“Jazz” της Τόνι Μόρισον – μία ιστορία για την καταστροφική δύναμη του έρωτα και την συμφιλίωση με την μουσική μέσα μας

 Η «Τζαζ» της Τόνι Μόρισον, ένα έργο γραμμένο με βάση τις αρχές του μουσικού αυτοσχεδιασμού, είναι ένα όμορφο, σπαρακτικό, γενναίο μυθιστόρημα, που μιλάει για τον έρωτα και την καταστροφική δύναμή του, για την αγάπη και τη συγγνώμη, για τη φυλετική διαφορά και τις οδυνηρές, απομονωτικές επιπτώσεις της επιμειξίας λευκών και μαύρων, αλλά και για τις αντιθέσεις μέσα στους κόλπους της μαύρης κοινότητας· αντιθέσεις ιδιαίτερα έντονες και επιζήμιες αν δεν γεφυρωθούν και δεν κατευναστούν.

Βρισκόμαστε στη δεκαετία του 1920, στο Χάρλεμ της Νέας Υόρκης. Ο Τζο Τρέις, πλανόδιος πωλητής και παντρεμένος με την Βάιολετ αναγκάζονται να μεταναστεύσουν στην Νέα Υόρκη, όπως εκατοντάδες χιλιάδες μαύροι. Παρακολουθούμε τις προσπάθειες τους να ενσωματωθούν κοινωνικά στην νέα τους πόλη προσδοκώντας πως η ζωή τους θα βελτιωθεί σημαντικά, όταν ξεπεράσουν τον φόβο προς το άγνωστο που προκαλεί ο εκπατρισμός. Τότε ο Τζο ερωτεύεται ένα πολύ νεαρό κορίτσι, «μ’ έναν από εκείνους τους ολέθριους, τρομακτικούς έρωτες, που τον έκανε να νιώθει τέτοια θλίψη και ευτυχία ώστε τη σκότωσε μόνο και μόνο για να κρατήσει ζωντανό τούτο το αίσθημα». Όταν όμως τον αρνείται, ο Τζο α δολοφονήσει την Ντόρκας. Τον φόνο θα ακολουθήσει η προσπάθεια της γυναίκας του να βεβηλώσει το νεκρό σώμα του κοριτσιού την ώρα της κηδείας. Και ύστερα, από τα βάθη αυτής της αβύσσου των παθών θα αρχίσει η αργή ανάδυση των πρωταγωνιστών του δράματος προς το φως. Τη συμφιλίωση. Την κατανόηση και τη συγγνώμη.

Η αφήγηση δεν είναι γραμμική, υπάρχουν αναδρομές που σχετίζονται με το παρελθόν του ζευγαριού, την εσωτερική μετανάστευση, τα γεγονότα που προηγήθηκαν της δολοφονίας. Μέσα από τις σελίδες του βιβλίου παρατηρούμε τις μεταβολές που συμβαίνουν σε μια σχέση, πως ένας πιστός σύζυγος παραβαίνει τους όρκους του και πως η σχέση αυτή αποκτά χαρακτηριστικά απομόνωσης, έλλειψης και οδύνης.

Παράλληλα είναι έντονη η παρουσία της μουσικής και ειδικότερα της jazz καθ΄όλη της εξέλιξη της πλοκής. Αναδεικνύοντας την καθοριστική σημασία που επιτέλεσε η jazz μουσική για την διαμόρφωση της αφροαμερικανικής κουλτούρας. H Toni Morrison επιτυγχάνει να συνδυάσει την αφήγηση του γραπτού κειμένου με την αφήγηση της φωνής ή ενός μουσικού κομματιού jazz. Παρά το γεγονός πως καθένα από τα βασικά πρόσωπα της ιστορίας παλεύουν με τους δικούς τους δαίμονες, μαζί με τα υπόλοιπα πρόσωπα αποτελούν ένα ολοκληρωμένο σύνολο με αυτοσχεδιαστικές αναφορές, όμοιο με ένα μουσικό σύνολο jazz. Πηγή έμπνευσης για το «Jazz» της Toni Morrison που κυκλοφόρησε πρώτη φορά το 1992, ήταν το έργο του Αφροαμερικανού φωτογράφου James Van der Zee (Τζέιμς Βαν ντερ Ζέε), διάσημου για τα πορτρέτα του από την περίοδο αναγέννησης του Χάρλεμ (Τhe Harlem Book of the Dead – νεκρική φωτογραφία κοριτσιού).

“Jazz” At Baltimore Center Stage

 Κάθε ήρωας του βιβλίου έχει τη δική του ιστορία -και την εκθέτει σαν αυτοσχεδιαστικό σόλο σ’ ένα κομμάτι τζαζ- κάθε ιστορία συνδέεται με τις άλλες αλλά διεκδικεί την αυτονομία της και την ιδιαίτερη οπτική της γωνία, και όλες μαζί συναρμολογούνται σε ένα ενιαίο έργο και συνηχούν όπως τα όργανα ενός τζαζ μουσικού συνόλου, μετά τους επιμέρους αυτοσχεδιασμούς. Το αποτέλεσμα έχει το ρυθμό και τη ζωντάνια ενός κομματιού τζαζ, γεμάτο απροσδόκητες μεταστροφές και γοητευτικά περάσματα.

Η προσπάθεια της συγγραφέως να υπαινιχθεί ή να αναπαραγάγει ατόφιους μουσικούς ρυθμούς παίρνει εδώ τη μορφή της ευελιξίας και της ρευστότητας της τζαζ που διαχέεται στον πεζό λόγο. Μη χρονολογική, συγκοπτόμενη θαρρείς, παράθεση του αφηγηματικού υλικού, πολύρρυθμος βηματισμός, συχνά ασθματικό τέμπο είναι τα εργαλεία της.

