Το «Γυναικείο κεφάλι» (διαστάσεων 56×40 εκ.) φιλοτεχνήθηκε το 1939 από τον πασίγνωστο Ισπανό ζωγράφο Πάμπλο Πικάσο, και αποτυπώνει τη μούσα του, την φωτογράφο Ντόρα Μάαρ, με την οποία έζησε μια θυελλώδη σχέση για εννέα ολόκληρα χρόνια. Ενας παράφορος έρωτας που ξεκίνησε στα 54 του χρόνια ενώ εκείνη ήταν μόλις 29 ετών, ο οποίος, αν και έληξε άδοξα, με την ίδια να βυθίζεται για πάντα στα σκοτάδια του εαυτού της και τη μοναξιά, παρέμεινε αιώνια μούσα και η πιο δυνατή σχέση της ζωής του. Μια σχέση που αποτυπώθηκε δεκάδες φορές στους πίνακες του, ο πιο γνωστός είναι “Η γυναίκα που κλαίει” (https://dromospoihshs.gr/afieroma-picasso-weeping-woman-dora-maar1/), ένα από τα ακριβότερα έργα στον κόσμο της τέχνης.
Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος και ζωγραφική… Άλλοι σίγησαν, άλλοι συνεργάστηκαν, άλλοι κυνηγήθηκαν, φυλακίστηκαν και άλλοι στήριξαν τα φασιστικά ναζιστικά καθεστώτα. Ακολουθεί ένα αφιέρωμα σε όλους αυτούς που ύψωσαν το ανάστημά τους και διαμαρτυρήθηκαν πάνω δτον καμβά.
«Οι καλλιτέχνες δεν μπορούν να μένουν αδιάφοροι μπροστά σε μια διαμάχη κατά την οποία διακυβεύονται οι πιο υψηλές αξίες της ανθρωπότητας και του πολιτισμού».
Πάμπλο Πικάσο
John Heartfield
Από το 1930-1938, δημιούργησε μια συλλογή από 240 φωτομοντάζ για το γερμανικό περιοδικό AIZ (κυκλοφορία περίπου 300.000 έως 500.000 φύλλα) Αυτά τα εξαιρετικά 240 έργα τέχνης ήταν μια πλήρης περιγραφή της ανόδου του φασισμού τον 20ό αιώνα. Τα έργα του Heartfield εμφανίστηκαν στους δρόμους του Βερολίνου του Αδόλφου Χίτλερ. Τα «φωτομοντάζ της ναζιστικής περιόδου» είναι ένα επίτευγμα της πολιτικής τέχνης που όμοιο του δεν έχει γίνει ποτέ ξανά.
Χουάν Μιρό
Joan Miró Head of a Woman (1938)
Το 1938 ο Φασισμός στην Ισπανία παρελαύνει κερδισμένος. Χίτλερ, Μουσολίνι και Φράνκο – γίνονται οι στυλοβάτες της φασιστικής Ευρώπης. Οι αντιφρονούντες εξορίζονται, συλλαμβλανονται, φυλακίζονται και εξορίζονται. Ο Μιρό στον πίνακά του “Πρόσωπο γυναίκας (1938)” αποτυπώνει στον καμβά τις γυναίκες που υποστήριξαν τα ολοκληρωτικά καθεστώτα, να πανηγυρίζουν για την άνοδο του Φράνκο στην εξουσία.
Georg Grosz
George Grosz, “Eclipse of the Sun”
O Grosz επικεντρώνεται στο πρόσωπο της εξουσίας. Πάνω αριστερά ο καλοντυμένος αστός ψιθυρίζει κάτι στο αυτί του στρατηγού. Κάποιοι τον παρομοιάζουν με τον Πάουλ φον Χίντενμπουργκ, πρόεδρο του Γερμανικού Ράιχ κατά τη διάρκεια της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Γύρω από το τραπέζι ακέφαλοι πολιτικοί. Το σπαθί με αίμα στο τραπέζι είναι ο εκβιασμός της πολιτικής ελίτ στους οπαδούς της. Μπροστά από τον ηγέτη είναι ένας ταφικός σταυρός ζωγραφισμένος κόκκινο, λευκό και μαύρο, τα χρώματα της πρώην γερμανικής αυτοκρατορικής σημαίας. Στην επάνω αριστερή γωνία υπάρχει το σύμβολο του δολαρίου σε σχήμα ήλιου που συμβολίζει τα χρήματα και την επιθυμία για πλούτο και ανάπτυξη. Ο γάιδαρος στο τραπέζι με τις παρωπίδες συμβολίζει τους ανθρώπους που δημαγωγούνται.
