρισμά της έβγαλε τα πουλιά από τα κλουβιά τους, άνοιξε τα παράθυρα και τα άφησε να παγώσουν ή να πετάξουν, μαζί και τον παπαγάλο που έλεγε “σ’ αγαπώ”».

Πηγές:

https://www.efsyn.gr/tehnes/ekdoseis-biblia/anoihto-biblio/170575_mia-istoria-odynis-agona-kai-lytrosis

«Jazz» της Toni Morrison από τις εκδόσεις Παπαδόπουλος

https://proustandkraken.com/2018/07/jazz-της-toni-morrison/

www.globalview.gr/2019/08/06/sta-88-tis-yperochi-toni-morison-egkateleipse-touto-ton-planiti/

Toni Morrison – «Jazz»

Nina

Σαν σήμερα, το 1933 στη βόρεια Καρολίνα, γεννιέται η Νίνα Σιμόν, η πιανίστρια – συνθέτης – ερμηνεύτρια με τη χαρακτηριστική κοντράλτο φωνή, που αποκαλείται “Αρχιέρεια της Σόουλ”. Παρακάτω θα βρείτε ορισμένα ενδιαφέροντα στοιχεία για τη ζωή της, εμπλουτισμένα με μπόλικη, φυσικά, μουσική!

N. Simone – I put a spell on you

H Nίνα Σιμόν ξεκίνησε να παίζει πιάνο στην ηλικία των 3 ετών. Στην πρώτη της συναυλία, όταν ήταν δέκα ετών, οι γονείς της, που κάθονταν στην πρώτη σειρά, υποχρεώθηκαν με τη βία να μετακινηθούν, για να καθίσουν στα πρώτα καθίσματα λευκοί.

Όταν τελείωσε το Λύκειο η κοινότητά της της χορήγησε υποτροφία ώστε να σπουδάσει πιάνο στην μουσική σχολή Julliard. Σκόπευε να συνεχίσει τις σπουδές της στο Ινστιτούτο Curtis της Φιλαδέλφειας , ωστόσο δεν έγινε δεκτή. Η ίδια υποστήριζε ότι υπήρξε θύμα ρατσισμού.

N. Simone, Instrumental

Το πραγματικό της όνομα ήταν Γιουνίς Κάθλιν Γουέιμον (Eunice Kathleen Waymon) . Το Νίνα προήλθε από το ισπανικό Nina , που σημαίνει μικρούλα, μικρό κορίτσι, και το Σιμόν από το όνομα μιας ηθοποιού σε μία αφίσα (ίσως τη Simone Signoret).

Η μουσική της είχε ποικίλες επιρροές. Στις συναυλίες της συνδύαζε διάφορα είδη, όπως τζαζ και σόουλ, με κλασσική μουσική (ιδιαίτερα Μπαχ), γκόσπελ, ακόμα και λαϊκά παιδικά τραγούδια.

N. Simone – Central Park Blues

Αρχικά δεν επιθυμούσε να τραγουδάει στις παραστάσεις της, ωστόσο ξεκίνησε μετά από παρότρυνση των ιδιοκτητών του κλαμπ όπου δούλευε αρχικά.

Μία από τις πιο χαρακτηριστικές εκτελέσεις της είναι αυτή του τραγουδιού
“My Baby Just Cares For Me” , το οποίο γνώρισε παγκόσμια επιτυχία και αργότερα (’80) χρησιμοποιήθηκε από τον οίκο Σανέλ για να διαφημίσει το άρωμα Νο 5.

N. Simone – My baby just cares for me

Το πρώτο σινγκλ που κυκλοφόρησε η Νίνα Σιμόν, το “I loves you Porgy”, από το έργο Porgy and Bess του George Gershwin ήταν και το μόνο που έφτασε στο τοπ 40 των Η.Π.Α.

N. Simone – I loves you Porgy

Το πρώτο της άλμπουμ, το “Little girl blue” ήταν επίσης ιδιαίτερα επιτυχημένο, αλλά η ίδια δεν επωφελήθηκε, χάνοντας με αυτό τον τρόπο περίπου 1 εκατομμύριο δολάρια, καθώς είχε πουλήσει τα πνευματικά δικαιώματα για 3.000 δολάρια

N. Simone – Little girl blue

Η Νίνα Σιμόν είχε πολυτάραχη προσωπική ζωή. Όταν δεν έγινε δεκτή στο ινστιτούτο Curtis αφοσιώθηκε στη συνεχή εξάσκηση και απομονώθηκε μελετώντας ασταμάτητα. Αργότερα έκανε δύο γάμους. Είχε υπάρξει θύμα συζυγικής βίας.

Η Σιμόν επιτέλεσε και κοινωνικό έργο, όντας ιδιαίτερα ενεργή στο κίνημα των πολιτικών δικαιωμάτων των Αφροαμερικανών, των δικαιωμάτων των γυναικών και έγραψε πλήθος σχετικών τραγουδιών. Το πρώτο από τα τραγούδια αυτά ήταν το Mississipi Goddam, το οποίο μποϋκόταραν ορισμένες από τις νότιες πολιτείες.