«Ηθελα η δουλειά μου να είναι μια εκδήλωση της ευφυΐας, του αισθησιασμού, της αναρχίας της μουσικής∙ της ιστορίας της, του φάσματός της, της νεωτερικότητάς της»

Τόνι Μόρισον

Κάποιοι κριτικοί φτάνουν στο σημείo να θεωρήσουν πως αφηγήτρια είναι η ίδια η μουσική της Jazz. H Jazz που στο Harlem του 1920 κομίζει κάτι νέο, μοντέρνο, ερωτικό, λάγνο. H Jazz που κουβαλάει μαζί της τη μελαγχολία της σκλαβιάς και ψιθυρίζει στους απογόνους των σκλάβων ότι όλα αυτά τέλειωσαν, ότι τώρα πια μπορούν να γίνουν ό,τι θέλουν σε αυτή την υπέροχη και αθώα -ακόμα- πόλη, την πόλη όπου όλα τα όνειρα γίνονται πραγματικότητα. Είναι λοιπόν η Jazz που ξεχύνεται στους δρόμους της πόλης και παρασέρνει τους πάντες στο ρυθμό της.

Πέρα από το πρωτοποριακή αφήγηση του Jazz, η βραβευμένη με Pulitzer συγγραφέας επιλέγει να εστιάσει και στην Πόλη όπου εκτυλίσσεται η ιστορία του βιβλίου. Στο Χάρλεμ της δεκαετίας του είκοσι οι έγχρωμοι, φυγάδες από τον μετεμφυλιακό Νότο, ήρωες του βιβλίου ισορροπούν ανάμεσα σε ένα εφιαλτικό παρελθόν γεμάτο βία και διωγμούς, και σε ένα πολλά υποσχόμενο μέλλον. Η ρευστή ταυτότητα της Νέας Υόρκης, της «Πόλης», ρευστή όσο και η τοπολογία του προσωπικού εκπατρισμού, είναι μια ανοιχτή υπόσχεση κοινωνικής ενσωμάτωσης και ατομικής πραγμάτωσης.

«Ο ρομαντικός έρωτας μου φαινόταν ένα από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της δεκαετίας του είκοσι, και η τζαζ ο κινητήρας του»

Τόνι Μόρισον

Το Jazz είναι το αφροαμερικανικό έπος που καθιέρωσε την Toni Morrison ως μία από τις πιο εμβληματικές εκπροσώπους της σύγχρονης αμερικανικής λογοτεχνίας ενώ την επόμενη χρονιά της έκδοσής του (1993) η συγγραφέας έλαβε το Νόμπελ Λογοτεχνίας. 

Ρωμαλέο, συγκρατημένα λυρικό, χωρίς να ολισθαίνει προς το μελόδραμα (το ίδιο το θέμα ισορροπεί στην κόψη του ξυραφιού, αλλά η τέχνη της Μόρισον χαλιναγωγεί τέτοιους πειρασμούς), το βιβλίο είναι μια σπουδή στο ερωτικό φαινόμενο και μαζί μια αναδρομή στην πολυδαίδαλη ιστορία των Αφροαμερικανών, ένα στοιχείο που πάντοτε υπάρχει στα μυθιστορήματα της συγγραφέως. Μια ιστορία οδύνης, αγώνα και λύτρωσης. Μια ιστορία τζαζ.

 Κι εκείνη έτρεξε, μέσα σ’ όλο εκείνο το χιόνι, κι όταν γύρισε στο διαμέρισμά της έβγαλε τα πουλιά από τα κλουβιά τους, άνοιξε τα παράθυρα και τα άφησε να παγώσουν ή να πετάξουν, μαζί και τον παπαγάλο που έλεγε “σ’ αγαπώ”».

Πηγές:

https://www.efsyn.gr/tehnes/ekdoseis-biblia/anoihto-biblio/170575_mia-istoria-odynis-agona-kai-lytrosis

«Jazz» της Toni Morrison από τις εκδόσεις Παπαδόπουλος

https://proustandkraken.com/2018/07/jazz-της-toni-morrison/

www.globalview.gr/2019/08/06/sta-88-tis-yperochi-toni-morison-egkateleipse-touto-ton-planiti/

Toni Morrison – «Jazz»

Η Φόνισσα: το αριστούργημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη

Η Φόνισσα είναι ένα από τα καλύτερα έργα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, ίσως και το καλύτερο. Πρόκειται για το δεύτερο συγγραφικό έργο του και θεωρείται ένα από τα κορυφαία της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Είναι γραμμένο στην καθαρεύουσα και αποτελείται συνολικά από 17 κεφάλαια. Δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στο περιοδικό «Παναθήναια» σε συνέχειες από τον Ιανουάριο ως τον Ιούνιο του 1903, έχοντας τον υπότιτλο «κοινωνικόν μυθιστόρημα». Δυστυχώς, αποτελέι το μοναδικό αυτόγραφο των έργων του που δεν έχει διασωθεί.

H «Φόνισσα» κατέχει, κατά γενική ομολογία, ξεχωριστή θέση στο έργο του Παπαδιαμάντη. Ξεχωριστή και με τις δύο σημασίες της λέξης: και ιδιαίτερη και εξέχουσα. Aν δεν υπήρχε η «Φόνισσα», το έργο αυτό θα έμενε λειψό, όσο τουλάχιστον αφορά το πρόβλημα του κακού, πρόβλημα που δεσπόζει στο παπαδιαμαντικό έργο. Xωρίς τη «Φόνισσα» το έργο του Παπαδιαμάντη θα ήταν εντελώς διαφορετικό. Tο κακό που διαπράττει η γραία Xαδούλα δεν είναι το καθημερινό κακό, το συνηθισμένο, το κοινωνικό, αλλά το μέγα κακό, το ριζικό, το ασυγχώρητο.

