Η τέχνη της ξυλογραφίας
Οι παλαιότερες ξυλογραφίες που σώζονται, βρέθηκαν στην Κίνα και τοποθετούνται χρονολογικά στην εποχή της δυναστεία των Τανγκ, μεταξύ 618-905 μ.Χ.. Οι ξυλογραφίες αυτές ήταν μονόχρωμες και είχαν σκοπό να αναπαραχθούν σε αυτές πολλές εικόνες θρησκευτικών θεμάτων. Οι αρχαιότερες από αυτές χρονολογούνται από το 868 μ.Χ. και ανακαλύφθηκαν το 1907 από τον Άουρελ Στάϊν μέσα σε σπηλιές όπου γινόταν η λατρεία του Βούδα εν Τουν Χουάγκ του Κινεζικού Τουρκεστάν.
Από την Κίνα η τέχνη της ξυλογραφίας διαδόθηκε στην Ιαπωνία κατά τον 8ο αιώνα για την αναπαράσταση λαϊκών εικόνων που αναπαριστούσαν θρησκευτικά θέματα. Στην Ιαπωνία, παρόλα αυτά, δημιουργήθηκε μεταγενέστερα σχολή με καλλιτέχνες, όπου ενώ θεωρούσαν τη ζωγραφική ως υψηλή τέχνη, επιδίδονται, ταυτόχρονα και στην τέχνη της ξυλογραφίας.
Η Ιαπωνική εκδοχή
Η ονομασία ουκίγιο-ε (ukiyo-e) ή «εικόνες του ρέοντος κόσμου» ήταν αρχικά συνυφασμένη με τη βουδιστική θεώρηση που βασίζεται στο εφήμερο της ανθρώπινης ύπαρξης. Στη συνέχεια, όμως, κατέληξε να υποδηλώνει μία ηδονοθηρική στάση απέναντι στο σήμερα, τις τελευταίες τάσεις της μόδας, την αναζήτηση της κομψότητας, καθώς και τη ζωή των αστών του Έντο (σύγχρονο Τόκιο) από τον 17ο ως και το 19ο αιώνα. Οι ξυλογραφίες που απεικονίζουν αυτόν τον ρέοντα, φθαρτό, φευγαλέο και εφήμερο κόσμο φέρουν την ονομασία ουκίγιο-ε.
Eishōsai Chōki (χρονολογίες άγνωστες), H εταίρα Tamahagi της οικίας Ibaraki-ya στη Shimmachi της Οσάκα Katsushika Hokusai (1760-1849), «Χιονισμένο πρωινό στην Koishikawa» από τη σειρά «36 Απόψεις του Όρους Φούτζι»
Η ουκίγιο-ε κατέχει κύρια θέση στην κουλτούρα της πρωτεύουσας του Έντο ιδιαίτερα από τα μέσα του 17ου αιώνα και μετά. Η τάξη των εμπόρων, οικονομικά ευεργετημένη από τη ραγδαία ανάπτυξη της πόλης, εντρύφησε στον ανάλαφρο τρόπο ζωής που προσέφεραν ορισμένες συνοικίες γύρω από το θέατρο, τους οίκους ανοχής και τα τεϊοποτεία. Αυτές οι συνοικίες των τέρψεων, με πιο γνωστή τη Γιοσιουάρα, αναδείχθηκαν σύντομα σε σημεία συνάντησης για όλες τις κοινωνικές ομάδες. Οι καθημερινές ιστορίες των ανθρώπων, που διασκέδαζαν από τις εμπειρίες τους με τους ηθοποιούς και τις γκέισες, έγιναν τα θέματα με τα οποία οι καλλιτέχνες της εποχής δημιούργησαν τα πρώτα Ουκίγιο-ε. Αν και προορίζονταν για αφίσες με σκοπό τη διαφήμιση των συνοικιών, ενθουσίασαν με την αισθητική τους το ευρύ καταναλωτικό κοινό. Η αυξημένη ζήτηση προκάλεσε και την αύξηση της παραγωγής τους, η οποία κατέστη εφικτή κυρίως μέσω της ξυλογραφίας. Μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα, κάθε σπίτι στην Ιαπωνία είχε στην κατοχή του τουλάχιστον ένα Ουκίγιο-ε.
