«Το μυστικό, το κλειδί της επιτυχίας και της εσωτερικής γαλήνης, και για το Καθεστώς και για το άτομο, είναι η απλούστευση. Όσο λιγότερο λειτουργεί η σκέψη σας, τόσο και πιο πολύ είσαστε ευτυχείς και αποδοτικοί για το Καθεστώς. Ο υπ’ αριθμόν 1 κίνδυνος είναι το να σκέφτεστε. Όχι πολλές διακρίσεις, όχι διάλογο με τον εαυτό σας. Η μία και μόνη διάκριση, επαναλαμβάνω και υπογραμμίζω, που επιτρέπεται είναι η εξής: με το Καθεστώς – όχι με το Καθεστώς».
Τα παραπάνω λόγια, αν και γράφτηκαν πριν από περισσότερα από 50 χρόνια, ανταποκρίνονται όσο ποτέ άλλοτε στη σύγχρονη πραγματικότητα. Είναι λόγια που τα διαβάσαμε στο “Λάθος” του Αντώνη Σαμαράκη, ένα βιβλίο, κάτι περισσότερο από ένα αστυνομικό-ψυχολογικό μυθιστόρημα.
Αντώνης Σαμαράκης
Ο Αντώνης Σαμαράκης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1919. Μετά το απολυτήριο από το Β’ Γυμνάσιο της Βαρβακείου Σχολής, σπούδασε Νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Κατά τη διάρκεια της ναζιστικής κατοχής συμμετείχε στην εθνική αντίσταση.Το 1944 συνελήφθη από τους Ναζί και καταδικάστηκε σε θάνατο, αλλά κατάφερε να αποδράσει. Το 1963 νυμφεύτηκε την Ελένη Κουρεμπανά. Εργάσθηκε ως εμπειρογνώμων της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας των Ηνωμένων Εθνών σε πολλές χώρες για κοινωνικά θέματα και το 1989 ανακηρύχθηκε Πρεσβευτής Καλής Θέλησης της UNICEF για τα παιδιά του κόσμου.
Η πρώτη του ουσιαστική εμφάνιση στον λογοτεχνικό χώρο γίνεται το 1954 με την έκδοση της συλλογής διηγημάτων Ζητείται ελπίς. Πρόκειται για έναν από τους περισσότερο μεταφρασμένους Έλληνες πεζογράφους, καθώς τα έργα του έχουν μεταφραστεί σε περισσότερες από 30 γλώσσες. Το έργο του Σαμαράκη έχει έντονο το στοιχείο της κοινωνικής καταγγελίας και αντικατοπτρίζει τις προσωπικές του ανησυχίες για το παρόν και το μέλλον της σύγχρονης κοινωνίας. Χρησιμοποίησε απλή γλώσσα και μη επιτηδευμένο ύφος και προσέγγισε τα θέματά του από μια έντονα ανθρωποκεντρική γωνία. Χαρακτηριζόταν από την αγάπη του για τους νέους. Δική του ιδέα ήταν η δημιουργία της Βουλής των Εφήβων, που οδήγησε στη διοργάνωση άτυπων συνεδριάσεων της Βουλής, όπου δίνεται ο λόγος σε νέους από όλη τη χώρα.
Ο Αντώνης Σαμαράκης έφυγε από τη ζωή στις 8 Αυγούστου του 2003. Σύμφωνα με επιθυμία του, το σώμα του δωρήθηκε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών για έρευνες των φοιτητώv της Ιατρικής.
Το Λάθος
Υπόθεση
Ένας πολίτης θεωρείται από την Ασφάλεια ως ύποπτος για συνωμοτική κίνηση κατά του Καθεστώτος. Το μόνο άτομο που θα μπορούσε να επιβεβαιώσει την ενοχή του είναι νεκρό, δολοφονήθηκε από πράκτορες του Καθεστώτος. Έτσι ένα μυαλό σκέφτεται «το Σχέδιο», θα δώσουν την ευκαιρία στον ύποπτο να νομίσει πως μπορεί να δραπετεύσει, σε μια τέτοια περίπτωση αποδεικνύεται αυτομάτως η ενοχή του. Στο Σχέδιο λαμβάνουν μέρος δύο κεντρικά πρόσωπα, πράκτορες του Καθεστώτος: ένας ανακριτής, που είναι απόλυτα έμπιστος του Καθεστώτος, καθώς και ένας πράκτορας που τον αποκαλούν «μάνατζερ». Σε αυτό το Σχέδιο περιλαμβάνεται η μεταφορά του υπόπτου οδικώς και στην συνέχεια ακτοπλοϊκώς στο Κεντρικό όπου θα τον ανακρίνουν. Κατά τη διάρκεια της διαδρομής με το αμάξι όμως, ένα υποτιθέμενο πρόβλημα παρουσιάζεται στο αυτοκίνητο, έτσι ο ανακριτής μαζί με τον ύποπτο θα αναγκαστούν να μείνουν σε ένα ξενοδοχείο ενώ ο μάνατζερ υποτίθεται βρίσκεται στο συνεργείο αυτοκινήτων.