The pillars of Society, 1926 Georg Grosz
«Οι Στυλοβάτες της κοινωνίας» είναι ένα άλλο σαρκαστικό πορτρέτο των γερμανικών τάξεων της ελίτ που υποστήριξαν τον φασισμό. Όπως και πολλοί από τους πίνακές του αυτής της εποχής, σατιρίζει αυτό που πίστευε ότι ήταν η διεφθαρμένη πολιτική και αστική τάξη της Γερμανίας. Στους «Στυλοβάτες της Κοινωνίας» ο Γκρος σαρκάζει και καταγγέλλει τον κλήρο, τους πολιτικούς την αστική τάξη, το στρατό και τον πατροναρισμένο τύπο. Τους ενώνει ο αγκυλωτός σταυρός και το ξίφος του σε μια πόλη που καίνε μαζί με τους ανθρώπους της.
Πάμπλο Πικάσο
Πικάσο, Charnel House (1944-45)
Αν η Γκερνίκα του Ισπανικού Εμφύλιου μπορεί να θεωρηθεί ότι σηματοδοτεί τη βίαιη αρχή του Β ‘Παγκοσμίου Πολέμου, το Charnel House σηματοδοτεί το τρομακτικό τέλος του. Ο Πικάσο επηρεασμένος από τη φρίκη του ολοκαυτώματος μέσων των τις φωτογραφιών των πολεμικών ανταποκριτών και τα άρθρα της εφημερίδας L’Humanite, σχετικά με τα κρεματόρια του ναζιστικού στρατοπέδου Νατζβάιλερ – Στρούτχοφ (Natzweiler-Struthof) που περιελάμβαναν και την τελευταία φρικιαστική λεπτομέρεια δεν μπορούσε παρά να τα αποτυπώσει στον καμβά. Τα δεμένα χέρια οι σωροί από πτώματα θυμίζει τις πρώτες φωτογραφίες των στρατοπέδων – και των καταστροφών του πολέμου (1810-20) του Φραγκίσκου Γκόγια, εικόνες ταυτόχρονα μη αποτυπώσιμες και αξέχαστες. Στη ζώνη θανάτου, η σταυροειδής αθωότητα και η αυλαία της σφοδρής πανώλης με τη μαζική θανάτωση και αποσυναρμολόγηση. Η ανώτερη ζώνη είναι λιγότερο τρομακτική, αν και όχι λιγότερο απόκοσμη. Το Charnel House είναι το επιθετικό και αμυντικό όπλο που αναπτύχθηκε: memento mori, (να θυμάσαι ότι είσαι θνητός) κατηγορητήριο, φόρο τιμής στη θυσία, στα ουρλιαχτά και στην απόγνωση.
Käthe Kollwitz
Το μαύρο το γκρι και το άσπρο χρώμα επιστρέφει στο ύφος της Γκερνίκα για να εκφράσει την φρίκη του πολέμου.
Οι σπόροι για τη φύτευση δεν πρέπει να είναι το έδαφος
Η γερμανίδα γλύπτρια και χαράκτρια Käthe Kollwitz με τα μνημειώδη και διαχρονικά αντιπολεμικά έργα της, αποτύπωσε με συγκλονιστικό τρόπο τα θύματα της καταπίεσης, του πολέμου, της φτώχιας, και της εκμετάλλευσης.
“Η γυναίκα που κλαίει” είναι ένα από τα εξαιρετικά έργα τέχνης του Πάμπλο Πικάσο. Σύμφωνα με τους ειδικούς, η συγκεκριμένη μορφή αποτελεί σπουδή για την Γκερνίκα, το εμβληµατικό έργο του ισπανού ζωγράφου που φιλοτεχνήθηκε το 1937. Ως µοντέλο για την απόδοση της συγκεκριµένης µορφή, η οποία εκφράζει τον πόνο και τη θλίψη των θυµάτων του βοµβαρδισµού της πόλης Γκερνίκα κατά τη διάρκεια του Ισπανικού Εµφυλίου , ο Πικάσο χρησιµοποίησε τη µούσα του, την σουρεαλίστρια φωτογράφο Ντόρα Μάαρ, η οποία μάλιστα ήταν και η μόνη που είχε το δικαίωμα να φωτογραφίσει τα διαδοχικά στάδια της Γκερνίκα, ενώ ο Πικάσο την ζωγράφιζε.