 Το έργο διαδραματίζεται στην ιδιαίτερη πατρί­δα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, τη Σκιάθο, όπως σε αρκετά από τα διηγήματα του. Η πλοκή εκτυλίσσεται γύρω από την γριά Χαδούλα ή Φραγκογιαννού, το κεντρικό πρόσωπο, την «Φόνισσα» που σκοτώνει τέσσερα μικρά κορίτσια, θέλοντας έτσι να τα απαλλάξει απ’ τις δυσκολίες και τα πάθη που θα τους έφερνε η ζωή όπως σε όλες τις γυναίκες της εποχής της. Το πρώτο της έγκλημα, διαπράττει ένα βράδυ του Ιανουαρίου, μέσα στο φτωχικό της σπίτι, όντας παραλογισμένη, καθώς συλλογίζεται τον «ανώφελο, μάταιο και βαρύ» βίο της, με θύμα τη νεογέννητη εγγονή της, που ήταν άρρωστη, κι έτσι δεν ενοχοποιείται για το θάνατο της μικρής. Λίγο καιρό αργότερα, για να ξεφύγει απ’ τις τύψεις που τη βαραίνουν πηγαίνει σ’ ένα ερημοκκλήσι. Στην επιστροφή, περνά απ’ το περιβόλι του Γιάννη του Περιβολά που η γυναίκα του ήταν άρρωστη, κλεισμένη μες στο σπίτι και βρίσκει μόνα τους τα δύο μικρά κορίτσια τους να παίζουν δίπλα στη στέρνα. Εκεί, σπρώχνοντάς τα μέσα στο νερό, τα πνίγει και όταν οι γονείς τους εμφανίζονται προσποιείται ότι προσπαθεί να τα σώσει ενώ είναι ήδη νεκρά. Έτσι, γλιτώνει από τις κατηγορίες για το θάνατο των δύο κοριτσιών αλλά λίγο καιρό αργότερα, όταν τυχαία πνίγεται ένα κορίτσι σε ένα πηγάδι και η ίδια συμπτωματικά είναι εκεί κοντά κατηγορείται για τους θανάτους και των τριών και ξεκινά η καταδίωξή της από την αστυνομία. 

«Η γριά Χαδούλα η Φραγκογιαννού ζει στη Σκιάθο. Φτωχή γυναίκα, βγάζει τα προς το ζην πότε ξενοπλένοντας και πότε κάνοντας την κομπογιαννίτισσα. Ο καημός της για την προίκα που δεν πήρε και για τις προίκες που αναγκάστηκε να δώσει για να παντρέψει τα κορίτσια της έκανε να «ψηλώσει ο νους της»

 Η φονική δράση της, όμως, δε σταματά εκεί και πνίγει ακόμα το νεογέννητο ενός βοσκού, στη στάνη του οποίου κρυβόταν απ’ τους χωροφύλακες, ενώ την τελευταία στιγμή σώζονται τα δύο κορίτσια ενός άλλου βοσκού λόγω της έγκαιρης προσέλευσης των χωροφυλάκων. Τέλος, η Φραγκογιαννού, καταδιωκόμενη από τους χωροφύλακες, αποφασίζει να πάει στο ερημητήριο του Αγίου Σώστη, που βρισκόταν σε ένα μικρό τμήμα ξηράς μέσα στη θάλασσα με γέφυρα ένα στενό πέρασμα στεριάς που κάθε τόσο το κάλυπτε η θάλασσα, με σκοπό να εξομολογηθεί τα πάθη της στον πνευματικό γέροντα παπ’ Ακάκιο και μετανοώντας, με την βοήθεια του, να ξενιτευτεί μέσω κάποιου διερχόμενου πλοίου. Ωστόσο, η βρεφοκτόνος, δεν προφταίνει να περάσει το πέρασμα και πνίγεται απ` τα ορμητικά, πικρά και αλμυρά νερά της παλίρροιας « στο μισό του δρόμου μεταξύ της θείας και της ανθρώπινης δικαιοσύνης». 

Ο Παπαδιαμάντης απεικονίζει με την πένα του σε όλα του τα έργα τη ζωή μέσα στην ελληνική ύπαιθρο και τις φτωχογειτονιές της Αθήνας. Στο συγκεκριμένο διήγημα περικλείει ατόφια την νεοελληνική κοινωνία προτού αυτή μπει στο αστικό στάδιο της ανάπτυξής της και αρχίζει να επηρεάζεται από ξένα Ευρωπαϊκά πρότυπα. Διεισδύει, με τρόπο «ανυπόφορα φυσικό», μέσα στην ίδια την ανθρώπινη υπόσταση που γίνεται ένα με τον τόπο και την εποχή. Είναι η ίδια η
παπαδιαμαντική ματιά που συγκρούεται, σχεδόν αναγκαστικά, πάνω στα κοινωνικά τείχη που οδηγούν τους ανθρώπους στη δυστυχία.

«Είναι η σχεδόν άγνωστη γλώσσα που χρησιμοποιεί, αλλά και ο ακατάληπτος κόσμος που περιγράφει, καθώς δεν υπάρχει πλέον ώστε να τον κατανοήσουμε». Γι’ αυτόν τον λόγο, οι σημειώσεις και τα σχόλια λειτουργούν ως γέφυρες με το παρελθόν και το έργο. «Πρόθεσή μου ήταν να διαβαστεί το έργο από τους νέους ανθρώπους. Τα σχόλια και οι σημειώσεις είναι λαογραφικές, υφολογικές και γραμματολογικές και εξηγούν πράγματα που ο σημερινός αναγνώστης δεν γίνεται να γνωρίζει», λέει ο Κώστας Σταμάτης, που είχε την φιλολογική επιμέλεια της πιο πρόσφατης έκδοσης της ιστορίας από τις εκδόσεις Πατάκη.