Ο ανακριτής θα προτείνει στον ύποπτο να βγουν για μια βόλτα στην πόλη, ώστε να του δοθεί η «ευκαιρία» να δραπετεύσει. Ο ύποπτος δεν κάνει καμία τέτοια προσπάθεια λόγω του φόβου που τον διακατέχει. Όταν πια γυρίσουν στο ξενοδοχείο στον ύποπτο θα δοθεί μια μοναδική ευκαιρία να δραπετεύσει όταν ο ανακριτής εγκλωβιστεί για λίγο στην τουαλέτα λόγω της σφηνωμένης πόρτας που δημιούργησε το απότομο ρεύμα αέρα ενός παραθύρου. Ο ύποπτος τότε κάνει το μοιραίο λάθος να επιχειρήσει να ξεφύγει κρυφά από τον ανακριτή. Εκείνη τη στιγμή ο ανακριτής, αυτός ο φανατικός του Καθεστώτος, συνειδητοποιεί ότι του ήταν αδύνατον να παραδώσει τον άνθρωπο με τον οποίο είχε περάσει έστω και λίγες απλές καθημερινές ανθρώπινες στιγμές.
Με παρατεταμένο όμως πια και το όπλο του ανωτέρου (μάνατζερ) απέναντι πλέον και στους δύο, συνειδητοποίησε ότι σ’ αυτό το τέλειο σχέδιο, αυτό που είχε προβλεφθεί στην Ειδική Υπηρεσία της Ασφάλειας με κάθε λεπτομέρεια και είχε υπολογισθεί με μαθηματική ακρίβεια, σ’ αυτό το Καθεστώς που χωρίζει τους ανθρώπους σ’ εκείνους που είναι μαζί του και σ’ εκείνους που δεν είναι, υπάρχει ένα κρίσιμο, ένα μοιραίο λάθος.
Λίγα λόγια για το έργο
Προφητικό, καθώς παρόλο που γράφτηκε το 1965 προμηνύει την Δικτατορία που επικράτησε αργότερα. το “Λάθος”. Ο συγγραφέας δεν αναφέρεται σε συγκεκριμένο τόπο, γεγονός που το καθιστά παγκόσμιο και κάθε αναγνώστης μπορεί να ενταχθεί σε αυτό. Ακόμη η εξουσία έχει το γενικόλογο όνομα “το καθεστώς” και συνάμα ούτε οι λιγοστοί ήρωες που υπάρχουν μέσα στις σελίδες του βιβλίου δεν αναφέρονται με κάποιο όνομα καθιστώντας το οικουμενικό.
Το εντυπωσιακό σε αυτό το βιβλίο, εκτός από την πληθώρα των κρυφών και φανερών νοημάτων, είναι ο τρόπος γραφής που χρησιμοποιείται κατά την συγγραφή του. Η αφήγηση γίνεται από δυο χαρακτήρες του βιβλίου και από έναν παντογνώστη αφηγητή. Τα πρόσωπα που αφηγούνται εναλλάσσονται με τυχαία σειρά στο βιβλίο και έτσι ο αναγνώστης μαθαίνει τα γεγονότα τόσο μεροληπτικά μέσω από την αφήγηση τού ανθρώπου από το καφέ Mare όσο και από τον ανακριτή. Σε αυτή αντιπαραβάλλεται η αντικειμενική αφήγηση από τον παντογνώστη αφηγητή. Οι περιγραφές της ψυχικής κατάστασης των ηρώων βοηθούν τον αναγνώστη να κατανοήσει ακόμα περισσότερο τα κίνητρα τους και συμβάλλουν στην καλύτερη ένταξη του αναγνώστη στην ιστορία του μυθιστορήματος.
Αποδοχή και κριτική
Το βιβλίο γνώρισε μεγάλη επιτυχία όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και σε δεκάδες άλλες χώρες, καθώς μεταφράστηκε σε συνολικά 31 γλώσσες, ενώ δέχθηκε εξαιρετική κριτική στο σύνολο των χωρών αυτών. Για Το λάθος, ο Αντώνης Σαμαράκης τιμήθηκε με δύο λογοτεχνικά βραβεία: στην Ελλάδα με το βραβείο των «12» (1966) και στη Γαλλία με το Μεγάλο Βραβείο Αστυνομικής Λογοτεχνίας (1970).
