Τον Μάρτιο του 1821 ο Αλέξανδρος Υψηλάντης συγκρότησε στη Φωξάνη, πόλη στα όρια της Μολδαβίας με τη Βλαχία, τον Ιερό Λόχο από τριακόσιους περίπου νέους, Έλληνες σπουδαστές του εξωτερικού, καθώς και των ελληνικών σχολών του Βουκουρεστίου και της Οδησσού που διηύθυνε ο μέγας διδάσκαλος του Γένους, ο Ηπειρώτης Γεώργιος Γεννάδιος.
Σήμερα θα μιλήσουμε για τον Έντγκαρ Ντεγκά, τον γνωστό Παριζιανο καλλιτέχνη που άφησε ένα βαθιά ανθρώπινο στιγμή στη σύγχρονη ζωγραφική
Η οικογένεια Ντε Γκα
Ο Εντγκαρ Ντε Γκα γεννήθηκε στο Παρίσι στις 19 Ιουλιου του 1834. Καταγόταν από μία πλούσια οικογένεια, με πατέρα Γάλλο-Ίταλό και μητέρα Κρεολή, από τη Νέα Ορλεάνη. Ήταν ο μεγαλύτερος από πέντε αδέλφια. Ο πατέρας του, στο επάγγελμα τραπεζίτης, ήταν ένας άνθρωπος πολύ καλλιεργημένος και ιδιαίτερα φιλόμουσος. Όταν πέθανε η μητέρα του ζωγράφου, στα 13 του χρόνια, την πνευματική του καλλιέργεια ανέλαβε αποκλειστικά ο πατέρας.
Το όνομα
Το πλήρες όνομα του ζωγράφου ήταν Εντγκάρ Ιλαίρ Ζερμαίν ντε Γκα και αντανακλά την πολυπολιτισμικής καταγωγή του. Το επίθετό του, ντε Γκα, διατήρησε ως είχε ως τα σαράντα του έτη, όποτε άρχισε να υπογράφει με εκείνο μονολεκτικά, ως Ντεγκά.
Η κλίση προς τη ζωγραφική
Ο Εντγκάρ Ντεγκά ζωγράφιζε από μικρή ηλικία. Αποφοιτώντας από το λύκειο, με μπακαλορεά στη λογοτεχνία, είχε ήδη μετατρέψει ένα δωμάτιο του σπιτιού σε στούντιο. Ξεκινα να δουλεύει ως αντιγραφέας στο Λούβρο, εμπνέεται από τον Ενγκρ και τους μεγάλους Αναγεννησιακους ζωγράφους, αλλά ο πατέρας του επιμένει να ακολουθήσει νομικές σπουδές. Γράφεται στη νομική σχολή του Παρισιού, αλλά μετά από δύο χρόνια εγκαταλείπει. Σε αυτό συνετέλεσε και η γνωριμία του με τον Ενγκρ.
Τραβάτε γραμμές, νεαρέ μου, χαράζετε γραμμές εκ του φυσικού ή από μνήμης και θα γίνετε καλός καλλιτέχνης
Ντ. Ενγκρ
Αυτά ήταν τα λόγια του μεγάλου Ενγκρ στον Ντεγκά όταν τον πρωτογνώρισε, το 1855. Την ίδια χρόνια, έγινε δεκτός στη Σχολή Καλών Τεχνών του Παρισιού, όπου φοιτησε κοντά στον Λ. ντε Λαμότ, μαθητή του Ενγκρ.
Στην Ιταλία
Το 1858 ο Ντεγκά ταξιδεύει στην Ιταλία. Δεν είναι η πρωτη φορά που πηγαινει εκεί, αλλά είναι η πιο καθοριστική. Ταξιδεύει στη Ρώμη, τη Φλωρεντία, το Βιτερμπο , το Ορβιέτο, στην Περρούτζια και την Ασσιζη. Μελετά τους αναγεννησιακους ζωγράφους, που θα αποτελέσουν μια από τις βασικές επιρροές του και δημιουργεί προσχέδια για το γνωστό του πίνακα «Η οικογένεια Μπελέλλι», που αποτελεί οικογενειακό πορτραίτο. Το αξιοσημείωτο είναι ότι από τους αριστουργηματικούς αναγεννησιακους πίνακες, ο Ντεγκά επιλέγει να μελετήσει λεπτομέρειες και αποσπάσματα που του έκαναν εντύπωση και όχι τη συνολική παράσταση.
Αντλώντας θεματολογία από την Ιστορία
Μετά την επιστροφή του στη Γαλλία, περίπου το 1860, επικεντρώνεται σε θέματα ιστορικά. Δίνει μεγάλη έμφαση στη λεπτομέρεια, στο καθαρό σχέδιο. Δίνει περισσότερη σημασία στην απόλυτη απόδοση των ανθρωπίνων χαρακτηριστικών και των εκφράσεων παρά στην απεικόνιση του ιστορικού γεγονότος καθεαυτού. Αυτό φαίνεται πολύ χαρακτηριστικά στον πίνακα του «Νεαροί Σπαρτιάτες», όπου οι μορφές μοιάζουν περισσότερο με Παριζιανους εφήβους από νεανικές συμμορίες της Μονμάρτης, παρά με αρχαίους Έλληνες νέους.
Η φιλία με τον Μανέ
Την ίδια χρονική περίοδο, ο Ντεγκά γνωρίζεται με τον Μανέ. Από εκεί και στο εξής θα συνάψουν μία δυνατή φιλιά και αμοιβαία αλληλοεκτίμηση. Ο Μανέ τον γνωρίζει σε ένα κύκλο Ιμπρεσιονιστών καλλιτεχνών, τον φέρνει σε επαφή με προσωπικότητες όπως ο Ζολά, ο Σεζάν, ο Ρενουάρ και ο Μονέ. Σταδιακά αρχίζει μια νέα περίοδος στη ζωγραφική του.
Ένας ιμπρεσσιονισμος της καθημερινότητας
Η τέχνη του Ντεγκά αρχίζει να αντλεί θεματολογία από την καθημερινότητα. Ιπποδρομίες, άνθρωποι στη δουλειά, καπελάδες και πλύστρες, αριστοκράτες και χορεύτριες αρχίζουν να γίνονται κυρία θέματα στους πίνακές του. Απαρνούμενος σταθερά τον Ιμπρεσσιονισμό, τη ζωγραφική στην ύπαιθρο και επιμένοντας να αυτοχαρακτηρίζεται Ρεαλιστής, αποτυπώνει ωστόσο την έμπνευση του με τον ιμπρεσιονιστικό τρόπο. Σκηνές της πόλης, της ρουτίνας, ακόμα και αντικείμενα καθημερινής χρήσης αποδίδονται με ζωντάνια και εξαντλητική λεπτομέρεια.
Ο Πόλεμος
Με την έναρξη του Γάλλο-πρωσικού πολέμου, το 1870, ο Ντεγκά επιστρατεύεται, όπως και πολλοί συνάδελφοι του στην Εθνοφρουρά. Αυτή είναι και η περίοδος που θα αρχίσει να αντιμετωπίζει προβλήματα όρασης. Η σταδιακή επιδείνωση της κατάστασής του θα τον καταστήσει σχεδόν τυφλό προς το τέλος της ζωής του. Αντίστοιχα θα επηρεάσει και το καλλιτεχνικό του ύφος
Το Φουαγιέ του Χορού και η Σχολή Μπαλέτου
Μετα την ανακωχή, ο ζωγραφος αρχίζει να συχνάζει στα παρασκήνια της όπερας. Η Σχολή Μπαλέτου τον εμπνέει να αρχισει την απεικόνιση σκηνών χορού και μικρών χορευτριών, το θέμα για το οποίο είναι κυρίως γνωστός. Ο πρώτος του πίνακας αυτού του είδους ήταν «Το φουαγιέ του Χορού»
Η Νέα Ορλεάνη
Ο Ντεγκά έζησε για ένα περίπου χρόνο κοντά στο θείο του στη Νέα Ορλεανη. Άντλησε έμπνευση από το εξωτικό -για τα δικά του δεδομένα- στοιχείο, αλλά τα προσχέδια του ως επι το πλείστον δεν κατέληξαν σε πίνακες. Η ξεχωριστή αύρα της Λουϊζιάνα, ωστόσο, αφήνει το ιδιαίτερο στίγμα της στον καλλιτέχνη. Επιστρέφοντας ζωγραφίζει έναν από τους γνωστότερους πίνακες του, την Αγορά του μπαμπακιού, που απεικονίζει τις συναλλαγές στο γραφείο του θείου του.
Η επιστροφή στη Γαλλία
Επιστρέφοντας στη Γαλλία, οι πίνακες του Ντεγκά επιστρέφουν στην ρεαλιστική θεματολογία. Η σύνθεση ωστόσο αποκτά μεγαλύτερη ελευθερία και η παλέτα του γίνεται πιο έντονη και λαμπερή. Μετά το θάνατο του πατέρα του, και τα χρέη που είχε αφήσει ο αδελφός του, εισέρχεται σε μια ιδιαίτερα δημιουργική δεκαετία, κατά την οποία φιλοτεχνεί ορισμενα από τα πιο εμβληματικά έργα του. Εκθέτει τη δουλειά του σε πέντε εκθέσεις μαζί με τους ιμπρεσιονιστές συντρόφους του, συμμετέχοντας και στην οργάνωσή τους, παρά τις αντιθέσεις του προς το Κινημα. Καθώς η οικονομική του κατάσταση βελτιώνεται, στρέφεται και προς τη συλλογή έργων τέχνης, με έμφαση στους αγαπημένους του Ντελακρουά, Ενγκρ και Ντωμιέ.
Ο εφευρέτης της κοινωνικής φωτοσκιάσεως
Η ζωγραφική του Ντεγκά αποκτά όλο και μεγαλύτερη ελευθερία, οι σκηνές γίνονται πιο ρευστές, το φως αξιοποιείται για να διαχωριστούν τα πλάνα, με τέτοιο τρόπο, ώστε στο βάθος να γινεται ένα με τις μορφές. Οι αντανακλάσεις, οι σκιές και οι αποχρώσεις δουλεύοντας με τρόπο πρωτοποριακό και μοναδικό. Αυτή η τεχνική, η οποία έγινε το κύριο μέλημα του ζωγράφου ήταν και ο λόγος που οι φίλοι του τον αποκαλούσαν ειρωνικά «Εφευρέτη της κοινωνικής φωτοσκιάσεως».