N. Simone – Mississipi Goddam

Συνεργάτες της κατά το μεγαλύτερο μέρος της καριέρας της υπήρξαν ο ντράμερ Leopoldo Fleming και ο κιθαρίστας Al Schackman.

Κατά την τελευταία δεκαετία της ζωής της είχε ήδη πουλήσει πάνω από ένα εκατομμύριο δίσκους, με πάνω από 40 άλμπουμ στο σύνολο.

N. Simone – Don’t let m ebe misunderstood

Η Νίνα Σιμόν πέθανε στις 21 Απριλίου του 2003, έπειτα από μάχη με τον καρκίνο του μαστού. Η υπέροχη φωνή της μαγεύει τους λάτρεις της τζαζ, της σόουλ – και όχι μόνο! – μέχρι σήμερα.

Ν. Simone – Feeling Good

ΠΗΓΕΣ:

www.ninasimone.com/bio

www.toperiodiko.gr

https://en.wikipedia.org/wiki/Nina_Simone

The New York Review of Books

Για μια ιστορική τζαζ στιγμή

Jazz@Carnegie

Ο Benny Goodman στο Carnegie Hall… Ή διαφορετικά, τζαζ μουσική σε μία από τις πιο φημισμένες μουσικές αίθουσες του κόσμου. Για να φτάσει αυτή η έκφραση να μη μας δημιουργεί αντιφατικά αισθήματα σήμερα, θα πει πως η τζαζ έχει καταξιωθεί ως μουσική έκφραση όχι μόνο στη συνείδηση του κοινού, αλλά και στους μουσικούς κύκλους, κατ’ αναλογία με άλλα ρεύματα, όπως ο κλασικισμός και ο ρομαντισμός. Αυτό, ωστόσο δεν ήταν πάντα αυτονόητο▪ η τζαζ μουσική, όταν πρωτοεμφανίστηκε στις αρχές του 20ου αιώνα δε θωρούνταν ότι είχε το «βάθος» της κλασικής μουσικής, ώστε να σταθεί δίπλα της στη μουσική σκηνή, παρά το γεγονός ότι γινόταν όλο και πιο δημοφιλής στις Η.Π.Α.

Carnegie Hall

 Το Carnegie Hall, το οποίο εγκαινιάστηκε τη δεκαετία του 1890, αποτελούσε μια μουσική σκηνή με ιδιαίτερο κύρος, όπου είχαν λάβει χώρα ιστορικά ντεμπούτα καλλιτεχνών όπως ο Ραχμάνινοφ, και σημαντικές εκδηλώσεις και ομιλίες, θεωρούνταν ο «ναός» της κλασσικής μουσικής. Από την άλλη πλευρά, το μουσικό στυλ του Benny Goodman, σουίνγκ, έντονα χορευτικό και χαρούμενο, μοντέρνο με τεράστια δημοτικότητα, δε θύμιζε σε τίποτα την μουσική μιας αίθουσας συναυλιών. Ασφαλώς συνθέτες όπως ο Whiteman και ο Gershwin είχαν ήδη παρουσιάσει έργα με τζαζ στοιχεία, ωστόσο οι πηγές χαρακτηρίζουν το ύφος τους «συμφωνική τζαζ», καθώς δεν περιείχε αυτό σχεδιασμό.

O Benny Goodman

Ο Goodman τη δεκαετία του ’30, βρισκόταν στο απόγειο της δημοτικότητάς του. Είχε χαρακτηριστεί «Ο Βασιλιάς της Σουίνγκ» και είχε το πιο δημοφιλές σχήμα στις Η.Π.Α. Ωστόσο, όταν οι Nathanson και Hurrok (δημοσιοσχετίστας και μουσικός παραγωγός αντίστοιχα) πρότειναν να παίξει στο Carnegie, αντιμετώπισε ιδιαίτερες αμφιβολίες. Η ανακοίνωση της συναυλίας κέντρισε το ενδιαφέρον του κοινού και τα πάνω από 2.000 εισιτήρια εξαντλήθηκαν εβδομάδες πριν τη συναυλία σε τιμή που έφτανε τα 2.75 δολλάρια – πάνω από 100 δολλ. με σημερινές αντιστοιχίες – .

Η προετοιμασία ξεκίνησε άμεσα, αφού ακυρώθηκαν ορισμένες ηχογραφήσεις. Το μουσικό πρόγραμμα, διάρκειας περίπου 2 ωρών θα περιλάμβανε παλιότερα και νέα κομμάτια, δίνοντας βήμα σε όλους τους μουσικούς να αυτοσχεδιάσουν. Εκτός από το μουσικό σχήμα του ίδιου του Goodman, προσκλήθηκαν να αυτοσχεδιάσουν σολίστες από τα σχήματα του  Duke Ellington και του Count Basie. Οι μουσικοί, μάλιστα, ξεκίνησαν τις πρόβες στο Carnegie Hall εβδομάδες πριν την εμφάνιση, ώστε να εξοικειωθούν με το χώρο και την ακουστική του.