Την περίοδο αυτή εικονογραφημένες ιστορίες γραμμένες από τους αστούς του Έντο άρχισαν να κυκλοφορούν δεμένες σε ehon, δηλαδή τόμους εν είδει βιβλίων. Στην εικονογράφηση αυτών των βιβλίων χρησιμοποιούνταν συχνά τυπώματα της ουκίγιο-ε. Σταδιακά, όμως, εξελίχθηκαν σε ανεξάρτητα έργα που κοσμούσαν κυλίνδρους ανάρτησης (kakemono), ή σε μονά τυπώματα που χρησίμευαν ως ευχετήριες κάρτες (surimono) ή ως αφίσες για τη διαφήμιση θεατρικών παραστάσεων και ηθοποιών του λαϊκού θεάτρου kabuki. Όλα τα τυπώματα είχαν κυρίως εμπορικό χαρακτήρα και γίνονταν διαθέσιμα ευρέως στο κοινό. Τα κύρια θέματα περιλάμβαναν κινέζικους μύθους, κατορθώματα των πρώτων Σαμουράι, σκηνές της καθημερινής ζωής στην πόλη, προσωπογραφίες γκεϊσών και ζευγαριών. Επίσης, δημοφιλείς ήταν οι ταξιδιωτικοί οδηγοί με τοπία της χώρας, καθώς και έργα τολμηρού ερωτικού περιεχομένου (shunga), που κυκλοφορούσαν συνήθως παράνομα.
Τα Ουκίγιο-ε έργα ήταν προσιτά στο ευρύ κοινό γιατί μπορούσαν να παραχθούν μαζικά. Προορίζονταν αρχικά για αστούς που δεν ήταν αρκετά πλούσιοι για να αγοράσουν ένα αυθεντικό πίνακα. Τα αρχικά θέματα ήταν παραστάσεις από τη ζωή της πόλης, σκηνές διασκέδασης, αθλητές του σούμο και φημισμένοι ηθοποιοί. Αργότερα, η θεματολογία επικεντρώθηκε στα τοπία. Το σεξ δεν ήταν επιτρεπόμενο θέμα αλλά παρουσιαζόταν συχνά σαν θέμα στα ουκίγιο-ε. Συχνά οι εκδότες και οι δημιουργοί τιμωρούνταν για την δημιουργία των σεξουαλικών ουκίγιο-ε ή σούνγκα (shunga).
Η τεχνοτροπία και οι εκπρόσωποι
Σαν τέχνη, τα ουκίγιο-έ είναι σύνθετα δημιουργήματα – προϊόντα συνεργασίας του ζωγράφου που συνθέτει το αρχικό σχέδιο, του χαράκτη που το μεταφέρει στο ξύλο (παραδοσιακά, της κερασιάς) και του τεχνίτη που το τυπώνει. Πολλά χέρια συνεργάζονταν λοιπόν για τη δημιουργία του ίδιου έργου, επιβεβαιώνοντας την παραδοσιακή ιαπωνική ικανότητα για συλλογική συνεργασία και συγκεράζοντας, ενδεχομένως, διαφορετικές προσωπικότητες και μορφολογική προσέγγιση. Αυτό το γεγονός πρέπει να το έχουμε πάντοτε υπόψη μας, όταν κρίνουμε ένα παραδοσιακό ιαπωνικό χαρακτικό. Ως προς του ζωγράφους του ουκίγιο-έ, ότι πάρα πολλοί από αυτούς μάς είναι γνωστοί και από ζωγραφικές συνθέσεις σε χαρτί ή σε μετάξι, δημιουργημένες με χρώματα ή και με μελάνη.
Αρχικά, ο ζωγράφος σχεδίαζε την εικόνα σ’ ένα είδος λεπτού χαρτιού, το washi. Στη συνέχεια, το washi επεκολλούτο σε μια ξύλινη επιφάνεια, πάνω στην οποία ο ξυλογλύπτης χάραζε το αρχικό σχέδιο. Έπειτα, ο τυπογράφος χρησιμοποιούσε το ξύλινο ανάγλυφο, όπως μια σφραγίδα, και τύπωνε τα χρώματα διαδοχικά σε έναν καμβά. Τέλος, ο εκδότης αναλάμβανε την προώθηση του ολοκληρωμένου έργου στην αγορά. Αν το έργο αποκτούσε μεγάλη απήχηση, τότε ο καλλιτέχνης χρησιμοποιούσε το ήδη έτοιμο ανάγλυφο και επαναλάμβανε απλώς το στάδιο της τύπωσης. Έτσι, η ανάμιξη του ζωγράφου και του ξυλογλύπτη δεν ήταν απαιτούμενη και το Ουκίγιο-ε αναπαραγόταν με ταχύτητα και με ακρίβεια.