Η απομόνωση
Ο Ντεγκά πέρασε τις τελευταίες δεκαετίες της ζωής του σε πλήρη απομόνωση. Οι αντισημιτικές του ιδέες τον απομάκρυναν από μεγάλο μέρος των φίλων του, ενώ η όραση του είχε εξασθενήσει σε πολύ μεγάλο βαθμό. Ζωγράφιζε κυρίως με βάση το νέφτι, το παστέλ η την τέμπερα, δίνοντας όλο και μεγαλύτερη προσοχή στο φως και το χρωμα. Με τη δεξιοτεχνία του δημιούργησε έργα λυρικά, φαντασιακα, συνδυάζοντας τεχνικές. Υπήρξε μάλιστα ο εφευρέτης της μονοτυπίας. Η πιο χαρακτηριστική συλλογή που δημιούργησε με παστέλ ήταν η σιερα των γυναικών που «Λούζονται, πλένονται, χτενίζονται ή τις χτενίζουν»
Ο Εντγκάρ Ντεγκά πέθανε απομονωμένος σε ηλικία 83 ετών σαν σήμερα, το 1917 στο Παρίσι, αφήνοντας μια μεγάλη συλλογή πινάκων, χαρακτικών και γλυπτών, αποτέλεσμα μιας δυναμικής και προοδευτικής καλλιτεχνικής αναζήτησης, μιας έμπνευσης που αξιοποίησε ακόμη και τους φυσικούς περιορισμούς για να μετουσιωθεί σε πρωτότυπο καλλιτεχνικό έργο.
Το σημερινό άρθρο της φίλης μας θα αφιερώσουμε στον Αλέξη Ακριθάκη, ένα σύγχρονο έλληνα ζωγράφο, που έζησε μια περιπετειώδη μποέμ, όπως θα τη χαρακτηρίζαμε, ζωή .
Ο Αλέξης Ακριθάκης γεννήθηκε στην Αθήνα, από μια ευκατάστατη οικογένεια που ζούσε στο Κολωνάκι. Υπήρξε ιδιαίτερα αντιδραστικός ως μαθητής και είχε αποβληθεί από κάθε σχολείο όπου φοίτησε!
Τα πρώτα του σχέδια έκανε στο ιστορικό καφενείο Βυζάντιο, το οποίο βρισκόταν στην πλατεία Κολωνακίου και φιλοξενούσε κύκλους αντισυμβατικών διανοούμενων. Όπως ο ίδιος έχει αναφέρει, Κυριότερη πηγή έμπνευσης του αποτελούσε η λογοτεχνία και η ποίηση, ιδιαιτέρως ο Μακρής και ο Ταχτσής.
Στα τέλη της δεκαετίας του ’50 αποφασίζει να φύγει με μια μοτοσικλέτα για να ζήσει στο Παρίσι. Στη γαλλική πρωτεύουσα θα παραμείνει για τρία περίπου χρόνια, αρνούμενος κάθε συμβατικότητα στον τρόπο ζωής του. Επιστρέφοντας στην Αθήνα το 1960 πραγματοποιεί έκθεση των έργων του στην Θεσσαλονίκη και αργότερα, στο γαλλικό ινστιτούτο Αθηνών στήνει την πρώτη σημαντική ατομική του έκθεση. Παράλληλα ασχολείται με την εικονογράφηση, για παραδειγμα με έργα που έκανε για το περιοδικό “Πάλι” του Νάνου Βαλαωρίτη, και την σκηνογραφία.
Το 1968, ο Ακριθάκης λάμβανε υποτροφία από το γερμανικό κράτος και εγκαθίσταται στο Βερολίνο. Στα επόμενα χρόνια η ζωή και η εργασία του Λαμβάνουν χώρα μεταξύ Γερμανίας και Ελλάδας και αποκτά διεθνή φήμη.
Το καλλιτεχνικό του στυλ είναι έντονα αφηγηματικό, Χρησιμοποιεί συμβολικά μοτίβα και έντονα χρώματα. Σε πολλά έργα του διακρίνουμε και στοιχεία μιας πυκνής γραφής, ως επιρροή από τη λογοτεχνία. Εκτός από πίνακες δημιουργεί κολλάζ, εργα εικονογράφησης, σκηνικά και σχέδια αντικειμένων. Στις επιρροές του μπορεί να συμπεριληφθεί και το κίνημα του φωβισμού. Ο ίδιος ανέφερε ότι δεν επιθυμούσε να ενταχθεί καλλιτεχνικά σε κανένα κίνημα, αναζητώντας διαρκώς μία προσωπική γλώσσα στη ζωγραφική του.
Η οριστική επιστροφή του Αλέκου Ακριθάκης στην πατρίδα θα γίνει το 1984, με τη υγεία του να βρίσκεται σε κρίσιμη κατάσταση. Η σχέση του με το αλκοόλ και τα ναρκωτικά συνέβαλε κατα κύριο λόγο σε αυτή την επιδείνωση. Ο καλλιτέχνης έφυγε από τη ζωή το 1994 σε ηλικία 55 ετών, αφήνοντας ημιτελή την τελευταία συλλογή με έργα του, εμπνευσμένα από τους τροφίμους του Δρομοκαΐτειου, όπου νοσηλεύθηκε για αποτοξίνωση.
Ιούνιος μήνας, του Αϊ-Γιαννιού του Ριζικάρη, και φούντωναν οι νυχτερινές φωτιές, με τραγούδια και χάχανα, μέσα στο μεθυστικό λαχάνιασμα και στη μυρουδιά του καμένου ξύλου ελευθερώνονταν τα όνειρα κι ανέβαιναν ψηλά, πάνω απ’ τις στέγες των σπιτιών, εκεί που καρτερούσαν το ταξίδι κι η φυγή των κρυφών πόθων και των φυλακισμένων επιθυμιών, να δροσιστούν στο αεράκι της μαγεμένης νύχτας, της μοίρας και του θαύματος. Και η Άννα, πρώτη και καλύτερη, εκεί, να μαζέψει ξύλα για τις φωτιές του ξεφαντώματος. Πρώτη να τρέξει σε τρεις βρύσες ή τρία σπίτια που κατοικούσ μονοστέφανες, να κουβαλήσει τ’ αμίλητο νερό, για να ρίξει μέσα τα ριζικάρια, σκουλαρίκια, σταυρούς, χάντρες ή κουμπιά:
Κλειδώσατε τον Κλήδονα στ’ Αγιού Γιαννιού τη χάρη κι όποιος είν’ καλορίζικος πρωί θα ξενεφάνει
Για να δει το πρωί, κάθε φορά, στο ξεκλείδωμα, το ριζικό της το μαύρο και σκοτεινό:
Ανοίξατε τον Κλήδονα να βγει χαριτωμένος να βγει ένας αγγούραρος θεριός θεριακωμένος
Να ρίξει τ’ ασπράδι του αυγού στο νερό, να δει η έρμη σχήματα και μορφές της τύχης της. Δε βάζω στο λογαριασμό τα κουφέτα που μάζευε με τις χούφτες, όλο το χρόνο, από νυφιάτικα κρεβάτια και τα ‘βαζε στο μαξιλάρι της να ονειρευτεί παλικάρια και καβαλάρηδες. Δεν ξέρω τι ονειρευόταν εκείνα τα βράδια, αλλά συχνά την έβλεπα, κάτι δευτεριάτικα πρωινά, να μασουλάει κουφέτα, με μίσος, θαρρώ. Τα ίδια και χειρότερα τραβούσε με τις φανουρόπιτες και τι να της φανερώσει ο Άγιος, που, στο κάτω κάτω, άντρας ήταν κι αυτός και μάτια είχε και γούστα. Άσε το πόσες φορές έγραψε τ’ όνομά της στο γοβάκι της νύφης, για να ψάχνει, κάθε φορά, να δει αν και πόσο καλοσβήστηκε, πράμα που σήμαινε και το γρήγορο του επερχόμενου τυχερού. Θυμάμαι μια φορά, τι καβγάς φούντωσε, τι τσιρίδα και μαλλιοτράβηγμα έπεσε, όταν όλα τα κοριτσόπουλα γράψαν το μικρό τους όνομα στην πολύτιμη νυφιάτικη σόλα και δεν έμεινε χώρος για να χαράξει το δικό της η Άννα κι έπρεπε να το γράψει -γιατί θα το έγραφε οπωσδήποτε- στη μικρή καμάρα που, βέβαια, ήταν σίγουρο πως δε θα σβηνόταν ποτέ. Λες και τις τόσες φορές που το ‘γραψε πρώτη αυτή, στο κέντρο του πατούμενου, και σβήστηκε και φαγώθηκε, είδεχαΐρι και προκοπή. Είκοσι τρεις Ιουνίου λοιπόν, παραμονή του Αϊ-Γιαννιού και τότε. Ανάψαμε κι εμείς στο δρόμο μας τρεις φωτιές που οι φλόγες τους πήγαν ν’ αγκαλιάσουν τη γειτονιά, ανάμεσα σε γέλια, ξεφωνητά και καβγάδες, φυσικά και τις πηδήξαμε πολλές και πολλές φορές, ίσια και σταυρωτά, και λαχανιάσαμε και ιδρώσαμε, καπνιστήκαμε καιτσουρουφλιστήκαμε στο άτσαλο τρεχαλητό μας. Κι αφού καταλάγιασαν τα όμορφα τραγούδια, τα γεμάτα έρωτα και πόθο, προσμονή κι ελπίδα για νύφες και νεράιδες, ομορφονιούς και καβαλάρηδες, τα κορίτσια του δρόμου μας μάζεψαν λίγη απ’ τη ζεστή ακόμα στάχτη της φωτιάς στα πιάτα τους, για να τα βάλουν πάνω στα κεραμίδια των σπιτιών τους, να τη δούνε τ’ άστρα της εξαίσιας αυτής νύχτας και να κατεβούνε οι Μοίρες να τημοιράνουνε για να πάρει μαντική καιτελεσματική δύναμη και να σχηματίσει στην επιφάνειά της όνομα αρσενικό ή να φανερώσει σημάδι από επάγγελμα αντρικό. Να ξέρουν, δηλαδή, τι να περιμένουν στα κρυφά και χνοτιασμένα τους όνειρα ή στα καλέσματα και τα προξενιά που θα έρχονταν. Μάζεψε κι η Άνναπυρωμένη στάχτη σ’ ένα μεγάλοσινί, το σταύρωσε, το έφτυσε τρις κι αφού το ‘στρωσε στα κεραμίδια του σπιτιού της, αποτραβήχτηκε στην κουρασμένη προσμονή της, σίγουρη κι αυτή τη φορά για τοαίσιον αποτέλεσμα. Εμείς τ’ αγόρια μείναμε, φυσικά, κάτι παραπάνω. Να πούμε τα δικά μας. Όνειρα και πόθοι ασχημάτιστοι ακόμα, μπερδεύονταν με σκανδαλιές και κατορθώματα. Ξύλινα σπαθιά και τενεκεδένιες ασπίδες μπλέκονταν με ταάγουρα στήθια των κοριτσιών που άρχιζαν να σχηματίζονται κι ακόμα, με τα απλωμένα γυναικεία εσώρουχα της μπουγάδας, σχέδια για το μεθαυριανό μαςμέστωμα, για τη φυγή μας στο όμορφο και μεθυστικό άγνωστο, μέσα από φώτα, μουσικές και ιαχές ατέλειωτων λεωφόρων. Πού να ‘ξερε ο καθένας μας, τότε, τι δρόμο θα τραβούσε αργότερα, σε ποιους διαδρόμους και μονοπάτια θα χανόταν της ζωής. Πού να ‘ξερα τότε ότι, χρόνια μετά, θα γυρνούσα το κεφάλι πίσω, με τόση γλύκα και παράπονο. Πάντως, εκείνο το βράδυ της έξαψης, ο Αναστάσης ο φιρφιρής ήταν που έριξε την ιδέα, όπως έτρωγε το βραδινό του, μια φετάρα ψωμί βουτηγμένη στο λάδι, με ρίγανη κι αλάτι χοντρό μπόλικο από πάνω. Έτσι που τα κεραμίδια της Άννας μπαίναν στο χώμα και τις πέτρες απ’ την πάνω μεριά του δρόμου μας, ο κλήδονας της δικής της απλωμένης στάχτης ήταν σχεδόν στα πόδια μας προκλητικός κι ανυπεράσπιστος. Στην αρχή, με προφυλάξεις έτριψε ψίχουλα απ’ το ψωμί του, μετά, με θράσος έκοψε κομμάτια λαδωμένα και τα ‘ριξε στο νυχτερινό σινί των άστρων και του ριζικού της Άννας τηςγουρλομάτας. Κι έτσι ητσογλανοπαρέα, μέσα σε γέλια και συνωμοτικά σπρωξίματα, ευχαριστημένη για το κατόρθωμά της και τις αυριανές συνέπειες αυτού, διαλύθηκε τη νύχτα εκείνη του Αϊ-Γιαννιού του Κλήδονα, του Ριζικάρη. Το πρωί, με ξύπνησαν ξεφωνητά κιαλαλαγμοί:«Ψωμάς. ψωμάς. φούρναρης, καλέ. Να, ολοφάνερο το σημάδι.». Κι η Άννα με την πουκαμίσα και χωρίς τη σκούπα στο χέρι αυτή τη φορά, καταμεσής του απότομου κατήφορου, κρατούσε το σινί, το σήκωνε και το περιέφερε κράζοντας να βγει όλη η γειτονιά, να δει το θαύμα. «Φούρναρης, καλέ. Να, ο Αϊ-Γιάννης το ‘δειξε… Ψωμάς… ψωμάς… κοιτάχτε…» επέμενε, να βγουν οι γειτόνισσες και τα γειτονόπουλα να δουν με τα ίδια τους τα μάτια τα κομμάτια του λαδωμένου ψωμιού που της έστειλε ο Άγιος της βραδιάς, να πιστέψουν αυτή τη φορά, για να μην έχουν ν’ αμφιβάλλουν μετά και να λένε πίσω απ’ την πλάτη της τα μύρια όσα. Πρόλαβα και είδα την Αγαθή, τη μάνα της, μέσα στο σπίτι τους να σταυροκοπιέται απανωτά. Για το θαύμα άραγες του Αγίου και να βγει αληθινό ή για τηναλαφράδα της κόρης της κι ο Θεός να βάλει το χέρι του από δω και πέρα; Ποτέ δεν έμαθα. Η μάνα μου μού φάνηκε πως βούρκωσε. Για το σημάδι του κλήδονα αυτή, για τη συμφορά της γειτόνισσας ή για τη μακρινή τύχη των δύο αδερφάδων μου; Πού να ‘ξερα τότε. Πάντως, η Άννα μας από κείνη τη μέρα και κάθε πρωινό, μετά, καλοντυμένη και στολισμένηφρεγάτα με σκουλαρίκια,γιορντάνια, μπακίρια, κι ό,τι άλλο είχε ή έβρισκε, ξεκινούσε για ψωμί,παίρνοντας σβάρνα όλους τους φούρνους,Αγίας Βαρβάρας, Πεντακοσίων, Σούγιογλου και βάλε. Από Ξάνθη και Δράμα τη συμμάζευαν οι δικοί της, αργότερα.
Όταν άρχισαν να τρέχουν το κατόπι της τα παιδιά.
Δ. Αξιώτης,Ξόβεργα με μέλι, Νεφέλη
…από το βιβλίο Κείμενα νεοελληνικής λογοτεχνίας, Β Γυμνασίου
Ο Ανρί Ματίς ήταν ένας από τους σπουδαιότερους σύγχρονους ζωγράφους, ένας καλλιτέχνης τον οποίο χαρακτήριζε η αστείρευτη φαντασία και ο διαρκής πειραματισμός. Γεννήθηκε στη βόρεια Γαλλία, σπούδασε νομικά στο Παρίσι και εργάστηκε ως συμβολαιογράφος. Το 1889, η μητέρα του του έφερε σύνεργα ζωγραφικής, ώστε να έχει κάποια ενασχόληση κατά την ανάρρωσή του από σκωληκοειδήτιδα. Αυτό ήταν το έναυσμα ώστε εφεξής η ζωγραφική να γίνει Το πάθος του, η μόνιμη ασχολία του. Το 1891 γράφτηκε στην ακαδημία τεχνώνJulian, όπου σπούδασε κοντά σε καλλιτεχνες, όπως ο Οντιλόν Ρεντόν και ο Γκυστάβ Μορώ.
Ο Ματίς υπήρξε ο ιδρυτής του κινήματος του φωβισμού. Χαρακτηριστικά της έκφρασης των φωβιστών ήταν η χρήση ποικιλίας έντονων χρωμάτων, πολλές φορές σε σκοτεινούς τόνους. Οι αντιθέσεις είναι έντονες και οι γραμμές απλές, δεν δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στην μορφή, όσο στην εντύπωση που δημιουργούν οι έντονες αποχρώσεις. Εξάλλου, η ελεύθερη και αυθόρμητη αυτή έκφραση αποτυπώνεται και στην ονομασία του κινήματος, η οποία προέρχεται από τη γαλλική λέξη fauve, που μεταφράζεται ως “άγριο θηρίο”.
Οπίνακας “Οι καημοί του βασιλιά” θεωρείται η τελευταία αυτοπροσωπογραφία του καλλιτέχνη . Την τελευταία 15ετία της ζωής του ο Ματίς διαγνώστηκε με καρκίνο και ύστερα από μια επέμβαση χρειάστηκε να χρησιμοποιεί αναπηρικό αμαξίδιο. Συνέχισε την τέχνη του με το ντεκουπάζ και το κολλάζ, χρησιμοποιώντας χαρτιά σε πλούσιες και έντονες αποχρώσεις, βαμμένα με γκουάς, τα οποία έκοβε στα επιθυμητά σχήματα και τα συνδύαζε σε μικρών διαστάσεων κολλάζ, που αργότερα μετατρέπονταν σε τοιχογραφίες και μεγάλου μεγέθους έργα.
Το συγκεκριμένο έργο είναι εμπνευσμένο από έναν πίνακα του Ρεμπράντ, όπου ο Δαβίδ παίζει άρπα στον θλιμμένο βασιλιά Σαούλ (“Δαβίδ και Σαούλ”, μέσα 17ου αιώνα) .
Ο Ματίς απεικονίζει την ψυχοσύνθεση της τρίτης ηλικίας και τον καταπραϋντικό χαρακτήρα της μουσικής. Η μαύρη φιγούρα στο κέντρο είναι ο ίδιος, είναι καθισμένος σε μια πολυθρόνα, κρατώντας μια κιθάρα κα περιτριγυρίζεται από τις απολαύσεις της ζωής του, σε μια ατμόσφαιρα αναπόλησης. Τα κίτρινα πέταλα που αιωρούνται στο χώρο αποτελούν συμβολισμό της μουσικής, ενώ η πράσινη φιγούρα, που μοιάζει με μια υπηρέτρια, συμβολίζει το εξωτικό στοιχείο, το οποίο επηρέασε σε μεγάλο βαθμό τον καλλιτέχνη. Στα δεξιά, μια λευκή φιγούρα χορεύει, εκπροσωπώντας τη γυναικεία φιγούρα και το αισθησιακό στοιχείο.
“Οι καημοί του βασιλιά”, θεωρούνται από πολλούς κριτικούς έργο της πιο πρωτοποριακής περιόδου του ζωγράφου, η οποία ταυτίζεται μάλιστα με τα τελευταία χρόνια της ζωής του.
Με αφορμή την παγκόσμια ημέρα μουσικής, σαν χθες 21 Ιουνίου, ας αφιερώσουμε τοέργο τέχνης της ημέρας στον Ορφέα, τον μυθικό μουσικό της αρχαιότητας κι ας δούμε την ιστορία του μέσα από πίνακες διαφόρων εποχών.
Πλήθος μύθων περιγράφουν τη γέννηση, τη ζωή και το θάνατο του Ορφέα. Σύμφωνα με την επικρατούσα εκδοχή ήταν γιος του θεού-ποταμού ή βασιλιά της Θράκης Οιάγρου και της Μούσας Καλλιόπης, κόρης του Απόλλωνα. Ο Απόλλωνας του χάρισε τη λύρα, ενώ οι Μούσες τον μύησαν στην τέχνη της μουσικής και της ποίησης.
Έπαιζε μουσική τόσο όμορφη που ημέρωνε ακόμη και τα άγρια ζώα.
Αγαπημένη του ήταν η Δρυαδα Ευρυδίκη, κόρη του Απόλλωνα. Η ευτυχία τους, ωστόσο, δεν κράτησε για πολύ, καθώς η Ευρυδικη την ημέρα του γάμου τους (κατά πολλούς) , δαγκώθηκε από μια Οχιά και ξεψύχησε.