Σε παγκόσμιο επίπεδο, ο Ζορζ Σιμενόν υποκλίθηκε στη «διαβολεμένη μαεστρία της τεχνικής» του Σαμαράκη και η Αγκάθα Κρίστι τον συνεχάρη για τη δύναμη της φαντασίας του. Ο Άρθουρ Μίλερ ευχήθηκε να διαβάσουν το βιβλίο «όσοι καπηλεύονται τη Δημοκρατία» ενώ ο Γκράχαμ Γκριν αναγνώρισε πως το «Λάθος» αναλύει σε βάθος το παράλογο με ποίηση και με αίσθηση του χιούμορ. Ο Άρθουρ Κέστλερ, επίσης, διέκρινε στα γρανάζια της πλοκής του έναν «καφκικό εφιάλτη» που καταλήγει σ’ ένα αριστουργηματικό, λυτρωτικό τέλος, ενώ ο Λουίς Μπουνιουέλ είχε αποφανθεί πως θα ‘ταν «ιδεώδες για τον κινηματογράφο», πολύ πριν το σκηνοθετήσει ο Γερμανός Πέτερ Φλάισμαν.
Απόσπασμα
ην ώρα που ο ανακριτής είχε προσφερθεί να τον βοηθήσει, αυτός, σκυμμένος στα «Εσπερινά Νέα», έκανε πως ασχολείται περαιτέρω με το σταυρόλεξο, έχοντας αλλού το νου του. Ναι, το παιχνίδι το είχε οριστικά χαμένο. Από τη στιγμή που γυρίσανε στο 717, από τη στιγμή που περάσανε το κατώφλι και είδε κι άκουσε το κλειδί να κάνει δυο στροφές – δυο ήχους στεγνούς, αμείλικτους, σα δυο πιστολιές, – από το δευτερόλεπτο εκείνο, το παν μέσα του, η σκέψη του, η καρδιά του, τα σπλάχνα του, οι μικροοργανισμοί στο σώμα του, η διαίσθησή του, το παν είχε περιπέσει σε μια κατασκότεινη και από παντού κατάκλειστη νύχτα. Τώρα πια δεν είχε ελπίδα! Είχε παίξει όλα του τα χαρτιά. Όχι, δεν είχε παίξει κανένα χαρτί, είχε απομείνει έτσι ασάλευτος μπροστά σε τούτη τη μοναδική ευκαιρία που ήτανε η βόλτα στην πόλη, απαθής είχε σταθεί, ανίκανος ν’ αντιδράσει και να δράσει. Σα να του είχε δοθεί ολόκληρη μια γυναίκα που του ήτανε πάρα πολύ επιθυμητή, και να είχε μείνει πλάι στο γυμνωμένο, το έτοιμο σώμα, να είχε απομείνει ανίκανος.
Στο τζάμι, το δεξί, είδε το πρόσωπό του να διαγράφεται μουντό, αχνό, σα να ήτανε χαραγμένο στο γυαλί. Ένιωσε να τον μπουκώνει ένα κύμα αηδία, έφτυσε με δύναμη στο τζάμι το πρόσωπό του. Έβγαλε αμέσως το μαντίλι του να σκουπίσει το φτύσιμο.
― Τι συμβαίνει; ρώτησε ο ανακριτής.
― Κουνούπι! Αντί να το χτυπήσω με το χέρι, είχα την ιδέα να το φτύσω. Αλλά μου ξέφυγε.
― Νομίζω δε μας ενδιαφέρει αν έχει κουνούπια το δωμάτιο. Δεν πρόκειται να κοιμηθούμε. Στις 5 ή και λίγο νωρίτερα, θάρθει ο μάνατζερ με τ’ αμάξι.
― Σωστά. Δεν είναι για ύπνο η νύχτα.