Τα πρώτα χαρακτικά ήταν ασπρόμαυρα, με βαθμιαίες προσθήκες κόκκινου της σκουριάς και άλλων απλών χρωμάτων με το χέρι, ενώ το μαύρο αποδιδόταν (και αποδίδεται πολλές φορές) πιο λαμπερό με τη χρήση της λάκας. Η τελειοποίηση των τεχνικών μεθόδων με την πάροδο του χρόνου είχε ως αποτέλεσμα, γύρω στο 1765, τη δημιουργία των περίφημων νίσικι-έ (nishiki-e, πολύχρωμα χαρακτικά που θυμίζουν κεντήματα). Αυτά συνδέθηκαν με τον καλλιτέχνη Σουζούκι Χαρουνόμπου (1724-1770), γνωστόν και από τις ζωγραφικές επιδόσεις του σε χαρτί και σε μετάξι, στην τεχνική της πινελιάς όσο και στο πολύχρωμο στυλ του ουκίγιο-έ.
Ζωγράφοι και δημιουργοί χαρακτικών υπήρξαν οι πιο γνωστοί πρωτεργάτες του ουκίγιο-έ, όπως ο Χισικάουα Μορονόμπου (περ. 1618-1694), ο Τορίι Κιγιονόμπου(1664-1729), ο Οκουμούρα Μασανόμπου (περ. 1686-1764). Ο Κιγιονόμπου και όλοι σχεδόν οι Τορίι διακρίθηκαν σε συνθέσεις θεατρικές, προφανώς γιατί ο θεμελιωτής αυτής της μακρόβιας σχολής, ο Τορίι Κιγιομότο (1645-1702), υπήρξε ζωγράφος αλλά και ηθοποιός – αρχικά στην Οσάκα και αργότερα στο Έντο. Εξίσου σημαντικοί θεωρούνται οι Χιροσίγκε, Χοκουσάι, Κουνιτσίκα, Κουνισάντα, Ουταγκάουα Κουνιγιόσι, Σαράκου (Sharaku), Τογιοκούνι, Ουταμάρο, Τόσι Γιοσίντα, Χιρόσι Γιοσίντα και Γιοσιτόσι.
Επιρροές στην Δύση
Τίτλοι τέλους έμελλαν να δοθούν στο είδος αυτό τέχνης με την ιαπωνική κοινωνία πέρασε το 19ο αιώνα να επιδιώκει τον εκσυγχρονισμό κατά τα πρότυπα των δυτικών χωρών. Την εποχή εκείνη, πολλά στοιχεία από την κουλτούρα απορρίφθηκαν ως απομεινάρια του παρελθόντος. Το άνοιγμα των συνόρων, όμως, αποδείχθηκε καθοριστικό καθώς η αλληλεπίδραση της Ιαπωνίας με τα άλλα κράτη έφερε ξανά στο προσκήνιο τα Ουκίγιο-ε και μια νέα τάση στις τέχνες δημιουργήθηκε, αυτή τη φορά από την πλευρά της Δύσης.
Η τάση του Ιαπωνισμού (από το γαλλικό Japonisme) επηρέασε σε μεγάλο βαθμό την καλλιτεχνική πορεία σπουδαίων ζωγράφων όπως ο Κλοντ Μονέ, ο Βίνσεντ βαν Γκογκ και ο Ανρί ντε Τουλούζ-Λοτρέκ, βάζοντας τα θεμέλια για την ανάπτυξη των κινημάτων του Ιμπρεσιονισμού και της Αρτ Νουβό. Κάπως έτσι, το πνεύμα μιας ξεχασμένης τέχνης από την Ιαπωνία, που αγαπούσε να αποτυπώνει τις φευγαλέες χαρές της ζωής, συνεχίστηκε, διαμορφώνοντας παράλληλα τη σύγχρονη καλλιτεχνική αντίληψη της Ευρώπης και της Αμερικής. Εξακολουθεί να παράγεται μέχρι σήμερα και να είναι αντικείμενο θαυμασμού για τους λάτρεις της τέχνης και της ιαπωνικής κουλτούρας.
Kάποια εκ των έργων της τεχνοτροπίας αυτής έχουν γίνει αγαπητά και εμπορικά παγκοσμίως μέχρι και σήμερα. Χαρακτηριστικό δείγμα το Κύμα του Χοκουσάι!
Πηγές
https://www.gr.emb-japan.go.jp/portal/gr/culture/culture12.htm
https://frapress.gr/2018/10/oykigio-e-i-diachronikotita-enos-efimeroy-kosmoy/