Ο Ορφεας ήταν απαρηγόρητος, δεν μπορούσε να ζήσει χωρίς εκείνη.
Γι’ αυτό κατέβηκε στον Άδη, ενώπιον της Περσεφόνης και του Πλούτωνα κι έπαιξε μουσική θρηνώντας την αγαπημένη του. Ο θρήνος του ήταν συγκλονιστικός και συγκίνησε τις χθόνιες θεότητες• για λίγο όλα σταμάτησαν να κινούνται στον Κάτω Κόσμο.
Έπειτα από την υπέροχη μουσική του Ορφέα αποφασίστηκε να επιστρέψει η Ευρυδικη στον κόσμο των ανθρώπων μαζί του, αλλά υπό έναν όρο. Μέχρι να βγουν από τον Άδη , ο Ορφέας δε θα έπρεπε να γυρίσει να κοιτάξει καθόλου την αγαπημένη του. Έτσι ξεκίνησε η ανάβαση.
Τον μουσικό, όμως έτρωγε η αμφιβολία. Ακολουθούσε οντως πίσω η Ευρυδικη; Έτσι, γύρισε να την κοιτάξει. Αμέσως η Ευρυδικη επέστρεψε στον Κάτω Κόσμο και ο Ορφέας την έχασε για πάντα.
Απαρηγόρητος γύρισε στην πατρίδα του, όπου αρνήθηκε τη λατρεία όλων των θεών, εκτός του Ηλίου. Το τέλος που επεφύλασσε η μοίρα για τον ίδιο ήταν επίσης τραγικό. Όπως λέει η μια εκδοχή του μύθου, τον κατασπάραξαν οι Μαινάδες, κόρες του Διονύσου, καθώς είχε απαρνηθεί τον άλλοτε θεό-προστάτη του. Υπό άλλη εκδοχή, ο Μουσικός σκοτώθηκε βίαια εν είδει εκδίκησης από τς γυναίκες της Θράκης.
O μύθος του χαρισματικού αυτού μουσικού έχει αποτέλεσει πηγή έμπνευσης για τους καλλιτέχνες του αρχαίου, νεότερου και σύγχρονου κόσμου, όχι μόνο στη ζωγραφική, αλλά και τη λογοτεχνία και την ποίηση. Αναφορές σε εκείνον συναντάμε και στο φιλοσοφικό λόγο, όπως για παράδειγμα στον Πλάτωνα. Η τραγικότητα του Ορφέα έρχεται να αντισταθμίσει το ασύγκριτο χάρισμά του. Η μουσική, που εμφανίζεται ως θείο δώρο, είναι μέσο λύτρωσης για τον καλλιτέχνη, τον εξυψώνει και τον εντάσσει στη σφαίρα του μεταφυσικού. Εξάλλου ο μύθος λέει ότι μετά το θάνατό του, η ψυχή του μεταφέρθηκε στα Ηλύσιαπεδία, όπουσυνέχιζε να τραγουδά, ντυμένη στα λευκά, για τους Μάκαρες, τους αγαθότερους νεκρούς του ΚάτωΚόσμου .
Σαν σήμερα, στις 10 Μαΐου 1878, γεννιέται στην Αλεξάνδρεια ο μεγάλος αναμορφωτής της νεοελληνικής ζωγραφικής, δάσκαλος του Τσαρούχη και του Εγγονόπουλου: πολεμήθηκε, απομονώθηκε και η ζωή του παραμένει ακόμα και σήμερα τυλιγμένη με πέπλο μυστηρίου.
Ο Κωνσταντίνος Παρθένης αντιπροσωπεύει την ηρωική φάση του ελληνικού μοντερνισμού των αρχών του 1900 που ήρθε σε ρήξη με το καλλιτεχνικό κατεστημένο της εποχής, ενώ με το μοναδικό του ύφος ενσωματώνει τις ποικίλες επιδράσεις που δέχτηκε. Είναι κατά πολλούς ο σημαντικότερος Έλληνας ζωγράφος του 20ού αιώνα. Ο γλύπτης Γιώργος Ζογγολόπουλος έχει γράψει γι’ αυτόν: «Θεωρούσαμε τον Παρθένη στήριγμα της μοντέρνας τέχνης στην Ελλάδα».
Η κοσμοπολίτικη παιδεία του, οι σπουδές του στη Βιέννη, η μουσική παιδεία που έλαβε αλλά και ο ιδεαλισμός και η πνευματικότητα που τον χαρακτήριζε οδηγούν στη δημιουργία των περίφημων έργων του στα οποία είναι διακριτά τα ίχνη του γερμανικού συμβολισμού, η Sezession, η βιεννέζικη εκδοχή του συμβολισμού και της Art Nouveau, η ανάπτυξη της σύνθεσης στη επιφάνεια, ο υψηλός ορίζοντας χωρίς ουρανό, η διακοσμητική σχηματοποίηση, η στιγμογραφία και τα ψυχρά χρώματα. Η καλλιτεχνική αυτή ομάδα με προεξάρχοντα τον Γκούσταφ Κλιμτ σύμφωνα με τη διακήρυξη του Χέρμαν Μπαρ στον κατάλογο της πρώτης έκθεσης της ομάδας αποτελούσε μία «μάχη για την πρόοδο των σύγχρονων καλλιτεχνών ενάντια στα γεράκια που αυτοαποκαλούνται καλλιτέχνες αλλά έχουν εμπορικό συμφέρον να παρακωλύουν την άνθιση της τέχνης».
Στο «Boehms Künstlerhaus», πραγματοποίησε το 1899 την πρώτη έκθεση έργων του, ενώ στην Ελλάδα, συμμετείχε το 1900 με έργα του στην «Έκθεση των Φιλότεχνων» και στις εκθέσεις του ομίλου «Παρνασσός» το 1902 και το 1903 στη «Διεθνή Έκθεση» Αθηνών.
Το καλοκαίρι του 1903 επέστρεψε κι εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα, όπου ασχολήθηκε με την αγιογραφία. Ταξίδεψε στην ελληνική επαρχία,στη Μακεδονία, την Κωνσταντινούπολη και τον Πόρο, ζωγραφίζοντας ιμπρεσιονιστικά τοπία και πορτρέτα. Εκεί συνδέθηκε με τον κύκλο των διανοουμένων της Αθήνας, ενώ ο Δημήτριος Πικιώνης, του ζήτησε να τον συμπεριλάβει στους μαθητές του. Φιλοτεχνεί αγιογραφίες σε εκκλησίες όπως το ναό του Αγίου Γεωργίου, συνδυάζοντας την βυζαντινή παράδοση με τη δυτική τέχνη. Στο νησί του Πόρου γνωρίζεται με την Ιουλία Βαλσαμάκη, κόρη πολιτικού, και την παντρεύεται στο Αργοστόλι το 1909. Εκείνη τη χρονιά μετακομίζει στο Παρίσι, στη Μονμάρτη. Στην πρωτεύουσα της τέχνης έρχεται σε επαφή με τα μετα-ιμπρεσιονιστικά και πρωτοποριακά ρεύματα της εποχής και εξοικειώνεται με το έργο του Σεζάν, του Πικάσο και άλλων, διαμορφώνοντας το ώριμο ύφος του. Παίρνει μέρος σε ομαδικές εκθέσεις, βραβεύεται για τον πρώτο του «Ευαγγελισμό» το 1911 και την ίδια χρονιά επιστρέφει μόνιμα στην Ελλάδα, ύστερα από επιθυμία της συζύγου του, συγκεκριμένα στην Κέρκυρα, όπου πολιτογραφήθηκε Έλληνας υπήκοος, ενώ το 1917 έγινε δημότης Κέρκυρας. Εκεί θα γεννηθούν τα δυο τους παιδιά, ο Νίκος και η Σοφία. Ζουν μια κοσμοπολίτικη ζωή, συνομιλούν μεταξύ τους στα ιταλικά, ο ζωγράφος υπογράφει τα έργα του στα γαλλικά και έχει επαφές με τη βασιλική οικογένεια. Ο Παρθένης αρχίζει να ενδιαφέρεται για τη βυζαντινή τέχνη, η οποία επιδρά στις μορφές των έργων του και στη χρωματική του παλέτα.
Μετακομίζει στο σπίτι της οδού Αριστοτέλους 17 στην Αθήνα, παίρνοντας την ελληνική υπηκοότητα και συμμετέχει μαζί με τον Νικόλαο Λύτρα, τον Κωνσταντίνο Μαλέα και το Θεόφραστο Τριανταφυλλίδη, στην «Ομάδα Τέχνη», που είχε ως στόχο την ανατροπή του συντηρητικού ακαδημαϊσμού. Στην πρώτη έκθεσή της, ο Ελευθέριος Βενιζέλος δηλώνει ότι η Εθνική Πινακοθήκη οφείλει να αγοράσει τον «Ευαγγελισμό», άποψη η οποία βρίσκει αντίθετο τον συντηρητικό διευθυντή της, Γιώργο Ιακωβίδη. Συνεχίζει το έργο της αγιογραφίας, ενώ το 1920 εγκαινιάστηκε, στο Ζάππειο Μέγαρο, μεγάλη αναδρομική έκθεση έργων του παρουσία πολλών σημαντικών φιλελεύθερων πολιτικών της εποχής και το Μάρτιο του ίδιου χρόνου μετά από εισήγηση του Ζαχαρία Παπαντωνίου, τιμήθηκε μαζί με τον Ιωάννη Γρυπάρη, «…κλειστοίς όμμασι παμψηφεί..», για το έργο του «Eυαγγελισμός», με το Aριστείο των Γραμμάτων και των Τεχνών, το οποίο του απένειμε ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Κατά τη διάρκεια της απονομής οΖαχαρίας Παπαντωνίουθα πει: «Ένας καλλιτέχνης εσωτερικός. Είναι ένας ποιητής και ανήκει εις το λυρικόν ρεύμα του αιώνος αυτού που λέγεται συμβολισμός, ρεύμα το οποίον συνέχεται με το λυρικόν ρεύμα των πριμιτίφ και με άλλες ανοίξεις της ανθρώπινης ψυχής εις την ιστορίαν της τέχνης. Είναι ένας ιδεαλιστής. Ιδεαλισμός, για να πάρω τον απλούν ορισμόν ενός φιλοσόφου, είναι η παρά-στασις των αντικειμένων επί του ψυχικού τύπου του ανθρώπου, επί των γεγονότων της συνειδήσεως. Αυτός είναι ο Παρθένης».