Στο προφανές ερώτημα γιατί η «Φόνισσα» εξακολουθεί να μας απασχολεί, η απάντησή του είναι κατηγορηματική: «Εχουμε να κάνουμε με ένα έργο της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Πρόκειται για το κορυφαίο έργο της νεοελληνικής πεζογραφίας. Ενα δυνατό ψυχογράφημα με αρκετές ιδιαιτερότητες σε σχέση με τα υπόλοιπα που έγραψε ο Παπαδιαμάντης. Η Φραγκογιαννού είναι αυτό που έλεγε ο Αριστοτέλης να ζει και να λειτουργεί κανείς μέσα στη φύση της ύπαρξης. Είναι μια δυναμική γυναίκα που οδηγείται σε ακραίες πράξεις, ενώ στο τέλος δεν ξέρουμε αν τιμωρήθηκε από τον Θεό ή την ανθρώπινη δικαιοσύνη. Η ύστατη σκηνή, η λύτρωση διά του νερού, είναι καθοριστική για την ιστορία. Οι συμβολισμοί του έργου είναι πολλοί και έλκουν την καταγωγή τους από την Παλαιά Διαθήκη και τη δημοτική παράδοση. Θα πρέπει να κατανοήσουμε πως το φαινόμενο της θηλυκτονίας ήταν υπαρκτό και οι παλαιότεροι το γνωρίζουν. Σε περιοχές μακριά από τα αστικά κέντρα, πολλές οικογένειες οδηγήθηκαν σ’ αυτήν για να μη δώσουν προίκα στις κόρες και να μην κατατμηθεί η μικρή περιουσία της οικογένειας. Η “Φόνισσα” είναι έργο για μελέτη κι όχι για απλό διάβασμα. Ο επαρκής αναγνώστης θα χρειαστεί πολλαπλά κοιτάγματα και ψάξιμο κάτω από το υπέδαφος των λέξεων».

Το βιβλίο έχει δεχθεί μία σειρά αναλύσεων τόσο από λογοτεχνικής , όσο και από εγκληματολογικής και ποινικής προσεγγίσεως σύμφωνα με τα περισσότερα συγγράμματα του Παπαδιαμάντη . Ο τρόπος που ο συγγραφέας προσπάθησε να διεισδύσει στην ψυχήν της ηρωίδος θεωρήθηκε μοναδικός, την στιγμήν που παράλληλα μεταφέρεται στον αναγνώστη ο ευρύτερος περίγυρος του νησιού, η θέση της γυναικός στην μικράν κοινωνίαν και αι αντιθέσεις μεταξύ των φτωχών χωρικών και των αρχόντων της εποχής.

Η Φόνισσα είναι ίσως ο πιο καλογραμμένος και περίπλοκος χαρακτήρας της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Η γριά-Χαδούλα, είναι μια γυναίκα της εποχής του Παπαδιαμάντη, μιας ανδροκρατούμενης δηλαδή κοινωνίας. Χαρακτηρίζεται ως μια κατατρεγμένη γυναίκα με πολλές δυσκολίες στη ζωή της που έχει νιώσει τον κοινωνικό ρατσισμό σε κάθε πτυχή του. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με τον Παπαδιαμάντη, σε όλη της τη ζωή υπηρετούσε κάποιον, είτε αυτός ήταν οι γονείς της, είτε αυτός ήταν ο άντρας της, είτε αυτά ήταν τα παιδιά της. Γι` αυτό και κάτω από τα «φοβερότερα βάθη και πάθη της ανθρώπινης ψυχής», στα όρια του παραλογισμού προσπαθεί να σώσει κάθε άλλο θηλυκό που βρίσκεται αβοήθητο στο δρόμο της. Έτσι, λοιπόν, στην ηλικία που βρίσκεται τώρα διαπράττει μια σειρά από φόνους μικρών κοριτσιών θέλοντας με αυτό τον τρόπο να τα απαλλάξει όπως και τις μητέρες τους από μια «βασανιστική» ζωή σαν τη δική της. Νιώθει έτσι πως διαπράττει κοινωνικό καλό, μία θεάρεστη πράξη. Αποτελεί, λοιπόν, ένα τραγικό πρόσωπο, αφού γίνεται θύτης για να προλάβει να μην γίνουν θύματα της μοίρας τους τα θύματά της. Επομένως, δεν φαίνεται να διαπράττει τους φόνους από κακία και μίσος προς τα μικρά κορίτσια, αλλά μέσα στα πλαίσια ενός παραλογισμού από υποσυνείδητη «καλοσύνη» για να τα «σώσει» απ` τη «μαρτυρική» ζωή που επρόκειτο να κάνουν. Λειτουργεί, συνεπώς καλοπροαίρετα εμμέσως απέναντι στα κορίτσια. Σκοτώνει για να ελευθερώσει. Διορθώνει τη φύση, διορθώνει τη ζωή, λυτρώνει τους φτωχούς από την κακή τύχη που είχαν γεννώντας θηλυκό. Διορθώνει μια και καλή τους άδικους νόμους και τις συνήθειες μιας οπισθοδρομικής κοινωνίας.

Είναι η Φραγκογιαννού τρελή; Το ερώτημα έχει απασχολήσει πολύ τους μελετητές του έργου.
Προκύπτει αναπόφευκτα σε όποιον μελετά τη «Φόνισσα», καθώς οι πράξεις αυτής της γυναίκας δεν ανταποκρίνονται στη λογική του μέσου ανθρώπου και μόνο ως εξωλογικές και εξωφρενικές
μπορούν να χαρακτηριστούν. Είναι όμως πράγματι η Φραγογιαννού μια γυναίκα που έχει χάσει τα λογικά της; Είναι μια ψυχοπαθής που διαπράττει φόνους χωρίς να έχει αίσθηση αυτών που κάνει; Είναι μια ηλικιωμένη που έχει το ακαταλόγιστο;