Η γνωριμία με την Μάαρ
Τον Ιανουάριο του 1936 στον επάνω όροφο του παριζιάνικου καφέ Magots Café Les Deux, στέκι καλλιτεχνών, στην περιοχή του Saint-Germain-des-Prés μία 29χρονη φωτογράφος συναντά έναν εκπρόσωπο του υπερρεαλισμού, τον 54χρονο τότε Πάμπλο Πικάσο. Η γνωριμία τους ήταν αναπόφευκτη καθώς την προσοχή του ζωγράφου τράβηξε αμέσως η πανέμορφη Ντόρα, η οποία εκείνη την ώρα συμμετείχε σε ένα παιχνίδι τόλμης αποκαλούμενο «μαχαίρια στο τραπέζι» και κάρφωνε ένα μικρό μαχαίρι μέσα στα δάχτυλα της πάνω στο τραπέζι της καφετέριας. Παρά τον πόνο και τα αίματα που κυλούσαν στο τραπέζι η μελαχρινή νέα με το μυστηριώδες βλέμμα κοίταξε με χαμόγελο τον Πικάσο, ο οποίος τρομοκρατημένος προσπάθησε να την αποτρέψει από τον αυτοτραυματισμό. Εκείνη αιμόφυρτη έβαλε τα γάντια της και του συστήθηκε. Η στιγμή ήταν τόσο έντονη, που μετά το χωρισμό τους- ύστερα από εννέα χρόνια- εκείνη άφησε στο ράφι του γραφείου του τα ματωμένα γάντια της ως ενθύμιο της θυελλώδους σχέσης τους.
Το «φάρμακο» του Πικάσο
Την περίοδο της γνωριμίας τους ο Πικάσο περνούσε μια άσχημη εποχή με την τότε σύζυγό του Όλγα, την μπαλαρίνα που παντρεύτηκε μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο γάμος του τον έχει κουράσει. Αντί να ζωγραφίζει, τριγυρνάει στα καφέ του Σεν Ζερμέν ντε Πρε με την απουσία της έμπνευσης να αποτελεί το βαθύτερο πρόβλημα του. Η Ντόρα ήταν το «καλλιτεχνικό φάρμακο» που αναζητούσε μανιωδώς ο ζωγράφος και γρήγορα έγινε μια από τις διασημότερες μούσες του.
Η Μάαρ εξάλλου ήταν καλλιτεχνική φύση, ζωγράφος και φωτογράφος, ερωμένη του Ζορζ Μπατάιγ και «οπαδός» των υπερρεαλιστών. Από πατέρα Κροάτη, αρχιτέκτονα στο επάγγελμα και μητέρα Γαλλίδα, η Ντόρα κατέληξε να μιλάει άπταιστα Ισπανικά και να κομπάζει στον Πικάσο για τα χρόνια που έζησε μικρή στην Αργεντινή. Ωστόσο το φλέρτ τους δεν ευδοκίμησε αμέσως καθώς ο άστατος Πάμπλο είχε μια ερωμένη την Μαρί-Τερέζ με την οποία πριν λίγο καιρό είχε αποκτήσει μια κόρη. Ο Πικάσο αρνούνταν πεισματικά να εγκαταλείψει τη Μαρί.
Καθώς όμως ο Πικάσο επιστρέφει από ένα ταξίδι στην Ισπανία, κάνει μια στάση στο Σεν Ζερμέν ντε Πρε για να συναντήσει και πάλι την Ντόρα και να της εκμυστηρευτεί όλη την αλήθεια. Εκείνη αποδέχεται ακόμη και το πάθος του για τη Μαρί-Τερέζ και αποφασίζει να του δοθεί άνευ όρων. Η Ντόρα γίνεται έτσι η μούσα και η πιο έντονη σχέση της ζωής του.