Το φθινόπωρο του 1923 υπέβαλε υποψηφιότητα για τη θέση του καθηγητή στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών, όμως στην ψηφοφορία της 15ης Οκτωβρίου εκλέχθηκε, με απόλυτη ομοφωνία, ο Νικόλαος Λύτρας. Οι συντηρητικοί καθηγητές της Σχολής Καλών Τεχνών καταψηφίζουν την υποψηφιότητα του Παρθένη για την έδρα της ζωγραφικής. Μαθητές του θα υπάρξουν ο Τσαρούχης, ο Εγγονόπουλος, ο Τέτσης, ενώ άλλοι, όπως ο Μόραλης και ο Καπράλος, θα φοβηθούν την αυστηρότητά του και θα αλλάξουν δάσκαλο. Ο Τσαρούχης σημειώνει: «Έδωσε στη ζωγραφική μας κάτι μεγάλο: την πειθαρχία στον “τόνο” και στη “σύνθεση”».
Το 1925 αγόρασε το οικόπεδο στην οδό Ροβέρτου Γκάλι 40, κάτω από την Ακρόπολη, όπου έκτισε, με σχέδια δικά του και του Δημήτρη Πικιώνη, το σπίτι στο οποίο εγκαταστάθηκε ως το τέλος της ζωής του. Δίδαξε ζωγραφική στα Αρσάκεια Εκπαιδευτήρια και στην Eπαγγελματική Σχολή του Aμαλιείου Oρφανοτροφείου, την οποία ίδρυσε ο ίδιος.
Το 1929 με ειδικό νόμο διορίστηκε καθηγητής στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών, έπειτα την επανεκλογή του Βενιζέλου. Τα επόμενα χρόνια η σύγκρουση του με τους συναδέλφους του καθηγητές στη Σχολή κι ιδιαίτερα με τον Κωνσταντίνο Δημητριάδη, κορυφώθηκε και ο Δημητριάδης ζήτησε από το υπουργείο Παιδείας τη διακοπή της μισθοδοσίας του Παρθένη. Ο αποκλεισμός των έργων του από τους καταλόγους των εκθέσεων καθώς και των σπουδαστών του εργαστηρίου, μεταξύ τους οι Γιάννης Τσαρούχης, Νίκος Εγγονόπουλος και ο Διαμαντής Διαμαντόπουλος, από τις εκθέσεις και τα βραβεία συνεχίστηκε με ένταση επί σειρά ετών.
Το 1938 ο Παρθένης συμμετείχε στην Mπιενάλε της Bενετίας, μαζί με το γλύπτη Μιχάλη Τόμπρο και το χαράκτη Άγγελο Θεοδωρόπουλο, με εξήντα έργα και πάρα πολλά σχέδια, ενώ η Ιταλική κυβέρνηση αγόρασε το έργο του «Eυαγγελισμός» υπό την προστασία του Ιωάννη Μεταξά, του οποίου είχε φιλοτεχνήσει και πορτρέτο. Δεν θα πρέπει ωστόσο να εξαχθούν συμπεράσματα για τις πολιτικές αντιλήψεις του ζωγράφου, μια και ο Μεταξάς υποστήριζε τους πρωτοπόρους καλλιτέχνες, παρά τις αντιδράσεις των συντηρητικών ακαδημαϊκών κύκλων. Άλλωστε, ο ελληνοκεντρισμός του Παρθένη δεν θα μπορούσε να τον αφήσει ασυγκίνητο.
Το 1947 παραιτήθηκε από τη θέση του καθηγητή στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών. Με την επιμονή και την παρέμβαση κάποιων από τους μαθητές του έγινε δυνατό να του χορηγηθεί σύνταξη ελάχιστου ποσού. Δέχεται διαρκή πόλεμο και αποφασίζει να κλειστεί στο σπίτι του να μην εκθέτει και να μην πουλά τα έργα του.Οι αντίπαλοί του θα καταφέρουν να αποτρέψουν τη βράβευσή του στην Πανελλήνια Έκθεση το 1947 για το έργο του «Αποθέωση του Αθανάσιου Διάκου», γεγονός που τον οδηγεί σε πλήρη απομόνωση, μέχρι το θάνατό του.
Το 1960 ο τότε πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής ζήτησε την, με κάθε κόστος, απαλλοτρίωση του σπιτιού της Ροβέρτου Γκάλι, προκειμένου να γίνει ανάπλαση του χώρου γύρω από την Ακρόπολη. Η προσπάθεια του υφυπουργού Οικισμού Εμμανουήλ Κεφαλογιάννη να απαλλοτριώσει αναγκαστικά το οικόπεδο, δημιούργησε κλίμα εντάσεως και ο ζωγράφος κατάφερε να τη ματαιώσει, απειλώντας ότι θα αυτοπυρποληθεί μαζί με τα έργα του. Το σπίτι βέβαια θα γκρεμιστεί μετά το θάνατό του… Ο θάνατος της συζύγου του το 1966 τον βρίσκει σχεδόν παράλυτο και σε κατάσταση μεγάλης αδυναμίας.
Ο Παρθένης «ήταν ξαπλωμένος σ’ ένα στρώμα, στο πάτωμα, ύστερα από υπόδειξη των γιατρών, οι οποίοι ανησυχούσαν μην πέσει από το κρεβάτι και το σώμα του έμοιαζε με το κορμάκι μικρού παιδιού. Το σπίτι στο οποίο κατοικούσε ήταν πνιγμένο στη σκόνη και την υγρασία και ο Παρθένης που έπασχε από κιρσούς που οφείλονταν στην ορθοστασία και στην πολλή δουλειά δεν μπορούσε να σηκωθεί από το πάτωμα», έγραφε η Μαρία Καραβία στις Εικόνες.
Στις 18 Ιουλίου 1967 ο Παρθένης εισήχθη για νοσηλεία στο νοσοκομείο «Ευαγγελισμός». Πέθανε το ξημέρωμα της 25ης Ιουλίου.
Μα συνεχίζει να ζει μέσα από τα έργα του. Ας ρίξουμε μια ματιά στα σημαντικότερα:
Καισαριανή, 1909 (82 Χ 90 εκ.)
Σχετικά πρώιμο έργο του Παρθένη, στο οποίο συνδυάζονται θαυμάσια ιμπρεσιονιστικοί και φωβιστικοί τύποι, με την έμφαση από τη μια πλευρά στον καθοριστικό ρόλο του φωτός και από την άλλη στις μεγάλες, ενιαίες χρωματικές επιφάνειες. Με θέματα που έχουν καθαρά οργανωτικό ρόλο -τη μεγάλη πόρτα της εκκλησίας αριστερά και τη λίγο μικρότερη δεξιά-, και με τη γυναικεία μορφή-μέτρο για να καταλάβουμε και τα στοιχεία του χώρου, ο Παρθένης μας δίνει ένα θαυμάσιο σύνολο. Η εκκλησία ύστερα από κάποια γιορτή, ίσως της Παναγίας, όπως έχει υποτεθεί από τα βάγια πάνω από την πόρτα και το μεγάλο κυπαρίσσι αριστερά, στο πρώτο επίπεδο, στο οποίο απαντούν άλλα κυπαρίσσια στο βάθος, διακρίνεται για τη συνθετική ασφάλεια και τη χρωματική ευγένεια. Ο καλλιτέχνης συνδυάζει, με εξαιρετικά πειστικό τρόπο, τα ενεργητικά, πολύ θερμά χρώματα στις δύο πόρτες με τα ψυχρά στους τοίχους, για να μας περάσει πάλι στα συγκρατημένα θερμά του καμπαναριού, της στέγης και του τρούλου του ναού, στοιχεία τα οποία δίνουν ένα σχεδόν μελωδικό περιεχόμενο στο σύνολο. Ανάλογα συνδυάζονται τα οριζόντια θέματα του δαπέδου και του πεζουλιού, έξω από την εκκλησία, με τα ενεργητικά κάθετα που έχουμε στις πόρτες, το κωδωνοστάσιο και το κυπαρίσσι, ώστε να καταλήγουν σε ένα σύνολο το οποίο διακρίνεται για την ισορροπία και την ποιότητα της ζωγραφικής γλώσσας του. Και, ενώ σε ορισμένα σημεία, όπως στα κλαδιά πάνω από την πόρτα και λιγότερο στον κορμό του κυπαρισσιού, ο Παρθένης χρησιμοποιεί τις ιμπρεσσιονιστικές αξίες, με το φως που τρώει τα περιγράμματα των μορφών, σε άλλες περιοχές δίνει, με καθαρά φωβιστικό τρόπο, μεγάλες επιφάνειες με μια κάπως φαρδιά πινελιά, που πλουτίζουν τη σύνθεση και με νέες εκφραστικές προεκτάσεις. Πρόκειται για έργο στο οποίο αποδεικνύεται όχι μόνο η αφομοίωση όλων των γνωριμιών του καλλιτέχνη, αλλά και η επιβολή των καθαρά προσωπικών συνδυασμών και τύπων.
Αποθέωση του Αθανασίου Διάκου, 1931 (117,5 Χ 117 εκ.)