Μέσα από το ίδιο το έργο φαίνεται πως κατά τη διάπραξη των φονικών η Φραγκογιαννού έχει απόλυτη διαύγεια πνεύματος, πλήρη συναίσθηση των πράξεών της. Όταν η Χαδούλα θέλησε να κάνει τον απολογισμό της ζωής της και κατέληξε στο πικρό συμπέρασμα πως «ο βίος της είναι ανωφελής και μάταιος και βαρύς», τότε η κατάσταση γίνεται αφόρητη και ακατανόητη. Ή έπρεπε να σκύψει το κεφάλι στην ανθρώπινη μοίρα και να αγωνιστεί αντιμετωπίζοντας τα μάταια βάσανα της ζωής που τελειωμό δεν έχουν ή καθώς ψηλώνει ο νους της, να επαναστατήσει. Και η Φραγκογιαννού επαναστάτησε με τον τρόπο της.    Συνειδητοποιώντας τη σκλαβιά της απομονώνεται απ’ όλους τους άλλους που αντίθετα μ’ αυτήν ούτε βλέπουν, ούτε καταλαβαίνουν. Το να υπηρετεί τους άλλους δεν αποτελεί γι’ αυτήν λύτρωση, δεν είναι θετική στάση απέναντι στην ζωή, δεν είναι δεσμός και επικοινωνία με τους ανθρώπους, με τη φύση, με το χρόνο και κυρίως δεν είναι δική της επιλογή. Δεν διάλεξε τον τρόπο ζωής της, όπως δεν διάλεξε και την γέννησή της, άλλως θα έβρισκε την δύναμη να αντέξει και τις πίκρες και τα βάσανα και θα έβρισκε νόημα στη ζωή της. Είναι ολομόναχη, ψυχικά ταπεινωμένη, και αμύνεται με κάθε τρόπο να βγει από την φτώχια που της έχει επιβληθεί και όταν βρίσκεται αντιμέτωπη με την ανθρώπινη δικαιοσύνη, θέλει να πετάξει, να γλυτώσει, να ελευθερωθεί όχι μόνο από τους διώκτες της αλλά από την ίδια της την μοίρα, εκείνη του ανθρώπου που παραλογίστηκε και έχασε τον δρόμο του. Και στο τέλος ελευθερώθηκε.

«…Η γραία Χαδούλα εύρε τον θάνατον εις το πέρασμα του Άγιου Σώστη, εις τον λαιμόν τον ενώνοντα τον βράχον του ερημητηρίου με την ξηράν, εις το ήμισυ του δρόμου μεταξύ της θείας και ανθρώπινης δικαιοσύνης».

Η νουβέλα έχει ανεβή και στη σκηνή ως θεατρική παράσταση, έχοντας δεχθεί μία σειρά διασκευών από πολλούς Έλληνες σκηνοθέτες. Το 1974 γυρίστηκε ως κινηματογραφική ταινία, σε σκηνοθεσία του Κώστα Φέρρη, με πρωταγωνίστρια τη Μαρία Αλκαίου. Το 2014 ανέβηκε στη σκηνή και ως όπερα από την Εθνική Λυρική Σκηνή.

Πηγές:

https://sites.google.com/site/aformesskepseisdimiourgia/h-gynaika-ston-papadiamante/-e-phonissa

https://dromenonblog.files.wordpress.com/2014/06/rpogect-cf86cf8ccebdceb9cf83cf83ceb1.pdf

https://www.kathimerini.gr/974855/gallery/politismos/vivlio/to-yyxografhma-ths-fonissas

https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%97_%CE%A6%CF%8C%CE%BD%CE%B9%CF%83%CF%83%CE%B1

https://www.public.gr/product/books/greek-books/literature/greek-literature/i-fonissa/prod230028/prod640641pp?gclid=Cj0KCQjw-Mr0BRDyARIsAKEFbedY7p77UOsx43mXHF7Gb2INeUdFxoLFURJ7M-5ayE-AZNeyIor5xa8aApRCEALw_wcB

Η Κλέφτρα των Βιβλίων: Μία ιστορία για την δύναμη της ανθρωπιάς

Η Κλέφτρα των Βιβλίων (The book thief) είναι το μυθιστόρημα του Αυστραλού συγγραφέα Markus Zusak το οποίο εκδόθηκε στα αγγλικά το 2005. Το βιβλίο κέρδισε το βραβείο Book Sense Book of the Year – Children’s Literature της Αμερικανικής Ένωσης Βιβλιοπωλών και το 2013 μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο από τον σκηνοθέτη Μπράιαν Πέρσιβαλ με ένα καταπληκτικό αποτέλεσμα που ήταν υποψήφιο για Όσκαρ Μουσικής το 2014.

Το μυθιστόρημα διηγείται την ιστορία ενός μικρού κοριτσιού, της Λίζελ Μέμινγκερ, που μεγαλώνει στη ναζιστική Γερμανία. Όταν η δεκάχρονη Λίζελ φτάνει στο σπίτι των θετών γονιών της λίγο πριν το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, έχοντας χάσει την οικογένειά της, το μόνο που κρατάει στα χέρια της είναι το κλεμμένο εγχειρίδιο ενός νεκροθάφτη, το οποίο δεν μπορεί καν να διαβάσει, αφού δεν ξέρει γραφή και ανάγνωση. Αυτή θα είναι και η αρχή της καριέρας της ως κλέφτρας. Τα βιβλία ήταν βέβαια δυσεύρετα εκείνη την εποχή και η οικογένεια της Λίζελ δεν μπορούσε να της τα αγοράσει, έτσι αυτή ξεκίνησε να κλέβει βιβλία προκειμένου να τα διαβάσει. Βιβλία που πετάνε οι ναζί στη φωτιά για να τα κάψουν, βιβλία από τη βιβλιοθήκη του δημάρχου, βιβλία που τη συντροφεύουν στις περιπέτειές της παρέα με το φίλο της, Ρούντι, στους δρόμους της πόλης, βιβλία που θα γεμίσουν τις ώρες του άλλου φίλου της, του κυνηγημένου Μαξ. Κι ενώ οι βόμβες των συμμάχων πέφτουν συνεχώς και οι σειρήνες ουρλιάζουν, η Λίζελ μοιράζεται τα βιβλία της με τους γείτονές της στα καταφύγια και βρίσκει σ’ αυτά παρηγοριά. Μέχρι που κάποια μέρα η σειρήνα θα αργήσει να σφυρίξει…

Αφηγητής της ιστορίας είναι ο θάνατος, πράγμα που ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται από τις πρώτες κιόλας σελίδες. Μια ιδέα πρωτότυπη αλλά και συμβολική. Ποιος θα μπορούσε να είναι καταλληλότερος αφηγητής από τον παντεπόπτη θάνατο που εκείνη ειδικά την περίοδο ήταν πανταχού παρών; Ως πρωτοπρόσωπος αφηγητής ο θάνατος παρακολουθεί τους χαρακτήρες του βιβλίου, αφηγείται τις ιστορίες τους και συχνά παρεμβαίνει με σχόλια. Δεν μοιάζει όμως με την συνηθισμένη απεικόνιση του σκοτεινού θανάτου με το δρεπάνι στο χέρι, όπως συνήθως τον φαντάζονται οι άνθρωποι. Ο θάνατος του Ζούσακ είναι ευαίσθητος, λυπάται γι’ αυτούς που αναγκάζεται να μεταφέρει, συχνά τους παίρνει με θλίψη στοργικά στην αγκαλιά του. 