Έσκυψε και πάλι στο σταυρόλεξο. Δήθεν. Πώς την άφησε την ευκαιρία να του γλιστρήσει μέσ’ από τα δάχτυλα! Ο φόβος ήτανε η αιτία, ο φόβος που τρύπωσε ξαφνικά στην καρδιά του και τη δάγκωνε, τη ροκάνιζε συνέχεια, ο φόβος πως όλα αυτά είναι σκηνοθεσία, με μοναδικό σκοπό να τον κάνουνε να πέσει στην παγίδα. Να θελήσει να δραπετεύσει και τότε να φανερώσει ο ίδιος πως είναι ένοχος. Η Ειδική Υπηρεσία δεν είχε στοιχεία εις βάρος του. Για τούτο και του στήνανε μηχανή. Αν δεν έδειχνε ψύχραιμος, θα πήγαινε από μόνος του να ενοχοποιηθεί. Αν παρασυρθεί και κάνει ένα πήδημα να ξεφύγει, αυτό ακριβώς θάναι το μαχαίρι που θα καρφώσει με το χέρι του στην καρδιά του. Α, όχι! Εδώ, σ’ αυτό το πήδημα είναι που ποντάρει η Ειδική Υπηρεσία! Και δεν πρέπει να παίξει το χαρτί της. Τη στιγμή που θάτρεχε να ξεφύγει, ο άνθρωπος της Ειδικής Υπηρεσίας δε θα στεκότανε να τον καμαρώνει. Θα του έριχνε, σημαδεύοντας στα πόδια για να τον πιάσει ζωντανό. Η απόπειρά του να δραπετεύσει θα ήτανε καθαρή ομολογία. Ναι, είχε και πιθανότητα να πετύχει το κόλπο. Αλλά τι πιθανότητα; Και μπορούσε να ρισκάρει την ελαχιστότατη αυτή πιθανότητα, έχοντας μπροστά του τις πάρα πολλές πιθανότητες να ξαναπέσει δεύτερη φορά στα χέρια τους, τραυματισμένος, είτε να τον ανακαλύψουν αργότερα, όταν ολόκληρος ο μηχανισμός της Ειδικής Υπηρεσίας θα είχε κινητοποιηθεί; Κι αν ακόμα ξέφευγε, θα πρόφταινε νάρθει σ’ επαφή με τους δικούς του, να τον κρύψουνε, να του βγάλουνε πλαστή ταυτότητα και διαβατήριο, να τον περάσουν από τα σύνορα; Όλα αυτά πολύ αμφίβολα. Ύστερα αν ο άλλος του «Καφέ Σπορ» δεν είχε πράγματι συλληφθεί, αν είχε ξεφύγει, κι ο προϊστάμενος έπαιζε θέατρο, μπλόφαρε λέγοντας πως τον είχανε συλλάβει; Και να τον είχανε συλλάβει τον άλλον, πώς μπορούσε να είναι βέβαιος πως ο άλλος είχε ομολογήσει; Αν δεν είχε ομολογήσει, αν τους είχε ρίξει στάχτη στα μάτια, κι αν έπεφτε στο κενό η κατ’ αντιπαράσταση εξέταση που θα τους κάνανε; Ήτανε και η πιθανότητα να μην είχε σκηνοθετήσει τίποτα η Ειδική Υπηρεσία και να ήτανε όλα φυσικά και τυχαία, κι όμως προσπαθώντας να ξεφύγει, να πάει και να πέσει μόνος του στην παγίδα. Να τους δείξει ο ίδιος πως είναι ένοχος.
Όσο τρέχανε με τ’ αυτοκίνητο, και κατά τη διάρκεια της βόλτας, ήτανε μια παλίρροια μέσα του. Πότε κυριαρχούσε η κατεύθυνση να δραπετεύσει, πότε ο φόβος και τα ερωτηματικά, αν η απόπειρά του είχε αποτυχία και ξανάπεφτε στα χέρια της Ειδικής Υπηρεσίας…
Τώρα όμως ήτανε πολύ αργά να σκεφτεί τι να κάνει. Στο δωμάτιο 717 του «Μέγα Εθνικόν», ώρα περασμένα μεσάνυχτα, με την πόρτα διπλοκλειδωμένη και τον άνθρωπο της Ειδικής Υπηρεσίας άγρυπνο και το περίστροφό του έτοιμο να πει το δικό του λόγο, ήτανε ή δεν ήτανε πολύ αργά; Είχε κλείσει, οριστικά, το θέμα. Το μόνο που περίμενε, ήτανε νάρθει γύρω στις 5 ο μάνατζερ με τ’ αμάξι, να φύγουνε για το φέρρυ-μποτ, και να τον παραδώσουνε ύστερα στο Κεντρικό. Εκεί, τι ήτανε να γνωρίσει; Ένα σκοτεινό αδιέξοδο τον παραμόνευε στην πρωτεύουσα, ένα αδιέξοδο τελειωτικό και δίχως ελπίδα.
Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός
Πηγές
«Ένα αδιέξοδο τελειωτικό και δίχως ελπίδα»: Απόσπασμα από το Λάθος του Αντώνη Σαμαράκη