Θέμα που απασχόλησε πολλές φορές τον Παρθένη, η θυσία του Αθανασίου Διάκου, και για το οποίο θα ζωγραφίσει την «Αποθέωση», διακρίνεται για το συνδυασμό γνωστών και από άλλα έργα του τύπων και νέων χαρακτηριστικών. Έτσι έχουμε στην ξαπλωμένη γυναικεία μορφή, προσωποποίηση της Ελλάδος, τον ίδιο τύπο που έχουμε και στην «Αυγή» και τη «Νύχτα», όπως και σε άλλα του έργα, τύπο ο οποίος κατάγεται, όπως έχει εύστοχα σημειωθεί, από τη βυζαντινή Παναγία της Γέννησης τον Χριστού. Και με τον αρχαίο πολεμιστή, αναφορά στον Λεωνίδα, όπως δηλώνεται από το κράνος, ο οποίος πέθανε στις Θερμοπύλες, κοντά δηλαδή στο χώρο που πολέμησε και ο Αθανάσιος Διάκος, έχουμε τον άγγελο σε άλλα έργα του Παρθένη. Νέα στοιχεία είναι η απόδοση του Διάκου με το ασκητικό ένδυμα του μοναχού, καθώς και ο τρόπος με τον οποίο αποδίδεται ο χώρος, με ένα συνδυασμό γεωμετρικών και βιόμορφων τύπων. Με τις δύο από τις τρεις μορφές να αιωρούνται στον αέρα και με την τρίτη στο έδαφος, καθώς και με τα παραπληρωματικά θέματα -άνθη και δέντρα, σύννεφα στον ουρανό, φτερά του Λεωνίδα-, ο Παρθένης μας δίνει μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα σύνθεση, που βασίζεται στο συνδυασμό οριζοντίων, καθέτων, διαγωνίων και κυκλικών τύπων. Στην κατεύθυνση των ιδεαλιστικών τάσεων και των αλληγορικών τύπων, ο καλλιτέχνης μας δίνει με την οργάνωση -κάθετα και διαγώνια θέματα- ένα σύνολο που διακρίνεται για τον θριαμβικό του χαρακτήρα, με τον Διάκο να υποδέχεται στον ουρανό τον Λεωνίδα, μια χαρακτηριστική και τυπικά ιδεαλιστική σύνδεση του παρόντος με το παρελθόν ή της νεότερης με την αρχαία ιστορία. Πέρα από τα συνθετικά στοιχεία και τα θεματικά χαρακτηριστικά, το έργο διακρίνεται και για το προσωπικό μορφοπλαστικό λεξιλόγιό του, με τον θαυμάσιο συνδυασμό γραμμικών τύπων και χρωματικών αξιών και με την ιδιαίτερη έμφαση στο γαλάζιο και τους τόνους του. Γιατί μ’ αυτό ο Παρθένης κατορθώνει σαφέστερα να ολοκληρώσει το περιεχόμενο του θέματος, την Αποθέωση, με τις μορφές λουσμένες στο γαλάζιο, χρώμα του ουρανού και του απείρου.
Ευαγγελισμός (110 Χ 100 εκ.)
Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα όψιμα έργα του Παρθένη και τυπικό παράδειγμα του γεροντικού στυλ του. Σαν αφετηρία του έργου πρέπει να θεωρηθούν παραλλαγές του Ευαγγελισμού, αφού έχουμε όχι μόνο τον ίδιο χώρο και περίπου τις ίδιες μορφές, αλλά και μερικά από τα ίδια ανεκδοτολογικά θέματα -τα οικοδομήματα και τη σκάλα αριστερά, έναν τύπο που θυμίζει τη βρύση, ακόμη και μια γλάστρα με λουλούδια κάτω δεξιά. Και όμως το θέμα είναι άλλο, αφού ο άγγελος είναι δοσμένος όπως ακριβώς και στον Ευαγγελισμό, με ανυψωμένα τα φτερά, αλλά με μια λύρα στο χέρι, και η Παναγία στην ίδια με τον Ευαγγελισμό θέση, με τον μικρό Χριστό στην αγκαλιά της, ενώ στη θέση της βρύσης πίσω της έχουμε τη μορφή ενός αγίου. Αλλά δεν είναι τόσο τα θεματικά χαρακτηριστικά που διαφέρουν από αυτά του Ευαγγελισμού• είναι πολύ περισσότερο το μορφοπλαστικό λεξιλόγιο, με την πολύ προχωρημένη σχηματοποίηση, που κάνει σχεδόν φασματικές τις μορφές, με τα εξαιρετικά αραιά χρώματα, που επιτρέπουν να ενεργοποιηθεί και ο ρόλος του καμβά, και με τα καθαρά υπαινικτικά στοιχεία, που δίνουν έναν καθαρά μυστηριακό χαρακτήρα στην όλη ατμόσφαιρα. Είναι όλα αυτά στοιχεία του γεροντικού στυλ του Παρθένη, που το σημειώνει κανείς και στην αστάθεια και στον ελλειπτικό χαρακτήρα του σχεδίου, στην προτίμηση στα μεικτά χρώματα -σε αντίθεση με πρώιμα και ώριμα έργα του, όταν χρησιμοποιεί τα καθαρά χρώματα-, στα σχεδόν αφηρημένα χαρακτηριστικά. Όλα αυτά δεν υπάρχει αμφιβολία ότι καταλήγουν σε μια αποπνευμάτωση της ζωγραφικής επιφάνειας και μια επιβολή του συμβολικού και του υπερβατικού. Ο σκόπιμα ακαθόριστος χώρος, με τα οικοδομήματα γύρω, ίσως είναι μια αναφορά στον hortus clausus, υπαινιγμό στην παρθενικότητα της Παναγίας, ένα στοιχείο που τονίζει ακόμη περισσότερο το συμβολικό περιεχόμενο της εικόνας. Με την υπαινικτική απόδοση του αγίου, είδος βυζαντινής τοιχογραφίας, και με τονισμένη μετωπικότητα, πίσω από την Παναγία, εντάσσει ο Παρθένης και άλλο ένα στοιχείο, που διευρύνει το εκφραστικό περιεχόμενο του θέματος.
Ορφέας νυκτερινός (58,5 X 49 εκ.)
Μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα προσπάθεια του Παρθένη σε ένα θέμα που τον είχε απασχολήσει συχνά και που διακρίνεται για ένα σχεδόν διονυσιακό πάθος. Ο Ορφέας εικονίζεται, σχεδόν στο μέσο του πίνακα και με μνημειακές διαστάσεις, να παίζει τη λύρα του, αλλά και ταυτόχρονα να χορεύει, όπως μας επιτρέπει να δεχτούμε η θέση των ποδιών του. Με ένα πολύ μικρό κεφάλι και το πρόσωπο να μισοκρύβεται, καθώς είναι δοσμένο από το πλάι, παίζει την άρπα του και φαίνεται να τον έχει συνεπάρει η μουσική του. Είναι νύχτα, όπως δείχνει το φεγγάρι στη χάση του, και η σκηνή διαδραματίζεται σε ένα νησιώτικο ή παραλιακό τοπίο, όπως δείχνει λίγη θάλασσα πάνω αριστερά -αλλά η φύση δεν φαίνεται να ησυχάζει. Η μουσική του Ορφέα, ο οποίος έχει δοθεί με ποδήρη χιτώνα, όπως οι μουσικοί της αρχαιότητας, με τη χλαμύδα να ανεμίζει, το σώμα σε τυπική μανιεριστική figura serpentinata, φαίνεται ότι παρασύρει όλα τα στοιχεία του φυσικού χώρου. Έτσι δεν είναι μόνο τα χρώματα, που αναπτύσσονται γύρω από τον Ορφέα σαν να παρακολουθούν τους ήχους της μουσικής του• και τα δέντρα, οι μικρές καχεκτικές ελιές δεξιά και αριστερά από τα πόδια του, τα άλλα δέντρα, που βρίσκονται μακρύτερα ακόμη, και τα κυπαρίσσια, δεν διακρίνονται για την τονισμένη καθετότητα -εμφανίζονται να τρώγονται, κατά κάποιο τρόπο, από τη μουσική του Ορφέα, σαν να υποτάσσονται στη μαγεία της. Ιδιαίτερη εντύπωση κάνει ο τρόπος με τον οποίο ο Παρθένης, για να επιβάλει τον καθαρά εκστατικό και διονυσιακό χαρακτήρα του θέματος, χρησιμοποιεί τις μεγάλες, μπαρόκ κινήσεις, που από τη μορφή του Ορφέα μεταφέρονται σε όλο τον φυσικό χώρο. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι εδώ ο Παρθένης κατορθώνει να συλλάβει και να μεταφέρει σε καθαρά ζωγραφικές αξίες όλο το εσωτερικό περιεχόμενο του θέματος, όλο τον εκστατικό και διονυσιακό χαρακτήρα της μουσικής του Ορφέα τη νύχτα. Εκφράζει όλο το ουσιαστικό περιεχόμενο της αρχαίας παράδοσης, με τον Ορφέα που συγκινούσε τα έμψυχα και τα άψυχα, και τα παρέσυρε με τη μουσική του.
Εν γένει τα ώριμα έργα του χαρακτηρίζονται από πιο εγκεφαλικά σχήματα και το χρώμα λιγοστεύει, ενώ η τονική κλίματα περιορίζεται. Ο λυρικός και γαλήνιος κόσμος του ξεθωριάζει και ο καλλιτέχνης επιλέγει το «υψηλό» από το ωραίο. Ο Παρθένης προτείνει μια ιδεατή Ελλάδα και κατατάσσεται στους διαμορφωτές της Γενιάς του ’30». Οι ολύμπιοι θεοί, οι βυζαντινοί άγιοι και οι ήρωες της Επανάστασης συνυπάρχουν σε έναν υπερβατικό χώρο. Τα ώριμα έργα του μοιάζουν με «θεοφάνειες».Φαίνεται να αντλεί στοιχεία τόσο από την παράδοση της Βυζαντινής αγιογραφίας, όσο και από τον Ελ Γκρέκο, ενώ εντοπίζονται και κυβιστικές επιρροές. Ο χωρόχρονος παρουσιάζεται υπερβατικός στα έργα του, ενώ ο ορατός κόσμος έχει μετατραπεί σε πλατωνικά αρχέτυπα, χάρη στην ιδιαίτερη χρήση του χρώματος, που δίδει στις μορφές μια “άυλη” διάσταση. Ο όψιμος Παρθένης είναι επίσης έντονα μεταφυσικός, με το μοτίβο της θεοφάνειας να επανάρχεται τακτικά.
Ο Παρθένης, παρότι ομόφωνα αναγνωρίζεται ως πρωτοπόρος, εξακολουθεί να παραμένει τυλιγμένος με ένα πέπλο μυστηρίου. Η σιωπή του συχνά ταυτίστηκε με την παράνοια, με αποτέλεσμα την αμηχανία των ιστορικών απέναντί του. Ο μαθητής του Νίκος Εγγονόπουλος γράφει: «Ο Παρθένης ήταν ένας άνθρωπος υψηλόφρων, ευθύς, άτεγκτος και ανεπηρέαστος στον δρόμο της αρετής, μεγάλης καλλιέργειας, αφάνταστου ψυχικού πλούτου και μεγαλείου, κομψότατος, απέραντα καλός, ένας αληθινός αριστοκράτης του πνεύματος και της ζωής». Όπως επισημαίνει ο κ. Δ. Παυλόπουλος, «φυσιογνωμίες σαν τον Παρθένη είναι μετεωρίτες. Η ιδιαίτερη και βαθιά πνευματική ζωγραφική του δεν άφησε επιγόνους και όσοι μιλούν για ένταξή του σε τάσεις και κινήματα κάνουν λάθος».