“Πεντακόσιες ψυχέςΆλλες τις κουβάλησα με τα χέρια μου, σαν να κουβαλούσα βαλίτσες. Άλλες τις κουβάλησα στον ώμο μου. Μόνο τα παιδιά κουβαλούσα στην αγκαλιά μου”

Ο παντογνώστης θάνατος γνωρίζει και το μέλλον. Αυτή του η ιδιότητα συμβάλλει σε μια άλλη πρωτοτυπία του Ζούσακ. Συχνά η πρόβλεψη προτρέχει των γεγονότων, αόριστα και υπαινικτικά, όμως αυτό δεν μειώνει το ενδιαφέρον του αναγνώστη, αντιθέτως εντείνει την αγωνία του.

Κεντρική ηρωίδα του βιβλίου όμως είναι η Λίζελ. Από την αρχή διακρίνουμε τις δυσκολίες που έχει ζήσει κια θα συνεχίσει να ζει. Στο ταξίδι για το Μόλχινγκ, μια μικρή πόλη στα περίχωρα του Μονάχου, όπου πάει για να συναντήσει τους θετούς γονείς της, ο μικρός εξάχρονος αδελφός της πεθαίνει. Μόνη πια, καταλήγει στην φτωχική οικογένεια των Χούμπερμαν. Στην οδό Χίμελ η Λίζελ θα βρει αγάπη και θα ανακαλύψει το πάθος της για τα απλά πράγματα που μπορούν να την διαφορά. Η μητέρα, η Ρόζα, είναι μια δυναμική, φαινομενικά σκληρή γυναίκα, που κρύβει την αγάπη και την ευαισθησία της κάτω από τις υβριστικές προσφωνήσεις. Ο πατέρας, ο Χανς, συνδέεται ιδιαίτερα με το κοριτσάκι και τα βράδια, όταν εκείνη ξυπνάει από εφιάλτες, κατεβαίνουν στο υπόγειο και της μαθαίνει ανάγνωση από το πρώτο της κλεμμένο βιβλίο.

Θα γνωρίσει τον γείτονα της, τον Ρούντι και θα αναπτύξει στενή φιλία μαζί του. Θα γίνει ο αχώριστος σύντροφός της στις περιπέτειές της αλλά και το μεγαλύτερο στήριγμα της. Μέσω ενός κυνηγημένου Εβραίου, του Μαξ, που η οικογένεια της υποθάλπτει, η μικρή Λίζελ θα μάθει τι θα πει φαντασία και πως να λέει αυτό που δεν φαίνεται με γυμνό μάτι. Ακόμη και η γυναίκα του δημάρχου, μια θλιμμένη γυναίκα που είχε χάσει το γιο της στον πόλεμο, θα δεθεί με τη Λίζελ και αφήνει τη μικρή να κάθεται στη βιβλιοθήκη και να διαβάζει.

“Υπήρχαν βιβλία παντού! Ράφια φίσκα στα βιβλία στόλιζαν τους τοίχους από πάνω ως κάτω. Ήταν σχεδόν αδύνατο να ξεχωρίσεις το χρώμα των τοίχων. Υπήρχαν βιβλία όλων των ειδών και των μεγεθών, μαύρα, κόκκινα, γκρίζα, βιβλία σε όλες τις αποχρώσεις, με περίτεχνα γράμματα στις ράχες τους. Δεν είχε δει πιο όμορφο πράγμα στη ζωή της η Λίζελ Μέμινγκερ.

Μέσα στο ναζιστικό παροξυσμό, την φτώχια και την ανέχεια λόγω του πολέμου θα κυνηγήσει την μεγάλη της αγάπη που δεν είναι άλλη από το διάβασμα βιβλίων. Η Λίζελ είναι δυνατή, γενναία, αληθινή και χαμογελαστή. Παρόλα τα άσχημα πράγματα που της συνέβησαν, πάντα έβρισκε ξανά την δύναμη να σταθεί στα πόδια της και να ξανά χαμογελάσει. Πάντα διεκδικούσε αυτά στα οποία πίστευε και που ποτέ δεν άφηνε κανέναν να την πληγώσει. Δεν φοβήθηκε ποτέ για τον εαυτό της παρα μόνο ανησυχούσε για τους ανθρώπους που αγαπά. Οι λέξεις είναι η συντροφιά και η δύναμη της ακόμα κι όταν οι άνθρωποι σκοτώνουν ανθρώπους και ο φόβος είναι παντού. Στο καταφύγιο θα διαβάζει στους άλλους για παρηγοριά και θα τους δίνει δύναμη να συνεχίσουν στον αγώνα της ζωής παρά τις κακουχίες και την θλίψη.

 “Δεν τολμούσε να σηκώσει το κεφάλι της, αλλά μπορούσε να νιώσει τα φοβισμένα μάτια τους να κρέμονται από αυτήν καθώς ρουφούσε μέσα της τις λέξεις και τις φυσούσε πάλι έξω. Μια φωνή έπαιζε τις νότες. (…) είδε μόνο τη λειτουργία των λέξεων – να προσαράζουν στα χαρτί, να το χτυπούν ανελέητα για να περπατήσει εκείνη πάνω του”

Το βιβλίο είναι πολύ ατμοσφαιρικό και καλογραμμένο ενώ δεν παραλείπει να παρουσιάσει και την δυστυχία που προκαλεί στους απλούς Γερμανούς πολίτες ο πόλεμος. Οι κάτοικοι της ναζιστικής Γερμανίας έζησαν στερήσεις, πείνα, δυσκολίες και καταπίεση έτσι ώστε ο Χίτλερ να πετύχει τον σκοπό του. Ο Ζούσακ περιγράφει μια διαλυμμένη κοινωνία και εκείνους τους ανθρώπους της που δεν πίστευαν στα ιδεώδη του Χίτλερ και από φόβο ακολουθούσαν τις γραμμές που όριζε το απάνθρωπο φασιστικό κράτος.