Η Μάαρ «πίσω» από την Γκουέρνικα
Ο ζωγράφος ξαναβρίσκει όρεξη για δουλειά. Μάλιστα για πρώτη φορά αποφασίζει να τοποθετηθεί μέσα από τα έργα του ενάντια στο ναζιστικό φασισμό και να εκφράσει τον κοινωνικό σπαραγμό. Ζωγραφίζει λοιπόν την Γκουέρνικα το διασημότερο ίσως έργο του. Αυτός ο τεράστιος καμβάς περιγράφει την απανθρωπιά, τη βιαιότητα και την απόγνωση του πολέμου. Ήταν παραγγελία της δημοκρατικής κυβέρνησης της Ισπανίας για μια έκθεση στο Παρίσι το 1937.
Ο Πικάσο εμπνεύστηκε το έργο όταν, στις 26 Απριλίου της ίδιας χρονιάς, στα πλαίσια του Ισπανικού Εμφυλίου Πολέμου, Γερμανοί πιλότοι της αεροπορίας των εθνικιστών βομβάρδισαν την κωμόπολη Γκερνίκα της Χώρας των Βάσκων. Στο βομβαρδισμό εκείνο σκοτώθηκαν 1.650 άνθρωποι και ισοπεδώθηκε το 70% της πόλης με 32 τόνους εκρηκτικά.
Η Ντόρα φροντίζει να απαθανατίσει με τον φακό της ένα προς ένα τα στάδια δημιουργίας του. Η 29χρονη φωτογράφος γίνεται όχι μόνο συνένοχος σε έναν ανεκτίμητο θησαυρό, αλλά και «φύλακας» άλλων σπάνιων έργων του Πικάσο που έφτιαξε την περίοδο της σχέσης τους.
Το «πάθος» των πορτρέτων
Η συλλογή αυτή, την οποία η Ντόρα διατήρησε στην κατοχή της ως το τέλος αρνούμενη να την πουλήσει ακόμη και στις πιο δύσκολες οικονομικά στιγμές, δεν περιλαμβάνει κομμάτια εντυπωσιακά, από εκείνα που συνήθως κυνηγούν οι επαγγελματίες συλλέκτες ή τα μεγάλα μουσεία. Αντιθέτως, πρόκειται για ένα σύνολο προσωπικών και οικείων αντικειμένων που «απεικονίζουν» την έξαρση έμπνευσης του Πάμπλο εκείνη τη περίοδο μέσα από τις ερωτικές τους στιγμές. Εξάλλου, ο γαλαντόμος Πάμπλο της χάρισε δεκάδες πίνακες και πορτρέτα, όπως αυτό που βρισκόταν στην Εθνική Πινακοθήκη. Το «Γυναικείο κεφάλι» έγινε με την ενθάρρυνση της Μάαρ το 1949 δωρεά του καλλιτέχνη προς τον Ελληνικό λαό, σαν τιμητική προσφορά για την γενναία αντίσταση του κατά την διάρκεια της ναζιστικής κατοχής.
Οι ευτυχισμένες ημέρες του ζευγαριού αποτυπώνονται σε διάφορα ακόμη πορτρέτα της Ντόρας: «Η Ντόρα Μάαρ και ο μινώταυρος» (1936), «Η Ντόρα Μάαρ με πράσινα νύχια» (1936), «Πορτρέτο της Ντόρας με στεφάνι από λουλούδια» (1937), «Η Ντόρα με ψάθινο καπέλο» (1938) και άλλα. Η ήρεμη και δημιουργική αυτή περίοδος διακόπτεται από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και την είσοδο των γερμανικών στρατευμάτων στη Γαλλία. Ο Πικάσο και η Ντόρα καταφεύγουν στη Ρουαγιάν ώσπου να περάσει ο πόλεμος. Όταν επιστρέφουν στο Παρίσι το βρίσκουν ερημωμένο, ψυχρό, γεμάτο συνοφρυωμένους κατοίκους. Η Ντόρα γίνεται διάσημο μοντέλο, περιζήτητη μεταξύ των ζωγράφων της εποχής.