Ο Πωλ Γκωγκέν (Eugène Henri Paul Gauguin / 1848 – 1903) είναι Γάλλος ζωγράφος, εκπρόσωπος του ρεύματος του μετα-ιμπρεσιονισμού και έντονα πειραματικός καλλιτέχνης που επηρέασε τα ρεύματα της μοντέρνας τέχνης. Θεωρείται σήμερα ένας από τους σημαντικότερους ζωγράφους όλων των εποχών.
Ο Γκωγκέν γεννήθηκε στο Παρίσι αλλά πέρασε τα παιδικά του χρόνια στη Λίμα του Περού. Σπούδασε στην Ορλεάνη της Γαλλίας και στη συνέχεια ταξίδεψε με εμπορικά πλοία και αργότερα με το Γαλλικό Ναυτικό περίπου έξι χρόνια. Το 1870 επέστρεψε στη Γαλλία και δούλεψε ως βοηθός χρηματιστή. Παράλληλα, ζωγράφιζε με τον Καμίλ Πισαρό και τον Σεζάν. Μέχρι το 1886 βρίσκονταν σε επαφή με τους ιμπρεσιονιστές καλλιτέχνες και συμμετείχε με έργα του στις εκθέσεις τους.
Μετά από μια παρένθεση στην Κοπεγχάγη όπου προσπάθησε να ασχοληθεί με τις επιχειρήσεις επέστρεψε στο Παρίσι και αφοσιώθηκε στην ζωγραφική. Από το 1886 έως το 1891 ο Γκωγκέν έζησε κυρίως στην περιοχή της Βρετάνης. Επηρεασμένος από τον ζωγράφο Εμίλ Μπερνάρ ο Γκωγκέν άλλαξε ιδιαίτερα το ύφος της ζωγραφικής του. Τα κύρια χαρακτηριστικά γνωρίσματα της ζωγραφικής του έγιναν η χρήση μεγάλων επιφανειών και έντονων χρωμάτων. Δήλωνε απογοητευμένος από τον ιμπρεσιονισμό και στράφηκε περισσότερο στην αφρικανική τέχνη και την τέχνη της Ασίας. Παράλληλα, ήρθε σε επαφή με το έργο του Βίνσεντ βαν Γκογκ, με τον οποίο συνδέθηκε φιλικά και τον επισκέφθηκε για ένα διάστημα δύο μηνών στην Αρλ. Τόσο ο Γκωγκέν όσο και ο Βαν Γκογκ έπασχαν από κατάθλιψη και η συγκατοίκησή τους κατέληξε σε έντονη διαμάχη, με τελική συνέπεια ο Βαν Γκογκ να κόψει μέρος του αριστερού αυτιού του, αφού προηγουμένως είχε απειλήσει να σκοτώσει τον Γκωγκέν.
2. Συνάντηση με Βαν Γκογκ
Στην Αρλ συναντά τον γνωστό ζωγράφο Πωλ Γκωγκέν και αποφασίζουν να συγκατοικήσουν. Μία στενή φιλία ξεκινάει, καθώς ο Βαν Γκογκ βλέπει στο πρόσωπο του Γκωγκέν τον πολύτιμο φίλο, που πάντα αναζητούσε.
“Ειλικρινά, ζωγραφίζεις σαν τρελός”, είχε πει κάποτε ο Γκωγκέν στον Βαν Γκογκ. Τα δύο ιερά τέρατα της ζωγραφικής δεν τα πήγαιναν καλά μεταξύ τους. Ο Βίνσεντ Βαν Γκογκ χαρακτήριζε τις πινελιές του Γκωγκέν «δειλές» και «προσεγμένες». Και ο Γκωγκέν θεωρούσε τον Βαν Γκογκ «τρελό». Εκείνος όμως ονειρευόταν να μετατρέψει το «κίτρινο σπίτι» σε ατελιέ, το οποίο επέλεξε να μοιραστεί με τον Γκωγκέν των τροπικών θεμάτων. Από τον Οκτώβριο μέχρι τον Δεκέμβριο του 1888 έζησαν κάτω από την ίδια στέγη.
Ο Βίνσεντ σε όλη τη ζωή του μαστιζόταν από οικονομική ανασφάλεια. Ο Γκωγκέν έλυσε πρακτικά προβλήματα, όπως μαγείρεμα στο σπίτι. Επίσης, «τα πρώτα έξοδα για τα οποία μερίμνησε ήταν αυτά των νυχτερινών περιπάτων “υγιεινής”», δηλαδή τα πορνεία. Τα σύννεφα δεν άργησαν όμως να εμφανιστούν, μια ανταγωνιστικότητα άρχισε να διαμορφώνεται, που ίσως πήγαζε από τη χαμηλή αυτοπεποίθηση του Βαν Γκογκ, σε αντίθεση με τον Γκογκέν, του οποίου το αστέρι είχε αρχίσει να ανατέλλει. «Ανάμεσα σε δύο υπάρξεις, ο ένας ένα τέλειο ηφαίστειο, ο άλλος με τρικυμιώδη ψυχή, η σύγκρουση καραδοκούσε», αφηγείται ο Γκωγκέν. Η κρίση στο «κίτρινο σπίτι» έφτασε. Ο Γκωγκέν αποφάσισε να φύγει, κάτι που έκανε μόλις ο φίλος του, στις 23 Δεκεμβρίου 1888, με μια λεπίδα ξυρίσματος ακρωτηρίασε το αυτί του, το οποίο δώρισε μετά σε μια πόρνη που επισκεπτόταν συχνά (εκείνη λιποθύμησε όταν άνοιξε το πακέτο). Ο μύθος του τρελού, εμπνευσμένου ζωγράφου μόλις γεννιόταν, αλλά οι δύο ζωγράφοι δεν συναντήθηκαν ποτέ ξανά.Παρά την ειλικρινή αγάπη του Γκωγκέν για τον Βαν Γκογκ, αλλά και τις κοινές καλλιτεχνικές τους ανησυχίες, o Γκωγκέν από μακρύνθηκε. Ο κύριος λόγος ήταν οι ιδιοτροπίες και οι παραξενιές του Βαν Γκογκ, που κατέστησαν την συγκατοίκηση ανυπόφορη.
Ο Γκωγκέν σε κακή ψυχολογική κατάσταση άφησε την Ευρώπη το 1891 και ταξίδεψε στην Πολυνησία. Εγκαταστάθηκε στην Ταϊτή και αργότερα στις νήσους Μαρκησίες, όπου πέρασε σχεδόν όλη την υπόλοιπη ζωή του, πραγματοποιώντας μόνον μία μόνο επίσκεψη στην Γαλλία. Τα έργα της περιόδου αυτής θεωρούνται ίσως τα καλύτερα δείγματα της δουλειάς του και ξεχωρίζουν για τον έντονο συμβολισμό τους και τον πολλές φορές θρησκευτικό χαρακτήρα τους, εμφανώς επηρεασμένος από τον πολιτισμό των ιθαγενών της Πολυνησίας. Το σύνολο του έργου του Γκωγκέν, και κυρίως οι πειραματισμοί του γύρω από τη χρήση των χρωμάτων, θεωρείται πως επηρέασαν σημαντικά τα καλλιτεχνικά ρεύματα του 20ού αιώνα.
3. Το έργο
Αυτό που έμεινε από τη θυελλώδη σχέση του είναι ο πίνακας του Βαν Γκογκ καλλιτεχνιμένος από τον Γκωγκέν. Τα χρώματα στην παλέτα του ζωγράφου, προσεγμένες πινελιές και το θέμα ο Βαν Γκογκ με τα όμορφα ηλιοτρόπια του, που φήμες λένε ότι τα επέλεγε σαν θεματολογία διότι δεν είχε χρήματα για κανονικά μοντέλα. Η μορφή στον πίνακα αν και αλλοιωμένη πρόκειται ξεκάθαρα για τη μελαγχολική μορφή του ζωγράφου. Η πανδαισία των χρωμάτων θυμίζει έντονα τους πίνακές του Βαν Γκογκ ίσως επιρροή του ενός προς τον άλλο ίσως χρήση για καλύτερη απόδοση του εικονιζόμενου, πλησιέστερη στα δικά του γούστα. Αποτύπωση της συγκατοίκησης και της φιλίας που κατέληξε σε απομάκρυνση αυτός ο πίνακας είναι ιστορικός τόσο για αυτόν που τον δημιούργησε όσο για αυτόν που δημιουργήθηκε.
4. Εκόμισε εις την Τέχνην
Κοσμικός, φιλόδοξος, χαρισματικός και κυρίως αυτοδίδακτος, ο Πωλ Γκωγκέν, θα παρατήσει πιάσει τα πινέλα επηρεασμένος από την ιμπρεσιονιστική τεχνοτροπία: αυτό το ρεύμα που αρχικά θα τον ενθουσιάσει, θα το εγκαταλείψει με βδελυγμία σχεδόν, αναζητώντας πιο καθαρούς τρόπους για να φτάσει στα βαθύτερα της ανθρώπινης ύπαρξης. Θα τελειοποιήσει το ζωγραφικό του ύφος που θα γίνει γνωστός ως Συνθετισμός (επειδή παρουσιάζει μια εκδοχή της πραγματικότητας μέσω της μνήμης, και όχι της εκ του φυσικού απόδοσης του θέματος). Ο καλλιτέχνης δεν είναι πλέον υποχρεωμένος να σέβεται τη φόρμα και το χρώμα. Ο Γκωγκέν θα εγκαταλείψει τα εγκόσμια στην καμπή μια νέας εποχής για την ιστορία της τέχνης. Το έργο του θα αποτελέσει το έναυσμα για μια νέα πορεία. Θα γίνει ο θεμελιωτής του πριμιτιβισμού και θα ανοίξει το δρόμο για τον γερμανικό Εξπρεσιονισμό. Παράλληλα οι πεποιθήσεις και η φιλοσοφία του, όπως εκφράστηκαν μέσα από το έργο του άλλα και τη στάση ζωής του, χαρακτηρίζονται από μια διαρκή διαμαρτυρία εναντία στα δείνα της βιομηχανικής καπιταλιστικής κοινωνίας της Ευρώπης. Επίσης, ανήκει στους πρωτοπόρους που εναντιώθηκαν στο αίσθημα ανωτερότητας των Ευρωπαίων απέναντι στους ιθαγενείς, τους οποίους θεωρούσαν βάρβαρους και τους οποίους επιδίωκαν με κάθε τρόπο να εκπολιτίσουν. Ο Γκωγκέν σέβεται και εξυμνεί τα ήθη και τα έθιμα μιας κοινωνία στην οποία δεν υπάρχει η εκμετάλλευση του ανθρώπου από τον συνάνθρωπο του και οι ανθρώπινες σχέσεις διέπονται από την αρχή της ελευθερίας.