Είναι ένα πολύ συγκινητικό βιβλίο που λέει είναι ότι οι άνθρωποι δεν χαρακτηρίζονται από την καταγωγή τους ή το χρώμα τους ή οτιδήποτε άλλο. Οι άνθρωποι κρίνονται από τους χαρακτήρες τους και τις συμπεριφορές τους. Αυτό τονίζεται τόσο με τη βάναυση και τρομακτική  αδικία των βασανιστηρίων των Εβραίων, αλλά και με τον ανθρωπισμό και την καλοσύνη κατοίκων της Γερμανίας που η ανέχεια και ο φόβος όχι μόνο δεν τους λύγισαν, αλλά τους έκαναν να σταθούν ακόμη πιο δυνατά στα πόδια τους για να υπερασπιστούν τον άνθρωπο. Σύμφωνα με την περιγραφή του αφηγητή αυτές οι ψυχές ήταν πιο ελαφριές, πιο ήρεμες και ζωντανές όταν τον ακολουθούσαν.

Αλλά το μεγαλύτερο μήνυμα του είναι ενάντια στην φρίκη του πολέμου. Δίπλα στους βομβαρδισμούς, στην πείνα, στον διωγμό, στους νέους που χάνονται, στους πατέρες που επιστρατεύονται, στα παιδιά που φοβόνται, στους ανθρώπους που υποφέρουν ο συγγραφέας αντιπαραθέτει την αγάπη για τα βιβλία, τους οικογενειακούς δεσμούς, την πατρική στοργή, την αγάπη μίας μητέρας, την αληθινή φιλία, την υποδειγματική ανθρωπιά. Όλα αυτά που μπορούν να απελευθερώσουν τον άνθρωπο από την βίαιη φύση του και να τον οδηγήσουν στην ειρηνική συνύπαρξη. Μια αξέχαστη ιστορία για τη δύναμη της ανθρωπιάς, για τις ανατροπές της ζωής, αλλά και για την αστείρευτη γοητεία και δύναμη των βιβλίων.

Οι καλύτεροι ήταν εκείνοι που καταλάβαιναν την αληθινή δύναμη των λέξεων. Ήταν εκείνοι που μπορούσαν να σκαρφαλώσουν όσο πιο ψηλά γινόταν. Ανάμεσά τους κι ένα μικρό, κοκαλιάρικο κορίτσι. Ήταν πασίγνωστη στην περιοχή της, η καλύτερη απ’ όλους εκείνους που έριχναν τις λέξεις, επειδή ήξερε πόσο αδύναμος είναι ένας άνθρωπος Χωρίς τις λέξεις.”

Πηγές:

http://anagnostria.blogspot.com/2009/10/blog-post.html

https://voltitses.blogspot.com/2009/01/blog-post_23.html

www.statusupdate.gr/timeline/η-κλέφτρα-των-βιβλίων-βιβλίο/

http://andreaskandreou.blogspot.com/2014/12/blog-post_24.html

http://booksfrien.blogspot.com/2015/06/markus-zusak.html

Το Κορίτσι του Τρένου: Ένα από τα καλύτερα ψυχολογικά θρίλερ των τελευταίων χρόνων

Το βιβλίο “Το κορίτσι του τρένου” της Πόλα Χόκινς, που έχει σοκάρει εκατομμύρια αναγνώστες με την ανατρεπτική πλοκή του, είναι ένα καταιγιστικό ψυχολογικό θρίλερ, στα χνάρια των επιτυχιών “Το κορίτσι που εξαφανίστηκε” και “Αμνησία”. Πούλησε 1.000.000 αντίτυπα σε 2 μήνες, κυκλοφορεί σε 39 χώρες ενώ παρέμεινε στη λίστα best seller των New York Times για 86 εβδομάδες, 29 από αυτές στην 1η θέση.

Η ιστορία του μοιάζει απλή, όμως δεν είναι. Η Rachel, η οποία ακόμα δεν μπορεί να ξεπεράσει το χωρισμό της από τον Tom και το γεγονός ότι αυτός αμέσως δημιούργησε μια νέα οικογένεια, έχει τη συνήθεια να κοιτάζει έξω από το παράθυρο του τρένου όταν φτάνει στην παλιά της γειτονιά. Αποφεύγει να κοιτάζει το σπίτι που έμενε όταν ήταν παντρεμένη με τον Tom και εστιάζει την προσοχή της σε ένα άλλο σπίτι, όπου παρακολουθεί ένα νεαρό και όμορφο ζευγάρι να κάθεται στη βεράντα. Είναι τέτοια η εμμονή της με αυτό το ζευγάρι και την ολοφάνερη ευτυχία του, που τους έχει δώσει και ονόματα. Ώσπου κάποια μέρα βλέπει κάτι που τα ανατρέπει όλα: παρακολουθεί την κοπέλα να αγκαλιάζει στην ίδια βεράντα έναν άλλο άντρα. Την επόμενη μέρα μαθαίνει ότι η κοπέλα εξαφανίστηκε, ενώ η ίδια η Rachel έχει σημάδια επίθεσης.

Όμως, η Rachel δεν μπορεί να θυμηθεί τίποτα απ’ όσα κάνει όταν πίνει. Τηλεφωνεί στον πρώην σύζυγό της και τον παρενοχλεί διαταράσσοντας την οικογενειακή του γαλήνη. Άλλες φορές επιστρέφει στην παλιά της γειτονιά και παρακολουθεί το σπίτι της. Μήπως το βράδυ που εξαφανίστηκε η Megan, έτσι ονομάζεται το κορίτσι στη βεράντα, η Rachel βρισκόταν εκεί; Και τι ακριβώς σημαίνουν οι εικόνες του Tom και της Anna, της νυν συζύγου, να απομακρύνονται από κοντά της οργισμένοι εκείνο το βράδυ; Η αστυνομία, φυσικά, δε λαμβάνει υπόψη της τα όσα τους λέει γι’ αυτά που είδε από το τρένο. Κανένας δεν πιστεύει μια αλκοολική. Η Rachel, όμως, δεν μπορεί να βγάλει από το μυαλό της ότι γνωρίζει κάτι παραπάνω που χάνεται στην ομίχλη του ποτού. Μπλέκεται στην ιστορία, προσεγγίζοντας υπόπτους και ωθώντας τον ένοχο σε απελπισμένη αντίδραση.