Ο αναπόφευκτος χωρισμός
Ωστόσο, σταδιακά έρχεται η ρήξη, την οποία ο Πικάσο προσπαθεί να απαλύνει με διάφορα δώρα προς την αγαπημένη του. Τον χειμώνα του 1943, για παράδειγμα, της προσφέρει το πρώτο αντίτυπο της «Φυσικής Ιστορίας» («Histoire Naturelle») του Μπουφόν, για το οποίο ο ζωγράφος είχε κάνει την εικονογράφηση. Εκείνη όμως είναι ιδιαίτερα κυκλοθυμική και το ζευγάρι έρχεται σε σύγκρουση με αφορμή την άρνηση της Ντόρας να αποδεχτεί ότι είναι στείρα. Αν και ο Πάμπλο προσπαθούσε να της απαλύνει τον πόνο ζωγραφίζοντας της πορτρέτα, φαίνεται ότι η μελαγχολία και των δύο διοχετεύοταν και στα έργα του. Όπως έλεγε: Ζωγραφίζω τα αντικείμενα όπως τα σκέφτομαι και όχι όπως τα βλέπω. Στα περισσότερα πορτρέτα της Ντόρας απεικονίζεται μια λυπημένη γυναίκα.
Από την άλλη, ο Πικάσο εύκολα έχανε το ενδιαφέρον του για μια γυναίκα και ακόμα πιο εύκολα το έβρισκε σε μια άλλη, έχοντας αρχίσει τα «ξεπορτίσματα». Η Μάαρ δεν άντεχε αυτού του είδους την ταπείνωση καθώς και τις ακραίες συμπεριφορές του Πάμπλο, την ζήλεια, τον θυμό, την αδικαιολόγητη «σήψη» της αυτοπεποίθησής του. Το 1943 βρίσκει ένα νέο εραστή, ο οποίος ήταν απλώς ένα καταφύγιο σωματικών απολαύσεων.
Η Ντόρα εντωμεταξύ έχει διανύσει την «ροζ εποχή» της, με εκθέσεις φωτογραφίας σε μεγάλες γκαλερί και κολάζ επηρεασμένα από τον σουρεαλισμό που έγιναν περιζήτητα στους καλλιτεχνικούς κύκλους. Το τελευταίο και οριστικό δώρο όμως του Πικάσο προς τη Ντόρα,το σπίτι στη Μενέρμπ, το οποίο ο Πικάσο είχε αποκτήσει ανταλλάσσοντάς το με μια «νεκρή φύση» επισφράγισε το τέλος. Το 1945 ο άστατος ζωγράφος γνωρίζει στα εγκαίνια μιας έκθεσης ζωγραφικής της Ντόρας τη νεαρή Φρανσουάζ Ζιλό την οποία και ερωτεύεται σφόδρα.
Η «κατάρρευση» της Μάαρ
Με τον ερχομό της απελευθέρωσης από τους Γερμανούς ο Πικάσο «απελευθερώνεται» από την Ντόρα. Εκείνη βυθίζεται στη μοναξιά και στην κατάθλιψη. Μια νύχτα στο άδειο της πια σπίτι παθαίνει κρίση και κλαίει τόσο που μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο για να της χορηγηθεί ειδική φαρμακευτική αγωγή. Τελικώς, αναγκάζεται να μπει εσώκλειστη στην κλινική της Αγίας Άννας.
Έκτοτε, προσπάθησε να ξανακολλήσει το «κολλάζ» της προσωπικής της ευτυχίας επιστρέφοντας στο σπίτι της στο Παρίσι. Ξαναγύρισε στους καλλιτεχνικούς κύκλους, βρήκε τους παλιούς της φίλους και έκανε σχέσεις μικρής διάρκειας με άλλους άντρες. Σχέσεις που το μόνο που της έδωσαν ήταν η επιβεβαίωση ότι κανείς δεν μπορούσε να αντικαταστήσει τον Πικάσο. Για αυτό και στράφηκε στον καθολικισμό, άρχισε να γράφει ποίηση και να αναθεωρεί τον τρόπο που έβλεπε τη ζωή, σαν ένα παιχνίδι με το μαχαίρι δηλαδή.
«Ήταν ένας έρωτας τρελός. Κι όταν ο έρωτας ξεθώριασε, απέμεινε μονάχα η τρέλα. Λένε πως με άκουσαν να ισχυρίζομαι πως μετά τον Πικάσο δεν υπήρχε πια παρά μόνο ο Θεός. Δεν θυμάμαι να το είπα ποτέ, αλλά δεν έπαψα ούτε στιγμή να το σκέφτομαι»… έχει πει. Πέθανε 89 ετών στο Παρίσι στις 16 Ιουλίου του 1997.