«Το να είσαι φυσιολογικός είναι ένας πλακόστρωτος δρόμος. Είναι άνετος να περπατάς αλλά δεν φυτρώνουν λουλούδια σε αυτόν» είχε πει ο ίδιος. Και πράγματι μέσα από την άνοιξη που απεικόνιζε στη φύση γεννούσε καθετί νεκρό και στην δική του ψυχή. Τα ηλιοτρόπια, οι αμυγδαλιές και οι ίριδες είναι πια δικά του… Ας καλωσορίσουμε για άλλη μια φορά την άνοιξη ολόγυρα μας θαυμάζοντας τα θεματικά έργα του καλλιτέχνη που γεννήθηκε σαν σήμερα..
Ο Βίνσεντ βαν Γκογκ γεννήθηκε στο ολλανδικό χωριό Ζούντερτ (Zundert) μια μέρα σαν σήμερα και ήταν ο μεγαλύτερος από τα συνολικάοκτώ παιδιά της οικογένειάς του, γιος του πάστορα Θεόδωρου βαν Γκογκ. Στον Βίνσεντ δόθηκε το όνομα του παππού του, το οποίο είχε δοθεί και στο πρωτότοκο παιδί της οικογένειας, το οποίο είχε πεθάνει σε βρεφική ηλικία. Ήδη από τα πολύ νεανικά του χρόνια παρουσίασε τάσεις μελαγχολίας και πρώιμα ψυχολογικά προβλήματα.Σε ηλικία 16 ετών και αφού είχε ήδη καταπιαστεί χωρίς επιτυχία με αρκετά επαγγέλματα, ασχολήθηκε για ένα διάστημα με το εμπόριο έργων τέχνης, στην εταιρεία Goupilator & Company, όπου τον επόμενο χρόνο προσελήφθη και ο αδελφός του Τεό βαν Γκογκ (Theo van Gogh). Το 1873, η εταιρεία τον μεταθέτει στο Λονδίνο και αργότερα στο Παρίσι. Την περίοδο αυτή, εντείνεται το ενδιαφέρον του για τη θρησκεία, επηρεασμένος εμφανώς και από την ιδιότητα του πατέρα του.
Αφού απολύεται από την εργασία του το 1876, επιστρέφει στο Άμστερνταμ για να σπουδάσει θεολογία. Οι σπουδές του διαρκούν για περίπου ένα έτος και το 1878 του ανατίθεται μία θέση ιεροκήρυκα στο Βέλγιο και συγκεκριμένα στην υποβαθμισμένη περιοχή Μπορινάζ, όπου λειτουργεί ορυχείο.Ο βαν Γκογκ κηρύττει για περίπου έξι μήνες επιδεικνύοντας ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ένδεια των ανθρώπων της περιοχής. Αυτή είναι και η περίοδος κατά την οποία ξεκινά να σχεδιάζει μικρά έργα και πιθανόν αποφασίζει να ασχοληθεί με την τέχνη.
Το 1880, σε ηλικία 27 ετών, ξεκινά να παρακολουθεί τα πρώτα του μαθήματα ζωγραφικής, ωστόσο σύντομα έρχεται σε ρήξη με τον δάσκαλό του, Αντόν Μωβ (Anton Mauve), γύρω από καλλιτεχνικά ζητήματα.
Τα επόμενα χρόνια δημιουργεί έργα κυρίως επηρεασμένα από τη ζωγραφική του Ζαν Φρανσουά Μιγέ (Jean-François Millet), ενώ ταξιδεύει στην ολλανδική επαρχία ζωγραφίζοντας θέματα που εμπνέεται από αυτή. Το χειμώνα του 1885, παρακολουθεί μαθήματα στην Ακαδημία της Αμβέρσας, τα οποία όμως διακόπτονται πολύ σύντομα αφού αποβάλλεται από τον καθηγητή της ακαδημίας Ευγένιο Σιμπέρ (Eugene Siberdt). Παρά το γεγονός αυτό,ο βαν Γκογκ προλαβαίνει να έρθει σε επαφή με την ιαπωνική τέχνη από την οποία και δανείζεται στοιχεία ή πολλέςφορές μιμείται την τεχνοτροπία της. Αρκετές από τις προσωπογραφίες του, περιλαμβάνουν επίσης σε δεύτερο πλάνο κάποιο έργο ιαπωνικής τέχνης.
Την άνοιξη του 1886 επισκέπτεται το Παρίσι όπου ζει με τον αδελφό του — επιτυχημένο πλέον έμπορο τέχνης στην περιοχή της Μονμάρτης, κέντρο της καλλιτεχνικής δραστηριότητας. Κατά την παραμονή του, έρχεται σε επαφή με τους ιμπρεσιονιστές Εντγκάρ Ντεγκά, Καμίλ Πισαρό, Πωλ Γκωγκέν και Τουλούζ Λωτρέκ. Επηρεάζεται σημαντικά από το κίνημα του ιμπρεσιονισμού και ειδικότερα σε ότι αφορά τη χρήση του χρώματος. Ο ίδιος ο βαν Γκογκ κατατάσσεται περισσότερο στους μετα-ιμπρεσιονιστές ζωγράφους. Χρησιμοποίησε συχνά τεχνικές των ιμπρεσιονιστών αλλά διαμόρφωσε παράλληλα και ένα προσωπικό ύφος, το οποίο διακρίνεται από την χρήση συμπληρωματικών χρωμάτων που οι ιμπρεσιονιστές αποφεύγουν.Δύο χρόνια αργότερα, το 1888, ο βαν Γκογκ εγκαταλείπει τη γαλλική πρωτεύουσα και επισκέπτεται τη νότια Γαλλία και την περιοχή της Προβηγκίας. Υπάρχουν αναφορές πως εκεί εμπνέεται από το τοπίο καθώς και την αγροτική ζωή των κατοίκων, θέματα τα οποία προσπαθεί να αποδώσει και στη ζωγραφική του. Την περίοδο αυτή, επινοεί και μία ιδιαίτερη τεχνική των στροβιλισμάτων με το πινέλο ενώ στους πίνακές του κυριαρχούν έντονα χρώματα, όπως κίτρινο, πράσινο και μπλε, με χαρακτηριστικά δείγματα τα έργα Έναστρος ουρανός και μία σειρά πινάκων που απεικονίζουν ηλιοτρόπια.
Το έργο Κόκκινο αμπέλι αυτής της περιόδου είναι επίσης το μοναδικό έργο που κατάφερε να πουλήσει ο βαν Γκογκ εν ζωή.
Κατά το διάστημα της παραμονής του στην Αρλ, δέχεται και την επίσκεψη του ζωγράφου Γκωγκέν. Ωστόσο, μετά από λίγους μήνες, οι δυο τους διαφωνούν έντονα και λόγω της ασταθούς ψυχικής του υγείας, ο βαν Γκογκ κόβει μέρος του αριστερού του αυτιού καταλήγοντας στο νοσοκομείο της περιοχής. Υπάρχουν ισχυρισμοί πως ο βαν Γκογκ είχε απειλήσει να σκοτώσει τον Γκωγκέν και προέβη στο κόψιμο του αυτιού του αναζητώντας ένα είδος κάθαρσης από τις τύψεις του.
Το 1889 εισάγεται στο ψυχιατρικό κέντρο του μοναστηριού του Αγίου Παύλου στον Σαιν Ρεμύ, όπου και παραμένεισυνολικά για ένα περίπου χρόνο πάσχοντας από κατάθλιψη. Κατά την παραμονή του εκεί, συνεχίζει να ζωγραφίζει.ΤΑον Μάιο του 1890 εγκαταλείπει την ψυχιατρική κλινική και ζει για ένα διάστημα σε μία περιοχή κοντά στο Παρίσι,όπου παρακολουθείται από τον γιατρό Πωλ Γκασέ, στον οποίο είχε συστήσει τον βαν Γκογκ ο ζωγράφος Καμίλ Πισαρό.Στο διάστημα που παρακολουθείται ιατρικά, ο βαν Γκογκ παράγει ένα μόνο έργο, που αποτελεί προσωπογραφία του Γκασέ.Τον Ιούλιο του 1890, ο βαν Γκογκ εμφανίζει συμπτώματα έντονης κατάθλιψης και τελικά αυτοπυροβολείται στο στήθος στις 27 Ιουλίου ενώ πεθαίνει δύο ημέρες αργότερα. Δεν είναι απολύτως βέβαιο ποιο ήταν το τελευταίο του έργο, αλλά πρόκειται πιθανά για το έργο με τον τίτλο Ο κήπος του Ντωμπινύ ή για τον πίνακα Σιτοχώραφο με κοράκια.Μετά το θάνατο του βαν Γκογκ, η φήμη του εξαπλώθηκε ραγδαία, με αποκορύφωμα μεγάλες εκθέσεις έργων του που πραγματοποιήθηκαν στο Παρίσι (1901), το Άμστερνταμ (1905), την Κολονία (1912), τη Νέα Υόρκη (1913) και το Βερολίνο (1914).
Συνολικά δημιούργησε σε διάστημα περίπου δέκα ετών περισσότερα από 800 πίνακες και 1000 μικρότερα σχέδια.Σώζεται ακόμα εκτενής αλληλογραφία του με τον αδελφό του, που περιλαμβάνει περισσότερα από 700 γράμματα.Επίσης ο βαν Γκογκ είναι διάσημος για τις πινελιές του οι οποίες πολλές φορές παρουσιάζουν μια κίνηση.
Συνολικά δημιούργησε σε διάστημα περίπου δέκα ετών περισσότερα από 800 πίνακες και 1000 μικρότερα σχέδια.
Χρησιμοποιούμε cookies για να διασφαλίσουμε ότι σας προσφέρουμε την καλύτερη εμπειρία στον ιστότοπό μας. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτόν τον ιστότοπο, θα υποθέσουμε ότι είστε ικανοποιημένοι με αυτόν.Εντάξει!