Έφτασε η μέρα τις συναυλίας, με εφημερίδες όπως οι New York Times να μιλούν από πριν για μία ιδιαίτερης βαρύτητας μουσική παράσταση. Το περιεχόμενο ήταν έντονα αυτοσχεδιαστικό, δόθηκε βήμα σε κάθε μουσικό (αναφ. στο κομμάτι “Honeysuckle Rose”). Επίσης, ακούστηκαν κομμάτια από το φημισμένο τρίο και κουαρτέτο του Benny Goodman. Ένα μέρος του πρώτου μισού της συναυλίας ήταν αφιερωμένα στα «20 χρόνια της τζαζ», ως φόρος τιμής σε άλλους καλλιτέχνες, με μία φρέσκια προσέγγιση. Οι ερμηνείες ήταν ιστορικές, χαρακτηριστικά αναφέρονται οι αυτοσχεδιασμοί του ντράμερ Gene Krupa, ο οποίος είχε εισαγάγει το αυτοσχεδιαστικό ντραμ σόλο στα τζαζ σύνολα και το τραγούδι “Loch Lomond” από τη Martha Tilton, η οποία μετά το πέρας της παράστασης χειροκροτήθηκε τόσο ώστε βγήκε άλλες πέντε φορές στη σκηνή. Το ίδιο συνέβη και με το κομμάτι “Sing, Sing, Sing”, το οποίο παίχτηκε άλλες δύο φορές.

Sing…sing…sing!
Μουσική: Louis Prima,1935

Η συναυλία ήταν κάτι παραπάνω από επιτυχημένη και παρά τις ανάμεικτες κριτικές, η ζήτηση ήταν τόσο μεγάλη που το μουσικό σχήμα επέστρεψε λίγους μήνες αργότερα, αλλά και την επόμενη χρονιά. Το παράδοξο της υπόθεσης είναι ότι η παράσταση δεν ήταν σχεδιασμένο να ηχογραφηθεί. Η ηχογράφηση έγινε από τον Albert Marx για την τότε γυναίκα του, σε δύο αντίγραφα, το ένα εκ των οποίων προοριζόταν για δώρο στον ίδιο τον Goodman. Ωστόσο, καμία ηχογράφηση δε δημοσιοποιήθηκε, ενδεχομένως λόγω κωλυμάτων με τα συμβόλαια με τις δισκογραφικές εταιρίες και τελικά το αντίγραφο του Goodman από την ιστορική αυτή συναυλία παρέμεινε χαμένο μέχρι το 1950. Ο πρώτος δίσκος που κυκλοφόρησε πούλησε πάνω από 1.000.000 αντίτυπα και για δεκαετίες παρέμεινε ο νούμερο ένα σε πωλήσεις δίσκος της Κολούμπια. Με τον καιρό, κατά τις διάφορες επανακυκλοφορίες του δίσκου μέρη της ηχογράφησης αποκόπηκαν και εν τέλει η συναυλία δημοσιοποιήθηκε όπως αρχικά είχε ηχογραφηθεί το 1998.

Παρόλο που εκτός των ακροατών της νύχτας του 1938, το ευρύ κοινό μπόρεσε να ακούσει ολοκληρωμένη τη συναυλία 60 χρόνια ύστερα από τη διεξαγωγή της, η βαρύτητα  του γεγονότος είναι εμφανής . Για πρώτη φορά στο Carnegie Hall ήχησε μια μουσική πολύ διαφορετική απ’ ο,τι συνηθιζόταν τότε. Εμφανίστηκαν μουσικοί χωρίς διακρίσεις φυλής και χρώματος▪ αξίζει να σημειωθεί ότι ο Benny Goodman αρνήθηκε να ανέβει στη σκηνή αν δεν επιτρεπόταν η είσοδος στους Αφροαμερικανούς συναδέλφους του. Η εμφάνιση του Billy Goodman και του συγκροτήματός του στο Carnegie Hall μπορεί χωρίς υπερβολή να ιδωθεί ως η πιο σημαντική συναυλία στην ιστορία της τζαζ. Γιατί; Διότι στις 16 Γενάρη του 1938 η τζαζ απέκτησε επίσημα τη θέση που της άξιζε δίπλα στα μουσικά ρεύματα των προηγούμενων δεκαετιών και αιώνων.

Ολόκληρη η συναυλία στο Carnegie Hall

ΠΗΓΕΣ:

https://www.history.com/this-day-in-history/benny-goodman-brings-jazz-to-carnegie-hall

https://www.loc.gov/programs/static/national-recording-preservation-board/documents/BennyGoodman.pdf

https://www.theguardian.com/music/musicblog/2009/jun/02/benny-goodman-carnegie-hall-jazz

https://www.nationalgeographic.org/thisday/jan16/first-jazz-concert-carnegie-hall/

https://www.npr.org/2018/01/16/578312844/how-benny-goodman-orchestrated-the-most-important-concert-in-jazz-history

https://www.carnegiehall.org/About/History/Timeline