Η συγγραφέας έχει καταφέρει να δημιουργήσει ένα ατμοσφαιρικό θρίλερ, έξυπνα δομημένο μέσα από τρεις παράλληλες αφηγήσεις που διακόπτουν η μία την άλλη σε κρίσιμα σημεία αυξάνοντας την αγωνία. Η αφήγηση είναι έμπειρα χωρισμένη ανάμεσα σε τρεις γυναίκες – τη Megan, τη Rachel και την Anna – που δεν απευθύνονται άμεσα στον αναγνώστη, αλλά μιλάνε σε α’ ενικό, όπως θα έγραφαν σε κάποιο ημερολόγιο. Η βασική αφήγηση γίνεται από την Rachel γεγονός που δημιουργεί μια αβεβαιότητα στον αναγνώστη κατά πόσον μπορεί να εμπιστευτεί έναν αφηγητή που δεν μπορεί να θυμηθεί τι έχει κάνει. Η Megan, το κορίτσι της βεράντας που εξαφανίζεται, παρουσιάζει τη δική της εκδοχή της ιστορίας, τα ψυχολογικά της προβλήματα και τις λανθασμένες επιλογές. Η αφήγησή της μετατρέπεται σε εξομολόγηση, ιδιαίτερα όταν βρίσκεται το πτώμα της και πράγματα για το παρελθόν της έρχονται στην επιφάνεια. Τέλος, η Anna, η νέα σύζυγος του Tom, όμορφη και ποθητή, αλλά ταυτόχρονα ρηχή και εγωκεντρική, εστιάζει στην αφήγησή της στο να κατηγορήσει την πρώην σύζυγο και να βρει τρόπους να τη βγάλει επιτέλους από τη ζωή τους. Ωστόσο, το πρόβλημά της δεν βρίσκεται εκεί, αλλά στο γεγονός ότι ένα κομμάτι της αρχίζει να νιώθει αμφιβολίες για τον ίδιο της τον άντρα και ο φόβος μήπως γίνει αυτή η νέα Rachel έρχεται στην επιφάνεια.

Χρησιμοποιώντας τρεις αναξιόπιστες, καθώς είναι έντονα φορτισμένες, αφηγηματικές φωνές, η συγγραφέας δεν εστιάζει στο έγκλημα, αλλά στο πριν και το μετά. Προφανώς και η αναζήτηση του δολοφόνου βρίσκεται στο επίκεντρο, αλλά αυτό που ενδιαφέρει περισσότερο τον αναγνώστη είναι το τι οδήγησε σε αυτή την ενέργεια και το πώς καταφέρνει ο δολοφόνος να καλύπτει τα ίχνη του. Με μικρά βήματα και συνεχείς ανατροπές στην πλοκή, η Paula Hawkins σε οδηγεί στον ένοχο, που πιθανόν να έχεις υποψιαστεί, αλλά να μην μπορείς –και να μην θέλεις‒ να το πιστέψεις.

Η βασική πρωταγωνίστρια, η Rachel, είναι ίσως ένας από τους πιο περίπλοκους και αριστουργηματικά γραμμένους χαρακτήρες που θα διαβάσετε σήμερα. Ζει μία συνηθισμένη, βαρετή ζωή, γεμάτη απογοητεύσεις και φαντασιώσεις, που κολλάει σε οτιδήποτε μπορεί να κάνει την ζωή της λίγο πιο έντονη και ενδιαφέρουσα, έστω και αν αυτό είναι καταστροφικό γι’αυτήν. Είναι μια γυναίκα που βίωσε ηχηρά τον ανταγωνισμό, την απόρριψη, την ανασφάλεια και τον εξευτελισμό, οπότε πολλά στοιχεία της είναι πρόσφορα, έστω και μεμονωμένα να ταυτιστεί κανείς, έστω και αν τα έχει βιώσει μια φορά στη ζωή του.

“To Κορίτσι του Τρένου” πρόκειται για ένα πολύ καλογραμμένο βιβλίο, ένα απρόβλεπτο ανάγνωσμα, μία ψυχολογικά διασκεδαστική εμπειρία που παίζει τόσο με το νου των πρωταγωνιστών της υπόθεσης, αλλά και των αναγνωστών, με μια λεπτή γραμμή να χωρίζει τελικά τα πραγματικά γεγονότα από τα αποκυήματα της φαντασίας.

Η ομότιτλη ταινία που είναι βασισμένη στο βιβλίο κυκλοφόρησε το 2016, αλλά παρότι ήταν επιτυχημένη εισπρακτικά δεν κατάφερε να ενθουσιάσει κοινό και κριτικούς. Απ’ ότι φαίνεται, τόσο ο σκηνοθέτης Tate Taylor και η σεναριογράφος Erin Cressida Wilson όσο και το λαμπερό καστ της ταινίας δεν κατάφεραν να αποδώσουν την ιστορία του βιβλίου όπως της άξιζε. Σύμφωνα με τους περισσότερους κριτικούς, η ταινία είναι κακή αλλά με κάποιο περίεργο τρόπο διασκεδαστική. Εξαίρεση αποτελεί η εκπληκτική Emily Blunt στο ρόλο της πρωταγωνίστριας, Rachel, που απέδωσε εξαιρετικά τον χαρακτήρα και τον ψυχισμό της.

Πηγές:

https://www.diavasame.gr/page.aspx?itemID=PPG1386_2084

https://simplylife.gr/pages/biblia/article/id/82

https://www.public.gr/product/books/greek-books/literature/crime-fiction/to-koritsi-toy-trenoy/prod7380688pp/

https://www.huffingtonpost.gr/entry/life-the-girl-on-the-train-kritikoi-kai-box-office_gr_12425712