Οι πίνακες του Πικάσο, που παρουσιάζουν την Ντόρα Μάαρ τυγχάνουν ενθουσιώδους αποδοχής από το κοινό, ενώ υπενθυμίζεται ότι τα πιο επιτυχημένα αυτών πωλήθηκαν σε εξαιρετικά υψηλά τιμές.
Ο ίδιος ο σπουδαίος δημιουργός εξηγώντας για ποιον λόγο άλλοτε την απεικόνιζε με ρεαλισμό, άλλοτε με βασανισμένη όψη και άλλοτε πάλι απειλητική, είπε «Για μένα αυτή είναι η γυναίκα που κλαίει. Για χρόνια την απεικονίζω με βασανιστικές μορφές, όχι από σαδισμό, ούτε από ευχαρίστηση… Μόνο υπακούοντας σε ένα όραμα, που μου επιβλήθηκε. Ήταν η βαθιά πραγματικότητα, όχι η επιφανειακή. Η Dora, για μένα, ήταν πάντα μια γυναίκα που κλαίει…. Και αυτό είναι σημαντικό, γιατί οι γυναίκες είναι μηχανές που υποφέρουν».
Το έργο “Αγόρι με πίπα”, το οποίο δημιουργήθηκε στο 1905 από τον Pablo Picasso και ανήκει στη Ροζ περίοδο (1904-1905) των έργων θεωρείται ένα από τα καλύτερα έργα του. Κύρια χαρακτηριστικά αυτής της καλλιτεχνικής περιόδου είναι τα γήινα χρώματα, οι αποχρώσεις του κόκκινου,η λυρική διάθεση και η επιρροή από τους Γάλλους ζωγράφους.
Το 2004 το συγκεκριμένο έργο αναγνωρίστηκε σε όλον τον κόσμο ως το πιο ακριβό έργο τέχνης όταν πουλήθηκε 104 εκατομμύρια δολάρια από δημοπρασία που έγινε στη Νέα Υόρκη από τον οίκο Sotheby’s, στις 5 Μαίου του 2004. Φιλοτεχνήθηκε από τον διάσημο ζωγράφο όταν ήταν 24 ετών, Ενώ το δημιουργούσε, ο σπουδαίος ζωγράφος, έκανε διάλειμμα για ένα μήνα και μετά το ολοκλήρωσε.
Το έργο αυτό, προβάλλει έναν νεαρό που κατοικούσε στο Παρίσι. Εκείνην την εποχή, ο Picasso διέμενε στη Μονμάρτη στο Παρίσι και λέγεται ότι στο νεαρό, άρεσε ιδιαίτερα να συχνάζει στο στούντιο και να τον παρακολουθεί ενώ ζωγράφιζε. Κάπου αναφέρεται πως αποκαλούνταν “petit Louis” δηλαδή «μικρός Λουί». Ο Picasso προτιμούσε τα μοντέλα των έργων του να παραμένουν ανώνυμα στο κοινό. Το αγόρι απεικονίζεται καθιστό να κρατά μια πίπα, έχοντας το αριστερό χέρι του λυγισμένο στο ύψος των ώμων του Το άλλο χέρι του νέου άνδρα ακουμπάει στο ένα του πόδι, ενώ τα δυο του πόδια βρίσκονται σε διάσταση. Τα ρούχα του αγοριού είναι σε μπλε χρώμα που θυμίζει έντονα τα σημερινά τζιν. Στο κεφάλι του φοράει ένα στεφάνι με κόκκινα λουλούδια. Αυτό, θα λέγαμε, ότι δεν αντιστοιχεί στην αρσενική του ιδιότητα. Στο φόντο κυριαρχεί το έντονο κεραμιδί χρώμα ενώ δεξιά και αριστερά του βλέπουμε δύο συνθέσεις λουλουδιών. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η αντίθεση αρρενωπού-θηλυκού στοιχείου στο έργο προκαλεί την έκπληξη και τον θαυμασμό του θεατή.
Κάθε παιδί είναι καλλιτέχνης. Το θέμα είναι πώς θα παραμείνει καλλιτέχνης μεγαλώνοντας. ~ Πάμπλο Πικάσο
Χρησιμοποιούμε cookies για να διασφαλίσουμε ότι σας προσφέρουμε την καλύτερη εμπειρία στον ιστότοπό μας. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτόν τον ιστότοπο, θα υποθέσουμε ότι είστε ικανοποιημένοι με αυτόν.Εντάξει!